Με δύο ατομικές εκθέσεις δύο σημαντικών εικαστικών της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής, της Ρένας Παπασπύρου και της Νίνας Παπακωνσταντίνου εγκαινίασε ο Δήμος Αθηναίων τη νέα σεζόν.
«H έκθεση ”Το πέρασμα του κομήτη: Επεισόδια και εικόνες στην ύλη” μας δίνει την ευκαιρία να επανεξετάσουμε τον ρόλο της εικόνας στη δουλειά της Ρένας Παπασπύρου, ενώ η Νίνα Παπακωνσταντίνου εξετάζει επισταμένα τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα του, ενώ παράλληλα διερευνά το σχέδιο ως σύνολο σημείων, αποτυπώσεων και ιχνογραφήσεων», αναφέρει ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων και δράσεων ΟΠΑΝΔΑ, Χριστόφορος Μαρίνος.
Ξεκινώντας με την έκθεση «Το πέρασμα του κομήτη», η Παπασπύρου επικεντρώνεται στο αστικό τοπίο, τα υλικά και τα αντικείμενα που συλλέγει από αυτό. Αποτοιχισμένες επιφάνειες, μέταλλο, ξύλο, κεραμίδια, γυαλί και πλακάκια αποτελούν μερικά από αυτά τα ευρεθέντα στοιχεία που παρουσιάζονται στον χώρο σε μία μελέτη και ιχνογράφηση των εικόνων που «γράφει» ο χρόνος στην επιφάνειά τους. Οικοδομικά υλικά που περνούν απαρατήρητα στην καθημερινότητα, εδώ απομονώνονται και παρουσιάζουν τη ζωή τους. Αποτοιχισμένες επιφάνειες παρουσιάζονται «επικολλημένες» στους τοίχους της αίθουσας, χωρίς πλαίσια ή μηχανισμούς στήριξης και ενσωματώνονται στον χώρο.
«Οι εκθέσεις της Παπασπύρου και της Παπακωνσταντίνου προέκυψαν από τη μελέτη του έργου τους και συγκεκριμένα από δύο προσωπικές εργασίες: τη διδακτορική μου διατριβή, η οποία είναι αφιερωμένη στο έργο της Παπασπύρου και το βιβλίο “Secretaire”, το οποίο επιμελήθηκα και περιλαμβάνει σχεδόν όλη τη δουλειά της. Η επιμελητική προσέγγιση συνδέεται λοιπόν άμεσα με τη διεξοδική μελέτη των δύο καλλιτεχνών. Μελετώντας το έργο της Παπασπύρου ανακάλυψα ”Το πέρασμα του κομήτη”, το οποίο εκτέθηκε -σε μικρότερη προβολή- στη Θεσσαλονίκη το 2000. Θεώρησα ότι θα είχε ενδιαφέρον να συγκεντρώσω άγνωστα έργα της ή έργα που έχουν να εκτεθούν εδώ και δεκαετίες, τα οποία ανήκουν σε διάφορες περιόδους, ξεκινώντας από τα ψηφιδωτά που έκανε τη δεκαετία του ’60», δηλώνει ο επιμελητής, Χριστόφορος Μαρίνος.
Η έκθεση πραγματοποιείται στο νεοκλασικό κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης στο Μεταξουργείο. Καθώς εισερχόμαστε στην αίθουσα, αντικρίζουμε τμήματα σοβά και ξύλου που φέρουν ρωγμές, αλλοιώσεις στο χρώμα και άλλα ίχνη φθοράς, δημιουργώντας την εικόνα ενός αχνού, αφηρημένου τοπίου. Τα σημάδια αυτά επισημαίνονται διακριτικά με το μολύβι της εικαστικού, η οποία στρέφει το βλέμμα μας στο πέρασμα του χρόνου και την οργανική διαδικασία της αποσύνθεσης, που τόσο μανιωδώς προσπαθούμε να αντιστρέψουμε.
Μέσω της αποτοίχισης, που αποτελεί κεντρικό στοιχείο της δουλειάς της Παπασπύρου, αποκαλύπτονται στρώματα, υλικά, επιφάνειες που προηγουμένως παρέμεναν κρυμμένα. Ταυτόχρονα, αποτελεί μία πολιτική χειρονομία η οποία θέτει ερωτήματα που αφορούν θέματα ιδιοκτησίας και δημόσιου χώρου. Βλέποντας τα απομονωμένα αυτά κομμάτια, αναρωτιόμαστε: Πώς μπορεί να μοιάζει το υπόλοιπο; Από που προέρχονται οι επιφάνειες; Οι ερωτήσεις μας αυτές δεν απαντώνται καθώς δεν αποκαλύπτεται κανένα στοιχείο που να προδίδει την προέλευσή τους. Μοναδική μας γνώση ότι έχουν αποτοιχιστεί από πραγματικούς χώρους. Σαν αποτέλεσμα, τα απομονωμένα τμήματα αποκτούν ξαφνικά μία ανωνυμία. Στρεφόμαστε έτσι στην επιφάνεια, την υλικότητα του χρόνου και τις εικόνες, ή τα επεισόδια όπως τα αποκαλεί η εικαστικός, που διαδραματίζονται στην ύλη.
