Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, λιμπρετίστας, κριτικός, ζωγράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau) θεωρείται ως ο πιο πολύπλευρος καλλιτέχνης του 20ού αιώνα. Ενταγμένος στην καλλιτεχνική πρωτοπορία, συνομίλησε όχι μόνο με τον υπερρεαλισμό (στις τάξεις του οποίου προκάλεσε πλήθος επικρίσεις και αντιδράσεις), αλλά και με άλλες εκδοχές του μοντερνιστικού κινήματος, όπως ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός και ο φουτουρισμός.
Πίστευε σε όλη του τη ζωή πως η τέχνη καθοδηγείται από εσώτερες, σκοτεινές δυνάμεις κι έγραψε πολλές φορές για τον θάνατο, τον οποίο αντιμετώπιζε ως μια διαφορετική όψη της ζωής. Συνεργάστηκε με εικαστικούς και μουσικούς, όπως ο Πικάσο και ο Ερίκ Σατί, ενώ λογοτεχνικά τον επηρέασαν ο Εντμόν Ροστάν, ο Ρεμόν Ραντιγκέ και ο Αντρέ Ζιντ.
Ο Ζαν Μορίς Εζέν Κλεμάν Κοκτώ γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889 στο Παρίσι. Γιος συμβολαιογράφου (η αυτοκτονία του πατέρα υπήρξε χρόνιο τραύμα), μεγάλωσε στους κόλπους μιας ευκατάστατης και καλλιεργημένης οικογένειας. Αποφοίτησε από το Λύκειο Κοντορσέ και στα είκοσί του δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το λυχνάρι του Αλαντίν».
Άρχισε να εξερευνά το χώρο του θεάτρου μετά τη γνωριμία του με τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ των «Ρωσικών Μπαλέτων». Όταν ο Κοκτώ εξέφρασε την επιθυμία να δημιουργήσει και ο ίδιος έργα μπαλέτου, ο Ντιαγκίλεφ τον προκάλεσε με τη φράση «Κατάπληξέ με» («Etonne-moi»). Η παρατήρηση αυτή φαίνεται να κατηύθυνε τον ποιητή, όχι μόνο στα μπαλέτα του όπως το «Parade» (1917), σε μουσική του Ερίκ Σατί και «Το βόδι πάνω στη στέγη («Le boeuf sur le toit», 1920) σε μουσική του Νταριούς Μιγιό, αλλά και στα άλλα έργα του.
Ο Κοκτώ έγινε φίλος με τον αεροπόρο Ρολάν Γκαρός και του αφιέρωσε τα
πρώιμα ποιήματά του, εμπνευσμένα από την αεροπορία. Στη διάρκεια των ετών 1916 και 1917 μυήθηκε στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης, που είχε τότε γεννηθεί στο Παρίσι. Στην μποέμικη συνοικία Μονπαρνάς συνάντησε ζωγράφους όπως τους Πικάσο και Μοντιλιάνι και συγγραφείς όπως τους Μαξ Ζακόμπ και Γκιγιόμ Απολινέρ.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ως οδηγός νοσοκομειακού στο Δυτικό Μέτωπο. Στην εποχή του Μεγάλου Πολέμου, λίγο προτού οι Γερμανοί μπουν στο Παρίσι, εκτυλίσσεται το μυθιστόρημά του «Θωμάς ο απατεώνας» («Thomas l’ imposteur», 1923). Ένα χρόνο πριν ξεκίνησε και η ουσιαστική του σταδιοδρομία στο θέατρο με το έργο «Αντιγόνη», μία διασκευή της τραγωδίας του Σοφοκλή.
Λίγο μετά τον πόλεμο, ο Μαξ Ζακόμπ τον σύστησε στον μετέπειτα ποιητή και μυθιστοριογράφο Ρεμόν Ραντιγκέ. 16 ετών τότε, θεωρούνταν από
ολόκληρη την παρέα του Πικάσο ως ένα παιδί-θαύμα, υποστηρίζοντας μια
αισθητική απλότητας και κλασικής διαύγειας, αρετές που θα γίνονταν
χαρακτηριστικές του έργου του Κοκτώ.
Το παράδειγμα του Ραντιγκέ είχε τεράστια σημασία για τον Κοκτώ και, όταν ο Ραντιγκέ πέθανε το 1923 σε ηλικία 21 ετών, ο Κοκτώ ένιωσε πως είχε χάσει μία ανεπανάληπτη φιλία. Ο εθισμός του στο όπιο, που προκλήθηκε από τη θλίψη του για τον θάνατο του Ραντιγκέ, με τον οποίο φημολογούνταν ότι διατηρούσε ερωτική σχέση, υποχρέωσε τον Κοκτώ να υποβληθεί για μία περίοδο σε αποτοξίνωση.
Οι πολυσύνθετες εμπειρίες που αποκόμισε τα προηγούμενα χρόνια συνέβαλαν στη δημιουργία μερικών από τα σπουδαιότερα έργα του. Στο ποίημά του «L’ Ange Heurtebise» («Ο Άγγελος Ερτεμπίζ», 1925), ο ποιητής εμπλέκεται σε έναν βίαιο αγώνα με έναν άγγελο που έμελλε να επανεμφανίζεται συνεχώς στα έργα του. Το θεατρικό έργο του «Ορφέας» («Orphée», 1925) έμελλε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην αναζωογόνηση της τραγωδίας στο σύγχρονο θέατρο.
Το μυθιστόρημα «Τα τρομερά παιδιά» («Les Enfants Terribles»), που γράφτηκε σε διάστημα τριών εβδομάδων τον Μάρτιο του 1929, είναι η σπουδή του χαρακτήρα δύο νεαρών αδελφών, του Πολ και της Ελιζαμπέτ. Έγραψε επίσης το θεωρούμενο ως το σπουδαιότερο έργο του, το θεατρικό «Καταχθόνια Μηχανή» («La Machine infernale», 1934), μία δική του απόδοση του μύθου του Οιδίποδα.
Από την αρχή της δεκαετίας του ’30, ο Κοκτώ διεύρυνε τον κύκλο των δραστηριοτήτων του με τη δημιουργία της πρώτης ταινίας του «Το αίμα του ποιητή» («Le Sang d’ un poete», 1930), μία σουρεαλιστική πανδαισία σε τέσσερα επεισόδια.
Τη δεκαετία του ‘40 επέστρεψε στον κινηματογράφο, πρώτα ως σεναριογράφος (σε ταινίες των Ρομπέρ Μπρεσόν) και κατόπιν ως διευθυντής φωτογραφίας (σε ταινία του Ζαν Ζενέ) και τέλος ως σκηνοθέτης με τις ταινίες «Η ωραία και το κτήνος» («La Belle et la Bête», 1946), μία φαντασία βασισμένη στο παιδικό παραμύθι, και Ορφέας («Orphée, 1950), μία ανάπλαση των θεμάτων της ποίησης και του θανάτου, τα οποία είχε πραγματευθεί στο ομώνυμο θεατρικό του έργο.
Στην προσωπική του ζωή, ο Κοκτώ ποτέ του δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του. Πέρα από τις εφήμερες σχέσεις του, από το 1937 έως τον θάνατό του διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ (1913-1998).
Ο Ζαν Κοκτώ πέθανε στις 11 Οκτωβρίου 1963 στο Παρίσι, σε ηλικία 74 ετών.