Ο Βάσκο Ντα Γκάμα (Vasco da Gama) ήταν πορτογάλος θαλασσοπόρος και εξερευνητής του τέλους του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα. Συνέχισε το έργο του συμπατριώτη του Βαρθολομαίου Ντιάζ με την ανακάλυψη της θαλάσσιας οδού μεταξύ Ευρώπης και Ινδίας, μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, εγκαινιάζοντας έτσι μία νέα περίοδο στην παγκόσμια ιστορία. Συνέτεινε επίσης στην ανάδειξη της Πορτογαλίας ως παγκόσμιας δύναμης.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα γεννήθηκε περί το 1460 στην παραθαλάσσια πόλη Σίνες του Βασιλείου της Πορτογαλίας, όπου ο πατέρας του Εστεβάο ντα Γκάμα, καταγόμενος από οικογένεια ευγενών, εκτελούσε χρέη διοικητή του τοπικού φρουρίου. Διδάχθηκε μαθηματικά και ναυσιπλοΐα και ακολούθησε τον πατέρα του από μικρός σε πολλά και μακρινά ταξίδια, που τον εξοικείωσαν με τη ναυτική τέχνη.
Το 1492 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ζοάο (Ιωάννης) Β’ τον έστειλε στο λιμάνι του Σετούμπαλ, νότια της Λισαβώνας, και στο Αλγκάρβε, τη νοτιότερη επαρχία της Πορτογαλίας, με αντικειμενικό σκοπό να αιχμαλωτίσει γαλλικά πλοία σε αντίποινα για τις διαρπαγές που διενεργούσαν οι Γάλλοι σε καιρό ειρήνης εναντίον πορτογαλικών πλοίων – αποστολή που ο Βάσκο έφερε σε πέρας γρήγορα και αποτελεσματικά.
Συνεχίζοντας την πολιτική του πρίγκιπα Ερρίκου του Θαλασσοπόρου, ο Ζοάο σχεδίαζε να στείλει μία μοίρα του πορτογαλικού στόλου στην Ινδία για να ανοίξει τη θαλάσσια οδό προς την Ασία και να υπερφαλαγγίσει τους μουσουλμάνους, που μονοπωλούσαν το εμπόριο με την Ινδία και τα άλλα κράτη της Ανατολής. Η αρχηγία της αποστολής ανατέθηκε στον πατέρα του Εστεβάο ντα Γκάμα, αλλά μετά τον θάνατό του τη θέση του πήρε ο γιος του Βάσκο ντα Γκάμα.
Το πρώτο ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα
Ο Βάσκο ντα Γκάμα απέπλευσε από τη Λισαβώνα στις 8 Ιουλίου 1497, με στόλο από τέσσερα πλοία: δύο μεσαίου μεγέθους τρικάταρτα ιστιοφόρα («Σάο Γκαμπριέλ» και «Σάο Ραφαέλ»), την καραβέλα «Μπέριο» κι ένα πλοίο ανεφοδιασμού, αγνώστου ονόματος. Την αποστολή συνόδευε μέχρι τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ένα άλλο πλοίο με κυβερνήτη τον Βαρθολομαίο Ντιάζ, τον βετεράνο θαλασσοπόρο που είχε ανακαλύψει, λίγα χρόνια νωρίτερα, το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Ο Ντιάζ κατευθυνόταν στο φρούριο Σάο Ζόρζε ντα Μίνα, στη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα). Στο πλήρωμα του Βάσκο υπήρχαν και τρεις διερμηνείς, οι δύο που μιλούσαν Αραβικά κι ένας που μιλούσε πολλές αφρικανικές διαλέκτους. Ο στολίσκος μετέφερε ακόμη και λίθινες στήλες για να τις τοποθετούν ως σημάδια ανακάλυψης και επικυριαρχίας.
Αφού πέρασε τις Καναρίους Νήσους στις 15 Ιουλίου, ο στολίσκος έφτασε στο Σάο Τιάγκο των Νήσων του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 26 Ιουλίου, όπου παρέμεινε ως τις 3 Αυγούστου. Στη συνέχεια, για να αποφύγει τα ρεύματα του Κόλπου της Γουινέας, ο Βάσκο ακολούθησε κυκλική πορεία μέσω του Νότιου Ατλαντικού προς το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας κι έφθασε στον Κόλπο της Σάντα Έλενα (στη σημερινή Νότια Αφρική) στις 7 Νοεμβρίου. Η αποστολή αναχώρησε στις 16 Νοεμβρίου, αλλά αντίθετοι άνεμοι καθυστέρησαν τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας μέχρι τις 22 Νοεμβρίου. Τρεις μέρες αργότερα, ο Βάσκο αγκυροβόλησε στον Κόλπο Μόσελ, έστησε μία λίθινη στήλη σ’ ένα νησί και διέταξε να διαλυθεί το πλοίο ανεφοδιασμού.
