Ο Γιάννης Πουλόπουλος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες τραγουδιστές, που σφράγισε με τις ερμηνείες του το ελληνικό τραγούδι και ταυτίστηκε με το «Νέο Κύμα» της δεκαετίας του ‘60. Άφησε πίσω του πλούσιο μουσικό έργο, με κορυφαία την ερμηνεία του στο άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου «Ο Δρόμος» (1969), που είναι το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Συνέθεσε, επίσης, τραγούδια, έγραψε στίχους, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1941 στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης, κατ’ άλλους στην Αθήνα. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγάλωσε με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.
Το δεύτερο τραγούδι του ήταν ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο «Δωσ’ μου την καρδιά μου πίσω». Κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών και στην πίσω πλευρά είχε ένα «μπαγιό» του ίδιου του συνθέτη με την Πόλυ Πάνου και τη Βούλα Γκίκα, με τίτλο «Γεννήθηκα να σε αγαπώ».
Εκείνη την περίοδο ηχογράφησε το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ήταν το «Πρωινό τραγούδι», σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το οποίο επίσης δεν κυκλοφόρησε και συμπεριλήφθηκε αργότερα στον διπλό δίσκο με τις «Χρυσές επιτυχίες» του συνθέτη. Ο χειμώνας του 1963 τον βρήκε να τραγουδά στο κέντρο «Ξημερώματα», στα Άνω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε από την «Κολούμπια», εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους. Το 1964 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το 1966.
Η συνέχεια βρήκε τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα («Το στέκι του Γιάννη», «Ταβάνια«», κ.ά.). Στη «Λύρα» ηχογράφησε ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Καημός» κ.ά.
Το 1965 ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ τον επόμενο χρόνο τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση το «Ακορντεόν», στην ταινία μικρού μήκους του Λάμπρου Λιαρόπουλου «Αθήνα, πόλη χαμόγελο», που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σχεδόν παράλληλα έκανε μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.
Το 1966 τραγούδησε στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπήκε για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούσαν σωρηδόν, ενώ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: «Οι Στιγματισμένοι» (1966) με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγούδησε μαζί με την Ελένη Κλάδη το «Πολύ αργά» και το «Σ’ αγαπώ», «Ο Τετραπέρατος» (1966) με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμήνευσε το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Στον Πειραιά, στον Πειραιά», «Εκείνος κι εκείνη» (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγούδησε τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά».
Είναι όμως η εποχή του «Νέου Κύματος», το οποίο ο Γιάννης Πουλόπουλος ακολουθεί. Έγραψε και συνέθεσε δικά του τραγούδια, όπως το «Θα ‘θελα να ‘χα», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Σπανό στους δίσκους «Ανθολογία» και «Ανθολογία Β’», ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το «Παιδί μου ώρα σου καλή» σε ποίηση Γεωργίου Βιζυηνού, με τον Δήμο Μούτση («Το κορίτσι μου στ’ άστρα»), με τον Κυριάκο Σφέτσα («Δεν έχει αστέρια ο ουρανός») και με τον Νίκο Μαμαγκάκη («Άνθη» και «Πέτρινα λουλούδια», σε στίχους Βασίλη Βασιλικού).
Το 1966 ήρθε σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μία συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ο ψεύτης» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Ο μικρός δραπέτης» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970) κ.ά.
Το 1969 ήταν μία σημαδιακή χρονιά για τη συνεργασία τους. «Ο Δρόμος», το άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος ερμήνευσε δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, θα γίνει αμέσως ο πρώτος ελληνικός χρυσός δίσκος – παρά την απαγόρευση μετάδοσής του από το τότε μονοπώλιο του ΕΙΡ – και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα γίνει το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, φτάνοντας τα 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που μέχρι σήμερα κανείς άλλος ελληνικός δίσκος δεν έχει πλησιάσει. Την ίδια χρονιά, συμμετείχε στον δίσκο των Λίνου Κόκοτου και Άκου Δασκαλόπουλου «Οι ώρες».
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Δρόμου», ο Γιάννης Πουλόπουλος, μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, θα γίνει το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, ο «χρυσός ερμηνευτής», χαρακτηρισμός που αποδεικνύεται από μία δημοσκόπηση του 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και απήχηση των τραγουδιστών, στην οποία κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα.
Παρά τις προσπάθειες άλλων δισκογραφικών εταιρειών να τον προσελκύσουν, ο Αλέκος Πατσιφάς βρήκε τρόπο να τον κρατήσει στη «Λύρα». Γνωρίζοντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο στούντιο, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969–1971 ο Γιάννης Πουλόπουλος συμμετείχε σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών.
