Ήταν 3 Ιουνίου 1961 και ο μεγάλος λαϊκός μας ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ «μπαίνει» με τους πίνακες τους στο Μουσείο του Λούβρου Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν “σοβατζή”. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον “παρθένο μαθητή των αισθήσεων”, ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη “έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο”.
Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης “οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας”
Ο Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ) είναι ο πιο γνωστός έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του. Ο αριστερόχειρας εκείνη την εποχή εθεωρείτο μειονεκτικό άτομο και προκαλούσε αρνητικά σχόλια στον περίγυρό του. Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική.
Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα.
Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι με το γαλλικό όνομα Τεριάν. Ο Ελευθεριάδης είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.
Σήμερα, έργα του υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά μουσεία (Βαρειάς στη Μυτιλήνη και Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.