Αποπλέοντας και πάλι στις 8 Δεκεμβρίου, ο στόλος προσέγγισε, την ημέρα των Χριστουγέννων, στις ακτές του Νατάλ (στη σημερινή Νότια Αφρική). Στις 11 Ιανουαρίου 1498 αγκυροβόλησε για πέντε ημέρες κοντά στο στόμιο ενός μικρού ποταμού μεταξύ Νατάλ και Μοζαμβίκης, που τον ονόμασαν Ρίο ντο Κόμπρε. Στις 25 Ιανουαρίου έφθασαν στον ποταμό Κελιμάνε, στη σημερινή Μοζαμβίκη, που τον ονόμασαν Ρίο ντος Μπονς Σιναΐς (Ο ποταμός των Καλών Οιωνών) κι έστησαν μία άλλη λίθινη στήλη. Στο μεταξύ, πολλά μέλη των πληρωμάτων είχαν προσβληθεί από σκορβούτο. Ο στόλος παρέμεινε εκεί επί ένα μήνα για τις αναγκαίες επισκευές των πλοίων.
Στις 2 Μαρτίου ο στόλος έφτασε στο κοραλλιογενές νησί Μοζαμβίκη (στον Πορθμό της Μοζαμβίκης), οι κάτοικοι του οποίου πίστευαν ότι οι Πορτογάλοι ήταν μωαμεθανοί σαν κι αυτούς. Ο Βάσκο πληροφορήθηκε ότι είχαν συναλλαγές με Άραβες εμπόρους και ότι τέσσερα αραβικά πλοία, φορτωμένα χρυσό, κοσμήματα, ασήμι και μπαχαρικά βρίσκονταν στο λιμάνι. Ο σουλτάνος της Μοζαμβίκης έθεσε στη διάθεση του Βάσκο δύο πλοηγούς, ο ένας από τους οποίους εγκατέλειψε την αποστολή, όταν ανακάλυψε ότι οι Πορτογάλοι ήταν χριστιανοί. Ο στόλος έφθασε στη Μομπάσα (στη σημερινή Κένυα) στις 7 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Μαλίντι (στη σημερινή Κένυα) στις 14 Απριλίου. Εκεί επιβιβάστηκε ένας πλοηγός που ήξερε να χαράξει πορεία προς το Κάλικατ, στη νοτιοδυτική ακτή της Ινδίας. Ύστερα από 23ήμερο ταξίδι στα νερά του Ινδικού Ωκεανού, ο πορτογαλικός στολίσκος έφθασε στο Κάλικατ στις 20 Μαΐου 1498, γράφοντας ιστορία.
Εκεί ο Βάσκο ντα Γκάμα έστησε λίθινη στήλη για να αποδείξει ότι είχε φθάσει στην Ινδία. Ο Ζαμόριν, ο ινδός ηγεμόνας του Κάλικατ (του σημαντικότερου τότε εμπορικού κέντρου της Νότιας Ινδίας) υποδέχθηκε φιλικά τον Βάσκο, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να συνάψει συμφωνία μαζί του. Από τη μία προσέκρουσε στην εχθρότητα των μουσουλμάνων εμπόρων κι από την άλλη γιατί τα δώρα του ήταν ασήμαντα, ενώ τα εμπορεύματα που είχε φέρει μαζί του ευτελή και, μολονότι ήταν κατάλληλα για το εμπόριο της Δυτικής Αφρικής, δεν είχαν καμιά σχεδόν ζήτηση στην Ινδία.
Μετά την ένταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις του με τον Ζαμόριν, ο Βάσκο αναχώρησε στα τέλη Αυγούστου, παίρνοντας μαζί του πέντε Ινδούς για να γνωρίσει ο νέος βασιλιάς της Πορτογαλίας Μανουέλ τα έθιμά τους. Επισκέφθηκε τη νήσο Αντζιντίβ, κοντά στην Γκόα, προτού αποπλεύσει για το Μαλίντι, όπου έφτασε στις 8 Ιανουαρίου 1499. Η αποστολή, που συνάντησε αντίθετους ανέμους, χρειάστηκε σχεδόν τρεις μήνες να διαπλεύσει την Αραβική Θάλασσα και πολλά μέλη του πληρώματος πέθαναν από σκορβούτο.
Στο Μαλίντι, επειδή οι άνδρες του είχαν μειωθεί σημαντικά, διέταξε να καεί το πλοίο «Σάο Ραφαέλ». Εκεί έστησε επίσης μία στήλη. Την 1η Φεβρουαρίου έφθασε στη Μοζαμβίκη, όπου έστησε την τελευταία του στήλη. Στις 20 Μαρτίου το «Σάο Γκαμπριέλ» και το «Μπέριο» παρέκαμψαν μαζί το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, αλλά ένα μήνα αργότερα τα δύο πλοία χωρίστηκαν από μία τρικυμία.
