Ο Κριστόφ Κισλόφσκι (Krzysztof Kieslowski) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Γνώρισε παγκόσμια φήμη στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με την τηλεοπτική σειρά «Δεκάλογος» (1988-1989) και αμέσως μετά με την ταινία «Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα» (1991) και την κινηματογραφική «Τριλογία των Χρωμάτων» (1993-1994). Στο έργο του, ο πολωνός σκηνοθέτης, που έφυγε από τη ζωή πάνω στην ακμή της καλλιτεχνικής του διαδρομής, εξερευνά κοινωνικά και ηθικά θέματα της σύγχρονης εποχής.
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι γεννήθηκε στην Βαρσοβία στις 27 Ιουνίου 1941 και αποφοίτησε από την περίφημη κινηματογραφική σχολή του Λοτζ, μαθητές της οποίας υπήρξαν πολύ σπουδαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Αντρέι Βάιντα, ο Ρομάν Πολάνσκι, ο Γέρζι Σκολιμόφσκι και ο Κριστόφ Ζανούσι. Τον Ιανουάριο του 1967, κι ενώ βρισκόταν στο τελευταίο έτος της σχολής, παντρεύτηκε την καλή του, Μαρία Καουτίλο, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Ξεκίνησε την καριέρα του κάνοντας ντοκιμαντέρ για την πολωνική τηλεόραση. Από τα πιο σημαντικά είναι «Ο Χτίστης» («Murarz», 1973), στο οποίο αφηγείται την ιστορία ενός κομουνιστή ακτιβιστή που απογοητεύεται από την πολιτική και επιστρέφει στο επάγγελμά του και «Το Νοσοκομείο» («Szpital», 1976), στο οποίο χρησιμοποίησε μία κρυφή κάμερα για να αποκαλύψει προβλήματα στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της τότε κομουνιστικής Πολωνίας.
Το 1976 γύρισε την πρώτη του ταινία με τίτλο «Το Σημάδι» («Blizna»), με κεντρικό μοτίβο τα διλήμματα που εγείρονται από την ανέγερση ενός εργοστασίου που προσφέρει δουλειές στους κατοίκους της πόλης, αλλά αποτελεί απειλή για το περιβάλλον. Το 1979 άρχισε να γίνεται γνωστός στο εξωτερικό με το αυτοβιογραφικό «Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής» («Amator», 1979), ένα αυτοβιογραφικό έργο για έναν επίδοξο σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ που μαθαίνει τις συνέπειες της καλλιτεχνικής του έκφρασης
Με την ταινία «Przypadek» του 1981 πειραματίστηκε με την αφήγηση. Η ταινία εντοπίζει τρεις μοιραίες κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει η ζωή ενός φοιτητή ιατρικής, καθώς βιάζεται να επιβιβασθεί σ’ ένα τρένο. Στην ταινία του 1985 «Δίχως Τέλος» («Bez Κonca») αφηγείται την ιστορία ενός νεκρού δικηγόρου που παρακολουθεί την οικογένειά του, καθώς αυτή συνεχίζει τη ζωή της. Η ταινία του αυτή σηματοδότησε την αρχή της μακροχρόνιας συνεργασίας του με τον σεναριογράφο Κριστόφ Πίσεβιτς και τον συνθέτη Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ.
Επόμενη μεγάλη δημιουργία του Κισλόφσκι είναι η «Τριλογία των Τριών Χρωμάτων» («Trois couleurs»), που αντιπροσωπεύουν τα χρώματα της Γαλλικής Σημαίας: «Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία» («Trois couleurs: Bleu», 1993), «Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία» («Trois couleurs: Blanc», 1994) και «Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία» («Trois couleurs: Rouge», 1994) και διερευνούν τα θέματα της ελευθερίας (της συναισθηματικής και όχι της κοινωνικής ή πολιτικής), της ισότητας (δια μέσου της εκδίκησης) και της αδελφότητας αντίστοιχα.
Στην πρώτη ταινία της τριλογίας, μία γυναίκα που έχασε τον άντρα της και την κόρη της σε τροχαίο δυστύχημα, προσπαθεί να ξεχάσει και ν’ αρχίσει μια καινούργια ζωή. Στη δεύτερη, ένας κομμωτής, αποδιωγμένος ερωτικά από τη γυναίκα του, αποκτά με δόλο μία περιουσία και σκηνοθετεί το θάνατό του και στην τρίτη, χάρη στον τροχαίο τραυματισμό ενός σκύλου αναπτύσσεται μία άδολη σχέση αγάπης ανάμεσα σ’ έναν γέρο δικαστή και μια όμορφη νεαρή γυναίκα. Οι ταινίες κυκλοφόρησαν ξεχωριστά και παρόλο που η κάθε μία μπορεί να σταθεί από μόνη της, σχεδιάστηκαν να αποτελούν μία ενότητα. Το 1993 «Η Μπλε Ταινία» απέσπασε τον «Χρυσό Λέοντα» του Φεστιβάλ της Βενετίας και το 1995 o Κισλόφσκι ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου για την «Κόκκινη Ταινία».
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Μαρτίου 1996, σε νοσοκομείο της Βαρσοβίας κατά τη διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς.
Ως τη στιγμή του θανάτου του, δούλευε με τον Πίσεβιτς σε μία νέα τριλογία ταινιών που βασιζόταν στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Ο Πίσεβιτς ολοκλήρωσε τα σενάρια και για τις τρεις ταινίες, τις οποίες ανέλαβαν να σκηνοθετήσουν ο γερμανός Τομ Τίκβερ με τίτλο «Παράδεισος («Heaven, 2002), o βόσνιος Ντάνις Τάνοβιτς με τίτλο «Η Κόλαση Μέσα μας» («L’enfer»», 2005) και ο πολωνός Στάνισλαβ Μούχα «Nadzieja» («Πουργατόριο», 2007).