Οι Ηράκλειες Στήλες, κατά τη μυθολογία, ή διαφορετικά το “Στενό του Γιβραλτάρ”, θεωρείται πέρασμα μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς αποτελεί μια από τις κύριες εισόδους της Μεσογείου. Το όνομά του προέρχεται από το αραβικό «Τζέμπελ Τάρικ», δηλαδή “βράχος του Ταρίκ” προς τιμήν του μουσουλμάνου στρατηγού, Τάρικ Μπιν Ζιγιάντ. Η μικρή αυτή χερσόνησος ανήκει στην σφαίρα του Ηνωμένου Βασιλείου για πάνω από 300 χρόνια. Μετά την ήττα της Ισπανίας, το 1704, και κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, αναγνωρίστηκε με τη Συνθήκη της Ουτρέχτης η επικράτηση του Ηνωμένου Βασιλείου επί του εδάφους. Το καθεστώς αυτό διατηρείται έως και σήμερα, παρά τις όποιες προσπάθειες της Ισπανίας, για ανακατάληψη.
Η επανένταξη της χερσονήσου ανέκαθεν υπήρξε ζήτημα γοήτρου και εθνικής υπερηφάνειας, κατά γενική ομολογία, για τη Μαδρίτη. Η συγκεκριμένη πεποίθηση εντάθηκε έτι περαιτέρω μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, αλλά και εξαιτίας του βασικού ρόλου του βράχου κατά τη διάρκεια του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διόλου λίγες δεν ήταν οι προσπάθειες για συγκυριαρχία με την εν τέλει πραγματοποίηση δύο δημοψηφισμάτων στο έδαφος του Γιβραλτάρ, ένα το 1967 και ένα το 2002, ύστερα από πιέσεις της Ισπανίας στη Βρετανία. Το πρώτο δημοψήφισμα, του 1967, έληξε συντριπτικά υπέρ της κυριαρχίας του Στέμματος και της Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, με 12.138 ψήφους υπέρ έναντι μόλις 44 κατά. Ως απόρροια, ο τότε Ισπανός δικτάτορας, Φρανθίσκο Φράνκο, έκλεισε τα σύνορα με την περιοχή αποκλείοντας εξ ολοκλήρου το βράχο από την ενδοχώρα. Οι σχέσεις Γιβραλτάρ και Ισπανίας “αποκαταστάθηκαν” από τον Ισπανό Βασιλιά, Χουάν Κάρλος, 13 χρόνια αργότερα, με το άνοιγμα των μετακινήσεων. Στο δεύτερο δημοψήφισμα, το 2002, για την καθιέρωση κοινού ελέγχου, ο πληθυσμός τάχθηκε για ακόμη μια φορά υπέρ της Μεγάλης Βρετανίας, σε ποσοστό 98%, η οποία, επομένως, κατάφερε και διατήρησε τη κυριαρχία της.
Οι κάτοικοι του Γιβραλτάρ, πέρα από την εθνικιστική πλευρά του ζητήματος, σε περίπτωση απομάκρυνσής τους από τον έλεγχο του Ηνωμένου Βασιλείου, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν υψίστης σημασίας αλλαγές όσον αφορά στην οικονομική πολιτική. Ενδεχομένως, δηλαδή, να επηρεαζόταν αρνητικά η κείμενη χαμηλή φορολογία (10%), η οποία σήμερα αποτελεί πόλο έλξης επενδύσεων ως “φορολογικός παράδεισος”, με την ισχύουσα από το 2011 αρχή του «accrued and derived». Η οικονομία του Γιβραλτάρ βασίζεται, άλλωστε, ως επί το πλείστον στην χρηματοδότηση από τη ναυτιλία και τις εφοπλιστικές δραστηριότητες, τον τουρισμό και τις συναλλαγές. Σημαντική θέση κατέχουν, φυσικά, και τα αφορολόγητα προϊόντα, οι έδρες εταιρειών offshore και ο διαδικτυακός τζόγος.