Ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ θεωρείται ο ανανεωτής του ισπανικού κινηματογράφου. Μέσα από το έργο του διηγήθηκε με χρώματα την κοινωνικο-πολιτιστική απελευθέρωση που ακολούθησε την πτώση της μαύρης δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο το 1975 και ονομάστηκε Movida (Μετάβαση) «Το πάθος μου για τα χρώματα ήταν η απάντηση της μητέρας μου στα τόσα χρόνια πένθους και μαυρίλας-ήμουν η εκδίκησή της για την παραδοσιακή σκούρα μονοχρωμία που επικρατούσε για δεκαετίες στην Ισπανία», εξομολογήθηκε το 2004.
Το «τρομερό παιδί της Μόβιδα» είναι συνώνυμο της παραβατικότητας, του πικρού χιούμορ, των φλογερών μελοδραμάτων και των ηρωίδων έξω από νόρμες. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ευτραφής Μαδριλένος διεκδικούσε το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος, να γίνει σημαιοφόρος μιας μοντέρνας και ανεκτικής Ισπανίας.
Ο Πέδρο Μερσέδες Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949 στο χωριό Καλθάδα ντε Καλατράβα της επαρχίας Λα Μάντσα, μια από τις πιο άγονες περιοχές της Ισπανίας. Γιός ενός αγωγιάτη, ο οποίος εξαφανιζόταν ολόκληρες εβδομάδες λόγω δουλειάς και μιας μητέρας που υπεραγαπούσε και σφράγισε καθοριστικά την ζωή του. Άλλωστε η εξερεύνηση των μητρικών δεσμών αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα του θέματα.
Σε ηλικία 16 χρόνων αποκτά την ανεξαρτησία του και μετακομίζει στην Μαδρίτη για να σπουδάσει την έβδομη τέχνη. Η Σχολή Κινηματογράφου, όμως, ήταν ακόμα κλειστή από τον δικτάτορα Φράνκο και έτσι στην Ταινιοθήκη ο Αλμοδόβαρ άρχισε να ανακαλύπτει τους μέντορές που τον σημάδεψαν για πάντα: Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λουίς Μπουνιουέλ.
Για να κερδίσει για προς τα ζην εργάζεται ως υπάλληλος στον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών. Παράλληλα με μια κάμερα Σούπερ 8 γυρίζει ταινίες μικρού μήκους και ιδρύει το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα «Almodovar y McNamara»,
Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο: «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς» (1980) μοιάζει σαν ένα εύθυμο ερωτικό φωτορομάντζο με μοιραίες ηρωίδες ή εν δυνάμει μοιραίες. Με την τέταρτη ταινία του, μια εξωφρενική ιλαροτραγωδία με τίτλο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988) έγινε ευρύτερα γνωστός και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Τις επόμενες ταινίες του θα τις γυρίσει όλες στην Ισπανία με τις πρωταγωνίστριες-φετίχ του: Κάρμεν Μάουρα, Ρόσι ντε Πάλμα, Πενέλοπε Κρουθ, Μαρίσα Παρέδες και ηθοποιούς, όπως ο Αντόνιο Μπαντέρας και ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Οι ηρωίδες του Αλμοδόβαρ είναι συνήθως γυναίκες απρόβλεπτες παθιασμένες, εμμονικές, που επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις τους.
Ο Αλμοδόβαρ είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που παρουσίασε στις ταινίες του τον κόσμο των τρανσέξουαλ και των τραβεστί με ανθρώπινα ζεστό τρόπο, με κιτς όμως αισθητική, όπως στην ταινία «Κακή Εκπαίδευση» (2004) που ίσως είναι η πιο προσωπική του ταινία και αναφέρεται στη φιλία δύο αγοριών σε ένα εσωτερικό καθολικό σχολείο που διοικείται με σιδερένια πυγμή.
Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδόβαρ γύρισε διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το θρίλερ « Το δέρμα που κατοικώ» (2011), την κωμωδία «Δεν κρατιέμαι» (2013), το μελόδραμα «Τζουλιέτα»(2016), ταινία-πορτρέτο μιας μητέρας που κρύβει ένα βαρύ μυστικό. Προκειμένου να εξηγήσει το νέο αυτό βάρος που περιέχουν οι ταινίες του, επικαλείται συχνά την προσωπική του ζωή, το γεγονός ότι γερνάει και είναι μόνος, ζώντας όπως λέει, με γάτες και «φαντάσματα».
Πέντε φορές συμμετείχε στο επίσημο τμήμα των Καννών, δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Χρυσό Φοίνικα, αν και το 2006 η ταινία του «Γύρνα Πίσω», είχε αποσπάσει το βραβείο του καλύτερου σεναρίου και της καλύτερης ερμηνείας για το σύνολο των ηθοποιών που έπαιζαν σε αυτή. Έχουν τιμηθεί όμως με ‘Οσκαρ δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: το μελόδραμα «Όλα για την μητέρα μου» το 2000 και το συναισθηματικά φορτισμένο «Μίλα της» το 2003.