Στις 4 Μαΐου 1979 η Μάργκαρετ Θάτσερ, η τότε επικεφαλής του Συντηρητικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας, κατέστη η πρώτη γυναίκα που ανήλθε στον πρωθυπουργικό θώκο του Ηνωμένου Βασιλείου
Η Θάτσερ υπήρξε επίσης η μόνη πολιτικός στη σύγχρονη βρετανική ιστορία που κατάφερε να κερδίσει τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, από το 1979 έως το 1990.
Κόρη ενός παντοπώλη και άνθρωπος με ακατάβλητη αποφασιστικότητα, η Θάτσερ αγαπήθηκε και μισήθηκε από τους Βρετανούς.
Η «κόρη του μπακάλη», όπως την είχαν αποκαλέσει εξαιτίας της ταπεινής καταγωγής της, ή «Σιδηρά Κυρία», όπως έγινε ευρύτατα γνωστή λόγω της ασυμβίβαστης πολιτικής της και του ύφους της ηγεσίας της, κατάφερε να γίνει η πλέον διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ού αιώνα μετά τον Ουίνστον Τσόρτσιλ
.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της η Θάτσερ συγκρούστηκε με τα πανίσχυρα βρετανικά συνδικάτα και ιδιωτικοποίησε μεγάλο μέρος της βρετανικής βιομηχανίας και οικονομίας.
Υπήρξε πρέσβειρα του οικονομικού φιλελευθερισμού, του κοινωνικού συντηρητισμού, αλλά και της ιδέας του μεγαλείου της Μεγάλης Βρετανίας.
Οι πεποιθήσεις της Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς, που είχε γεννηθεί στις 13 Οκτωβρίου 1925 στο Γκράνθαμ της κεντρικής Αγγλίας, διαμορφώθηκαν από την αυστηρή εκπαίδευση που είχε λάβει από ένα μεθοδιστή ιερέα.
Σπούδασε Χημεία με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και εργάστηκε ως χημικός επί τέσσερα χρόνια. Αργότερα σπούδασε και νομικά με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1951 η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Ντένις Θάτσερ (1915-2003), με τον οποίον απέκτησε δύο παιδιά, τα δίδυμα Μαρκ και Κάρολ.
Η Θάτσερ εντάχθηκε στους Συντηρητικούς μετά το γάμο της και εισήλθε στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1959. Από το 1970 έως το 1974 υπηρέτησε ως υπουργός Παιδείας.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 αναδείχθηκε επικεφαλής των Τόρις, που από τον προηγούμενο χρόνο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Τέσσερα χρόνια αργότερα εξελέγη πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού επικράτησε στην εκλογική αναμέτρηση της 3ης Μαΐου 1979 με ποσοστό 43,9% και 339 έδρες.
Η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας της σημαδεύτηκε από το Βορειοϊρλανδικό Ζήτημα και τον Πόλεμο των Φόκλαντς, νησιών στον Νότιο Ατλαντικό, που διεκδικούσε και είχε καταλάβει προσωρινά η Αργεντινή. Οι Βρετανοί επικράτησαν στο πεδίο της μάχης και ανακατέλαβαν τα νησιά.
Τον Ιούνιο του 1983 η Θάτσερ εξελέγη εκ νέου στην πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας, εξασφαλίζοντας μεγάλη πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Κατά τη δεύτερη θητεία της η Θάτσερ εφάρμοσε ένα αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, αγνοώντας τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και συντρίβοντας τα συνδικάτα.
Η απεργία που σημάδεψε αναμφίβολα την πρωθυπουργία της ήταν αυτή των ανθρακωρύχων, που διήρκεσε ένα χρόνο (1984- 1985). Τον Ιούνιο του 1987 η Θάτσερ οδήγησε το κόμμα της σε μια τρίτη ιστορική νίκη. Στις 22 Νοεμβρίου 1990 η Θάτσερ έπεσε θύμα εσωκομματικού πραξικοπήματος και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Διάδοχός της στην πρωθυπουργία υπήρξε ο Τζον Μέιτζορ.
Στα κατοπινά χρόνια η Θάτσερ εξαργύρωσε τη δόξα της δίνοντας διαλέξεις στις ΗΠΑ και σε χώρες της Ασίας. Το φθινόπωρο του 2001 υπέστη ένα πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ γιόρταζε με το σύζυγό της την 50ή επέτειο του γάμου τους στη Μαδέρα. Τα εγκεφαλικά επεισόδια συνεχίστηκαν, γεγονός που την ανάγκασε να αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε στις 8 Απριλίου 2013 στο Λονδίνο.