Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί, μόλις 85 στρεμμάτων, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας στον Νομό Λασιθίου. Πάνω στα πετρώδη και άνυδρα εδάφη της γράφτηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες πόνου, δυστυχίας και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής.
Το 1715 κατελήφθη από τους Τούρκους, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα υπολογίζεται ότι κατοικούνταν από περισσότερες των 200 οικογενειών.Το 1903, αφού είχαν φύγει και οι τελευταίοι κάτοικοι, το νησί μετατράπηκε σε Λεπροκομείο, προκειμένου να απομονώσουν όσους έπασχαν από τη νόσο Χάνσεν, επειδή δεν είχε βρεθεί το φάρμακο για τη λέπρα και η νόσος είχε πανικοβάλει το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της περιοχής.
Στις 30 Μαΐου υπογράφηκε η απόφαση να μετατραπεί η Σπιναλόγκα σε νησί των λεπρών. Εκεί μεταφέρθηκαν από διάφορα μέρη της Κρήτης 250 ασθενείς, ενώ αργότερα μετατράπηκε σε διεθνές Λεπροκομείο αφού δέχτηκε αρρώστους και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Στις μέρες μας πολλές από τις εγκαταστάσεις του Λεπροκομείου δεν υπάρχουν. Φημολογείται όμως πως κάποιοι από τους επισκέπτες έχουν ακούσει φωνές ανθρώπων που υποφέρουν, ενώ μπαίνοντας στα απομεινάρια των σπιτιών των λεπρών ένιωθαν την παρουσία τους.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η λέπρα (ή νόσος του Χάνσεν, ή “λώβη”) βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση και οι ασθενείς λόγω της αποκρουστικής τους όψης προκαλούσαν τρόμο στους τοπικούς πληθυσμούς. Επίσης, εκτός από τον ασθενή, στιγματιζόταν και ολόκληρη η οικογένειά του και καταδικαζόταν σε απομόνωση, ενώ αποκαλούσαν τα μέλη της “λεπρόσογο”. Η κρατική μέριμνα ήταν παντελώς ανύπαρκτη και οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια, ζώντας αποκλειστικά από την ελεημοσύνη των συνανθρώπων τους.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Ετσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Η μεταφορά των λεπρών, πάντως, εξυπηρετούσε και έναν δεύτερο κρυφό σκοπό: την απομάκρυνση των τελευταίων τουρκικών οικογενειών από τη Σπιναλόγκα, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν από την περιοχή ελέγχου της Κρητικής Πολιτείας. Με την εγκατάσταση των λεπρών στο νησί, οι εναπομείναντες μουσουλμάνοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Απέναντι, δε, από τη Σπιναλόγκα αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για τη διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.
Μέχρι τη μεταφορά τους στη Σπιναλόγκα οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν “μεσκινιές”, ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους “λουβιάρηδες”, “μεσκίνηδες” ή “κομμένοι”. Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της “μεσκινιάς” ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί. Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.
Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με τη βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: “Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα”. Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.
Αν και το νησί διέθετε γιατρό και νοσοκόμους, οι συνθήκες νοσηλείας, αλλά και γενικότερης διαβίωσης των ασθενών ήταν άθλιες, αφού ζούσαν σε μισοκατεστραμμένες κατοικίες με ένα μικρό επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, το οποίο δεν έφτανε να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες.
Σε όσους το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τροφή ψαρεύοντας ή καλλιεργώντας τη γη. Δεν ήταν σπάνιο, ακόμη, κάποιοι ασθενείς να δραπετεύουν και να αναζητούν τροφή σε απέναντι χωριά. Όσοι από τους “παραβάτες” συλλαμβάνονταν, κλείνονταν σε μία απάνθρωπη φυλακή, με ακόμη αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όμως, οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω, αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα, με δικούς της κανόνες και αξίες.
Η Σπιναλόγκα ήταν το μόνο, ίσως, μέρος της Ελλάδας που δεν κατέλαβαν οι Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχής, φοβούμενοι την μετάδοση τη νόσου.Με το πέρασμα των χρόνων, πολλοί από τους επισκέπτες του νησιού εξοργίστηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους στέλνοντας επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση.
Μετά την αναχώρηση και των τελευταίων ασθενών το 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, ενώ πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Η Σπιναλόγκα στις μέρες μας, μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο και αρχαιολογικός χώρος και δέχεται επισκέψεις δεκάδων χιλιάδων τουριστών με πλοιάρια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, άρχισε η συστηματική αναστήλωση και επισκευή πολλών παλαιών κτισμάτων, δρόμων και ενετικών τειχών.