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2020, έγινε πραγματικότητα η -επί σειρά ετών- πρόβλεψη της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το υπερπόντιο άκρο του Ηνωμένου Βασιλείου, ως μια αυτοδιοικούμενη, δημοκρατική και ξεχωριστή επικράτεια, με δικό της Πρωθυπουργό και Κοινοβούλιο, είχε διεξάγει δημοψήφισμα αναφορικά με το Brexit, με τους κατοίκους να τάσσονται υπέρ των Βρυξελλών στο σύνολό τους. Η Ισπανία, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία και σε μια αισιόδοξη κίνηση εξωτερικής πολιτικής, πρότεινε τη λύση της συγκυριαρχίας, αποσκοπώντας σε σταδιακή προσάρτηση της περιοχής στην εδαφική της επικράτεια. Ωστόσο, οι κάτοικοι της περιοχής απέρριψαν κατηγορηματικά αυτή τη διέξοδο. Σχεδόν τρεις αιώνες μετά την προσχώρηση του Γιβραλτάρ στη σφαίρα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αποτινάζουν ολοένα και περισσότερα τα κατάλοιπα της ισπανικής κουλτούρας από την καθημερινότητά τους. Η πάλαι ποτέ μεικτή πολιτισμική τους ταυτότητα φαίνεται όλο και περισσότερο να εκλείπει, σκεπτόμενοι, μάλιστα, το γεγονός πως το 2015 έκλεισε και το Ινστιτούτο Θερβάντες στην περιοχή, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τη διδασκαλία της ισπανικής γλώσσας και την εν γένει μετάδοση του ισπανικού πολιτισμού. Έτσι, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα, δεν αποκλείστηκε εξαρχής η πιθανότητα ενός “Exit” from “Brexit”, δηλαδή σύναψης ξεχωριστών συμφωνιών μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ισπανίας και Βρυξελλών για το Γιβραλτάρ.
Σε μια πρώτη συμφωνία κατέληξαν Λονδίνο και Μαδρίτη, στα τέλη του 2020, με το Γιβραλτάρ, να εντάσσεται στο καθεστώς του χώρου Σένγκεν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρώπης των “27”. Έτσι, στο νότιο άκρο της Ιβηρικής χερσονήσου θα συνεχίσει να επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία στα σύνορα, χωρίς έλεγχο διαβατηρίων. Εν αντιθέσει, η υπόλοιπη Βρετανία θα χρησιμοποιεί πλέον ένα σύστημα βαθμολόγησης βάσει του οποίου θα πραγματοποιείται η μετανάστευση για εργασία, με τους πιθανούς εργαζομένους από το εξωτερικό να αποδεικνύουν ότι πληρούν ορισμένα κριτήρια, όπως γνώση της αγγλικής γλώσσας ή προϋπηρεσία, για την είσοδό τους στη χώρα. Επιπλέον, οι ίδιοι οι Βρετανοί απαιτείται να διαθέτουν διαβατήριο με ισχύ μεγαλύτερη των έξι μηνών, ώστε να ταξιδεύουν σε κράτη-μέλη της Ένωσης, με την παραμονή για περισσότερες των 90 ημερών να χρειάζεται, μέχρι και θεώρηση εισόδου (Visa)! Προφανώς, πρόκειται να δημιουργηθούν αρκετά προβλήματα -τουλάχιστον στην αρχή- όσον αφορά στο εμπόριο. Σίγουρα, μια αντίστοιχη νομοθεσία και για τη χερσόνησο του Γιβραλτάρ θα αποτελούσε οικονομική “αυτοκτονία”, λησμονώντας τα πλεονεκτήματα της ειδικής του νομοθεσίας, στα πεδία της είσπραξης ΦΠΑ, της τελωνειακής ένωσης, της εμπορικής και της αλιευτικής πολιτικής. Καθημερινά περίπου 200 φορτηγά και 15.000 άνθρωποι περνούν τα σύνορα, αριθμοί που αντικατοπτρίζουν το μισό εργατικό δυναμικό της περιοχής, εντείνοντας την κρισιμότητα του ζητήματος. Αποδιοργάνωση και σύγχυση θα επέφερε ένα ανάλογο καθεστώς, με πιθανό σχηματισμό σειρών χιλιομέτρων, αν λάβουμε υπόψη και το απαιτούμενο χρονικό διάστημα των 10 με 15 δευτερολέπτων για τον έλεγχο των εγγράφων του καθενός. Ταυτοχρόνως, θα μειωνόταν και το ποσοστό του τουρισμού, εξίσου σημαντικού παράγοντα της οικονομικής ζωής του τόπου. Πλέον προς διαβούλευση βρίσκονται μόνο οι μέθοδοι αστυνόμευσης στα χερσαία σύνορα, δηλαδή ανάμεσα σε Ισπανία και Γιβραλτάρ.