Οι τυχαίες φόρμες της φθοράς γεννούν «συνειρμικές εικόνες» όπως τα ανθρώπινα πρόσωπα σχεδιασμένα με μολύβι ή μαρκαδόρο που ξεπροβάλλουν από τα διαφορετικά χρωματιστά πλακάκια. Στο έργο που παρουσιάζεται από την ενότητα ”Baalbeks” (1984), οι κάθετες γραμμές που φέρει η αλλοιωμένη επιφάνεια θυμίζουν κολώνες και μετατρέπεται έτσι σε ναό. Η εικόνα προεκτείνεται με την βοήθεια υφάσματος, στο οποίο η εικαστικός ζωγραφίζει φοίνικες και θάλασσα. Ακολουθώντας το παράδειγμά της, ο επισκέπτης εστιάζει στα υλικά και δημιουργεί με τη σειρά του νοητικές εικόνες και κόσμους που ξεδιπλώνονται μπροστά του.
Προχωρώντας, αντικρίζουμε «Τέσσερις Κλίμακες» (2017) από καλουπόχαρτο και πολυεστέρα, οι οποίες φαίνονται να αιωρούνται και μας οδηγούν σε έναν άγνωστο προορισμό. Ακόμα, παρατηρούμε μωσαϊκά όπου η εικαστικός επανατοποθετεί ευρεθέντα υλικά, μεταξύ των οποίων διακρίνουμε τμήματα από γυάλινα μπουκάλια, ψηφίδες και βότσαλα, και βλέπει νέες εικόνες μέσα από τον καλλιτεχνικό της φακό.
Το τελευταίο έργο που αντικρίζει ο θεατής είναι «Το πέρασμα του κομήτη». Το τελευταίο αποτελεί την προβολή ενός σχεδίου του 1760 που απεικονίζει το πέρασμα ενός κομήτη από τον αστερισμό του Υδροχόου. Με αυτό τον τρόπο, ξεφεύγουμε από το αστικό τοπίο και αντικρίζουμε τις εικόνες που εντοπίζουμε στο νυχτερινό ουρανό. Κοιτάζοντας τα άστρα βλέπουμε τη μορφή του παρελθόντος η οποία, όπως και τα κτίρια από τα οποία αποσπάστηκαν τα υλικά, μπορεί να μην υπάρχει πια.
«Μελετώντας σε βάθος το έργο της Παπακωνσταντίνου και γράφοντας ένα εκτενές δοκίμιο, που εμβαθύνει όσο κανένα στην καλλιτεχνική της παραγωγή, προέκυψε, ως φυσική συνέχεια, η έκθεση “Phantoms”. Σε αυτή την έκθεση παρουσιάζουμε την τελευταία της δουλειά, δηλαδή την ομότιτλη σειρά, το “Walking Diary” και τους πίνακες με τα φεμινιστικά συνθήματα, σε συνδυασμό με μια επιλογή παλαιότερων έργων, κάποια από τα οποία -όπως το “Yellow Dome”- δεν έχουν εκτεθεί στην Αθήνα», δηλώνει ο επιμελητής της έκθεσης, Χριστόφορος Μαρίνος.
Το πρώτο πράγμα που συναντά κανείς καθώς εισέρχεται στην έκθεση της Παπακωνσταντίνου, είναι μία προθήκη με φωτογραφίες από τον δρόμο, οι οποίες εστιάζουν στην άσφαλτο, στα πλακάκια του πεζοδρομίου και στα σημάδια που αυτά φέρουν. Τα σχήματα αυτά αντηχούν τις φόρμες που βλέπουμε καθώς σηκώνουμε το βλέμμα μας από το έπιπλο. Ρυζόχαρτα καρφωμένα απευθείας στον λευκό τοίχο φέρουν σημεία και σύμβολα με μαύρο μαρκαδόρο που θυμίζουν χάρτες, και μας προετοιμάζουν για τα έργα που ακολουθούν. Η πρόσφατη αυτή σειρά της Παπακωνσταντίνου, με τίτλο ”Walking Diaries” (2016-2022) θυμίζει εικόνες από έναν περίπατο, τις οποίες η εικαστικός μεταφράζει και καταγράφει στη δική της οπτική γλώσσα. Έτσι, τα έργα αυτά θυμίζουν ένα ευρετήριο (index), στο οποίο η εικαστικός μάς παρουσιάζει το προσωπικό της οπτικό αλφάβητο και μάς εισάγει στην κωδικοποιημένη της γλώσσα.