Όταν, σε συνέντευξή του το 1987, ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι περιέχουν μερικά από τα «κλασικά», όπως τα χαρακτήρισε, τραγούδια του. Στους δίσκους αυτούς υπάρχουν άλλωστε εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες τραγουδιών βασισμένων σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα και του Νερούδα («Εμιλιάνο Ζαπάτα») του Γιάννη Γλέζου, στην «Ερωφίλη» του Νίκου Μαμαγκάκη, στη «Γύφτισσα μέρα» του Γιώργου Κοντογιώργου και στη «Μαρία» του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου). Το 1971 συμμετείχε στο δίσκο του επιστήθιου φίλο του Γιώργου Ζαμπέτα «Λαϊκό Μουσικόραμα Ζαμπέτα», όπου τραγούδησε τη μεγάλη επιτυχία «Η Μαρίνα η Σαλονικιά».
Κατά την περίοδο 1971-1973 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο. Την ίδια περίοδο δίνει ένα τραγούδι στην Ελένη Ανουσάκη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανάγκες της ταινίας «Αδιέξοδο» (1971), καθώς κι ένα τραγούδι στην Ελένη Ροδά και δύο στην Καίτη Χωματά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, καλεσμένος στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, τραγούδησε το «It was a very good year» του Φρανκ Σινάτρα. Μόλις που πρόλαβε τη σύλληψή του από τα όργανα της χούντας, μιας και το τραγούδι των Γιώργου Κατσαρού και Πυθαγόρα «Πάμε για ύπνο Κατερίνα», θεωρήθηκε αντιστασιακό. Βέβαια προϋπήρχε και ο δίσκος «Μίλα μου για τη λευτεριά» των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, που όλα τα τραγούδια – εκτός από ένα –είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς της επταετίας.
Το 1973 τραγούδησε σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Μίμη Πλέσσα στο δίσκο «Θάλασσα πικροθάλασσα» και το 1975 ερμήνευσε τα «12 ρεμπέτικα», ένα είδος τραγουδιού που αποδεικνύει πια πως ο Γιάννης Πουλόπουλος είναι ένας τραγουδιστής μοναδικός, που άνετα μπορεί να κινηθεί σε όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος του στη Λύρα.
Μετά την αποχώρησή του από τη «Λύρα», ηχογράφησε κάποιους δίσκους στη «Μίνως» με ελαφρολαϊκά και με διασκευασμένες ξένες επιτυχίες, όπως το τραγούδι του Χούλιο Ιγκλέσιας «Abrázame» με τον τίτλο «Αγάπα με». Όλα αυτά τα χρόνια η «Λύρα» δεν έπαψε να επανεκδίδει τραγούδια που είχε πει, κυρίως τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους 45 στροφών.
Στο διάστημα 1977-1989 συνεργάστηκε και πάλι με τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κριμιζάκη, ενώ το 1982 σ’ ένα δίσκο που έγινε χρυσός, τραγούδησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του «Νέου Κύματος» σε δεύτερη εκτέλεση, σε επιμέλεια του Γιάννη Σπανού. Στη «Μίνως» έμεινε έως το 1989, έχοντας 11 χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του. Την εποχή εκείνη, ο χρυσός αντιστοιχούσε σε 60.000 πωλήσεις και ο πλατινένιος σε 100.000. Ακολούθησαν δύο δίσκοι κι ένας τρίτος με μία συμμετοχή, στην Polygram μεταξύ 1990-1992. Για ένα διάστημα πέντε χρόνων έμεινε οικειοθελώς εκτός δισκογραφίας, συνεχίζοντας τις εμφανίσεις του στα μεγάλα κέντρα.
Το 1997 ο Γιάννης Πουλόπουλος ξεκίνησε μία καινούργια συνεργασία με τη «Λύρα», ύστερα από 22 χρόνια, με το δίσκο «Του τραγουδιού το βλέμμα», σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη, που γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το 1998 κυκλοφόρησε σε δίσκο η «ζωντανή» εμφάνιση του στο κέντρο «Πύλη Αξιού» της Θεσσαλονίκης και τον επόμενο χρόνο ο δίσκος του «Στα Όνειρά Μου Περπατώ», με τον οποίο αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα. Σε ορισμένες συνεντεύξεις της εποχής δηλώνει πως η νύχτα, έτσι όπως έχει ευτελισθεί, δεν είναι πια γι’ αυτόν και δηλώνει την απομάκρυνσή του από τις βραδινές εμφανίσεις και τη δισκογραφία.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές με τίτλους «Τετράδιο» (1971) και «Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας» (1983), στις οποίες παρουσίασε μία άλλη πτυχή της δημιουργικότητά του. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία, έχοντας αποκτήσει μερικές γνώσεις από τον φίλο του, τραγουδιστή και ζωγράφο, Σταύρο Πασπαράκη.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος πέθανε στις 23 Αυγούστου 2020 στην Αθήνα, σε ηλικία 79 ετών, έπειτα από σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα. Από το 1985 ήταν παντρεμένος με την Μπέτυ Πουλοπούλου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αλεξάνδρα.