Η συστηματική σωματική δραστηριότητα αποτελεί απαραίτητο στοιχείο ενός υγιεινού τρόπου ζωής, όπως έρχεται να μας υπενθυμίσει η Παγκόσμια ημέρα Σωματικής Δραστηριότητας την Πέμπτη 6 Απριλίου.
Πόσοι και πόσες, όμως, εντάσσουν στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και ποιο είναι το κόστος για τη χώρα για όσους και όσες επιλέγουν την καθιστική ζωή;
«Η άναρχη αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού αλλά και η βελτίωση της τεχνολογίας, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της σωματικής υποκινητικότητας» αναφέρει για τους παράγοντες που συμβάλλουν στην καθιστική ζωή ο ομότιμος καθηγητής και τέως πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς» Γιάννης Κουτεντάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι το γεγονός ότι το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία έχει αγγίξει το 68% (2018), με δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον, καθώς όπως αναφέρει ο κ. Κουτεντάκης «αυτή όμως, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνδέεται -μεταξύ πολλών άλλων- και με τη συχνότητα εμφάνισης όλων σχεδόν των μη μεταδιδόμενων ασθενειών».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ανδρέας Φλουρής, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAMELab στο ίδιο πανεπιστήμιο διερωτάται «επομένως, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον τα υψηλά επίπεδα υποκινητικότητας μεταφράζονται σε οικονομικό κόστος για τη χώρα».
Εξηγώντας αναφέρει πως «πανελλαδική ανάλυση που έγινε στο εργαστήριό μας έδειξε το εν λόγω κόστος για τα έτη 2000-2010 ήταν 1.02 δισ ευρώ, ενώ την περίοδο 2011-2019 αυξήθηκε στα 1,17 δισ. ευρώ».
«Ο υπολογισμός των οικονομικών επιπτώσεων της υποκινητικότητας ήταν μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία» εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σωτήρης Χαρμπάς, ένας από τους συντελεστές της μελέτης.
Συνεχίζοντας αναφέρει πως «ακολουθήσαμε μία αναγνωρισμένη διεθνώς μεθοδολογία, η οποία συνδέει την υποκινητικότητα με τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες, δηλαδή τις καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, τον διαβήτη, καθώς και τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου. Κατά το έτος 1990 συνολικά 859.000 Έλληνες εμφάνιζαν τις ως άνω ασθένειες, ενώ ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα περίπου 1,5 εκατ. άτομα το 2019».
Από την πλευρά του, ο κ. Φλουρής τονίζει ότι «ενώ το ετήσιο κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία για τις πέντε μη-μεταδιδόμενες ασθένειες που μελετήσαμε, ήταν 90 εκατ. ευρώ το έτος 2000 σταδιακά, αυξήθηκε φτάνοντας τα 131 εκατ. ευρώ το έτος 2019 .»
«H δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Υποκινητικότητας κρίνεται απαραίτητη. Το εν λόγω παρατηρητήριο θα συλλέγει στοιχεία σε ετήσια βάση για τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας και θα υλοποιεί δράσεις με σκοπό την εξάλειψή της», εξηγεί ο Δρ Κουτεντάκης. Υπογραμμίζει ότι «το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας θα έχει σημαντικό όφελος στην ελληνική κοινωνία, επιτυγχάνοντας μείωση στη καθιστική συμπεριφορά η οποία, εν συνεχεία, θα μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης των κορυφαίων μη μεταδοτικών ασθενειών».
Παράλληλα, κ. Φλουρής επισημαίνει ότι «αν κατά το έτος 2019 η υποκινητικότητα είχε εξαλειφθεί, η ελληνική οικονομία θα είχε επιπλέον οικονομικούς πόρους για να καλύψει αρκετές από τις ανάγκες της στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εθνικής άμυνας. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο θα μπορούσαν να καλυφθούν τα έξοδα για 39 νέα σχολεία, ή ένα νέο νοσοκομείο, ή 180 νέα κρεβάτια ΜΕΘ, ή 202 πυροσβεστικά οχήματα».