Στο βάθος πάλι μία προθήκη περιέχει τώρα σχέδια σε χαρτί με αχνές μπλε γραμμές να επεκτείνονται στην επιφάνειά του. Χρησιμοποιώντας μπλε καρμπόν, η εικαστικός αντι-γράφει με ένα προσωπικό σύστημα ιχνογράφησης, κείμενα κλασικής λογοτεχνίας, σελίδα ανά σελίδα πάνω στην ίδια επιφάνεια, δημιουργώντας μία ξεθωριασμένη εικόνα. Οι ταμπέλες που συνοδεύουν τα έργα προδίδουν το λογοτεχνικό έργο από όπου πηγάζει κάθε σχέδιο, μεταξύ των οποίων έργα των Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Πάμπλο Νερούδα, Φερνάντο Πεσσόα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Σ. Μπέκετ κ.α.
Η εικαστικός αποδομεί έτσι το λογοτεχνικό κείμενο και δημιουργεί μία προσωπική οπτική γλώσσα για την εικονοποίηση του κειμένου, άλλοτε χρησιμοποιώντας μπλε ή κόκκινο καρμπόν, άλλοτε με την αποτύπωση σημείων και άλλοτε μέσω της χαρακτικής. Όλα τα σχέδια που παρουσιάζονται, αποτελούν μέρος ενός κωδικοποιημένου αρχείου. Η Παπακωνσταντίνου μοιράζεται μαζί μας τη νοητική της βιβλιοθήκη, χωρίς όμως να μας παραδίδει το κλειδί για την αποκρυπτογράφησή της.
Καθώς περιηγούμαστε στον χώρο, η θέαση της έκθεσης μετατρέπεται σε μια προσωπική, στοχαστική εμπειρία. Στην κλίμακα του πραγματικού βιβλίου, τα έργα προσκαλούν τον θεατή να έρθει κοντά σε μία προσπάθεια ανάγνωσης. Ταυτόχρονα, η μη-αναγνωσιμότητα του έργου, δημιουργεί απόσταση από το περιεχόμενο του κειμένου, και έτσι επικεντρωνόμαστε στην εντύπωση που αφήνει η κάθε αφήγηση: αχνές και εύθραυστες εικόνες-φαντάσματα που κατοικούν στη μνήμη μας.
Η μέθοδος που ακολουθεί τόσο πιστά η εικαστικός στα έργα της αποτελεί μία χειρωνακτική διαδικασία που απαιτεί προσήλωση και χρόνο. Είναι μία σωματοποιημένη, βιωματική και ταυτόχρονα στοχαστική εμπειρία για τη διατήρηση της μνήμης. Η έννοια του χρόνου παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ, όπως φαίνεται από τις πολλαπλές διαστρωματώσεις που διακρίνουμε στα σχέδια, και ιδιαίτερα στην ενότητα ”Yellow Dome” (2019). Η τελευταία αποτελείται από χειροποίητα γιαπωνέζικα χαρτιά καρφωμένα στον τοίχο, στα οποία έχει χαραχθεί το κείμενο.
Χωρίς τις ταμπέλες που συνοδεύουν τα σχέδια θα ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουμε ποιο είναι το λογοτεχνικό έργο στο οποίο βασίζεται κάθε σχέδιο. Η οπτική αυτή ομογενοποίηση τονίζει τη σημασία της μεθόδου για την πρακτική της εικαστικού, η οποία σύμφωνα με τον επιμελητή θυμίζει ένα αυτόματο.
Επιμελητικά, η κίνηση του θεατή στον χώρο της έκθεσης είναι σκηνοθετημένη έτσι ώστε να διαγράφεται μία οργανική πορεία από δωμάτιο σε δωμάτιο. Οι τρεις διαδοχικοί χώροι από τους οποίους περνά ο θεατής, αντανακλούν τα στάδια αντι-γραφής της εικαστικού.
Οι δύο εκθέσεις της Δημοτικής Πινακοθήκης μας προσκαλούν να εξερευνήσουμε το έργο δύο εικαστικών από διαφορετικές γενιές που είναι ταυτόχρονα σημαντικές εκπρόσωποι της ελληνικής εννοιολογικής τέχνης, και να περιηγηθούμε στον χωροχρόνο τους. Παρόλο που οι προσεγγίσεις τους διαφέρουν, η αποδόμηση και η ιχνογράφηση αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της πρακτικής τους, ενώ εννοιολογικός πυρήνας και των δύο αποτελεί η εμπειρία του χρόνου.
29 Σεπτεμβρίου – 20 Νοεμβρίου 2022