Συγγραφέας
Άγιο Αίμα
Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά της λόγια. «Γιε μου… Αϊτέ μου…» Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο.
Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα τους.
Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη.
Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Kλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους. Αυτή είναι η Ιστορία μας.
Μόλις το φεγγάρι χάνεται στα διαβατάρικα σύγνεφα, το πρόσταγμα των καπεταναίων ακούγεται σ’ όλη τη φάλαγγα σαν πνιχτικό ψιθύρισμα. Αγωνιστές και γυναικόπαιδα κινούν για τη μεγάλη Έξοδο διαβαίνοντας σιωπηρά την πύλη. Κάποιοι γέρνουν και φιλούν το χιλιοτρυπημένο απ’ τα βόλια τείχος, κάποιοι άλλοι το ανασκαμμένο απ’ τις μπόμπες χώμα. Τα ραίνουν, τα ποτίζουν με τα σεβαστικά τους δάκρυα.
«Αχ, Μισολόγγι, που σ’ αφήνουμε… Αχ, αίματα που σε ποτίσαμε άδικα…»
Στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι…
Από ολοκαύτωμα σε ολοκαύτωμα τραβάει ο λαός μας, που πολεμάει ν’ αντιγυρίσει τη σκλάβα μοίρα του, ματοβαμμένος μ’ ακόμη ορθός. Συνάμα, πλάι στο λαμπρό μεγαλείο του αγώνα, στέκει η σκοτεινιά της μνησικακίας και της ιδιοτέλειας που φέρνει αδερφοσκοτωμό.
Η Δέσπω, η Αργυρώ, ο Νικόλας, ο Στέφανος, η Λενίτσα, ο Γιωργάκης, η Μαλαμή, ο γερο-Καψάλης, άγιες ψυχές σε τούτο τον ματωμένο κόσμο, ανασαίνουν με βια κι αγωνίζονται με νύχια και δόντια ν’ ανταμώσουν λευτεριά και λύτρωση. Σε τούτο ή τον άλλο κόσμο.
Άγιες Ψυχές
Τρεις από τις επτά πύλες της πόλης είχαν πια κυριευτεί κι οι μέχρι χτες σκλάβοι, οι πεινασμένοι, οι ματωμένοι, οι εξανδραποδισμένοι, γονάτιζαν το θεριό, άλωναν την Τριπολιτσά.
«Πού πας, μπρε Νικόλα, μονάχος;» φώναξε οργισμένος ο Κολοκοτρώνης κι έκαμε να κινηθεί, να τον γυρίσει πίσω στην αράδα.
«Πάω ν’ ανταμώσω την Αργυρούλα μας», του αποκρίθηκε και ξεθηκάρωσε την κοφτερή του πάλα. «Ή να γδικηθώ τον θάνατό της…»
Πρώτοι μήνες της Επανάστασης κι ο αέρας της λευτεριάς σαρώνει τα σκλαβωμένα χώματα της πατρίδας απ’ τη Μακεδονία και το Αιγαίο μέχρι το Μεσολόγγι και τον Μοριά.
Ο Νικόλας, η Δέσπω, ο Στέφανος, η Αργυρώ, ο Σίμος, ο μικρός λαός τούτου δω του μυθιστορήματος, μορφές και ψυχές της Επανάστασης, παλεύουν θεριεμένα για τ’ άπιαστο όνειρο και δοκιμάζονται σκληρά απ’ την ανθρώπινη μοίρα. Ζυμώνονται με τη φωτιά και το μπαρούτι, πολεμούν, αγαπούν, θρηνούν, πονούν. Μα, επιτέλους, ανασαίνουν λεύτερα.
Μετά το Σούλι και το Ζάλογγο, τα Ψαρά, τ’ Ανάπλι, η Τριπολιτσά. Τόποι μαρτυρικοί, τόποι ιεροί, μα και τόποι αφάνταστου ηρωισμού.
Κει όπου οι σκλάβοι γίνονται άνθρωποι.
Κει όπου οι ραγιάδες γίνονται Έλληνες.