Το «Μπέριο» έφθασε στον ποταμό Τάγο της Πορτογαλίας στις 10 Ιουλίου, ενώ ο Βάσκο, με το «Σάο Γκαμπριέλ», συνέχισε τον πλου του στη νήσο Τερσέιρα στις Αζόρες, απ’ όπου λέγεται ότι απέστειλε τη σημαία του πλοίου του στη Λισαβώνα. Ο ίδιος έφθασε στη Λισαβώνα στις 9 Σεπτεμβρίου. Καθυστέρησε όμως τη θριαμβευτική είσοδό του εννιά ημέρες, επειδή πενθούσε τον αδελφό του Πάολο, που είχε πεθάνει στην Τερσέιρα. Ο βασιλιάς Μανουέλ Α’ απένειμε στον Βάσκο τον τίτλο του «ντομ», μία ετήσια επιχορήγηση 1.000 κρουζάδος και κτήματα.
Το δεύτερο ταξίδι
Ο βασιλιάς Μανουέλ Α’, θέλοντας να προωθήσει το επίτευγμα του Βάσκο ντα Γκάμα, απέστειλε στο Κάλικατ τον πορτογάλο θαλασσοπόρο Πέντρο Άλβαρες Καμπράλ, με στόλο από 13 πλοία. Αργότερα, οι Ινδοί, με την υποκίνηση των μουσουλμάνων, εξεγέρθηκαν και κατέσφαξαν τους Πορτογάλους που είχε αφήσει πίσω του ο Καμπράλ. Για να μη μείνει ατιμώρητη αυτή η σφαγή, οι Πορτογάλοι συγκρότησαν ένα νέο στόλο στη Λισαβώνα, που θα τον έστελναν εναντίον του Κάλικατ να εδραιώσει την πορτογαλική κυριαρχία στον Ινδικό Ωκεανό. Αρχικά, η αρχηγία επρόκειτο να ανατεθεί στον Καμπράλ, αργότερα όμως ανατέθηκε στον Βάσκο ντα Γκάμα, ο οποίος στις 30 Ιανουαρίου 1502 έλαβε το βαθμό του ναυάρχου.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα είχε υπό τις διαταγές του δέκα πλοία, που υποστηρίζονταν από δύο στολίσκους με πέντε πλοία ο καθένας. Και οι δύο στολίσκοι ήταν υπό τις διαταγές συγγενών του. Ο στόλος απέπλευσε στις 12 Φεβρουαρίου 1502 και, αφού πέρασε το Πράσινο Ακρωτήριο, έφθασε στο λιμάνι Σοφάλα της Ανατολικής Αφρικής στις 14 Ιουνίου. Η πορτογαλική αποστολή επισκέφθηκε για λίγο τη Μοζαμβίκη και στη συνέχεια έπλευσε στην Κίλουα, τη σημερινή Τανζανία. Ο ηγεμόνας της Κίλουα, εμίρης Ιμπραήμ, είχε αντιμετωπίσει εχθρικά τον Καμπράλ. Ο Βάσκο απείλησε ότι θα κάψει την Κίλουα αν ο εμίρης δεν υποτασσόταν στους Πορτογάλους και δεν έδινε όρκο πίστης στον βασιλιά Μανουέλ, πράγμα που τελικά έγινε.
Ο Βάσκο, αφού περιέπλευσε τις ακτές της Νότιας Αραβίας, πέρασε από την Γκόα (το επίκεντρο αργότερα της πορτογαλικής ισχύος στην Ινδία), προτού προχωρήσει στο Κανανόρ, ένα λιμάνι της νοτιοδυτικής Ινδίας βόρεια του Κάλικατ, όπου έστησε ενέδρα, περιμένοντας να περάσουν αραβικά πλοία. Ύστερα από μερικές ημέρες κατέπλευσε ένα αραβικό πλοίο με εμπορεύματα και 200 έως 400 επιβάτες, ανάμεσα στους οποίους και γυναικόπαιδα. Ο Βάσκο κατέσχεσε το φορτίο, έκλεισε τους επιβάτες στο πλοίο που αιχμαλώτισε και, βάζοντας φωτιά, τους έκαψε όλους. Ήταν η πιο απάνθρωπη πράξη της ζωής του.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα, αφού έκλεισε συμμαχία με τον ηγεμόνα του Κανανόρ, εχθρό του Ζαμόριν, κίνησε με το στόλο του εναντίον του Κάλικατ. Ο Ζαμόριν έκανε προτάσεις φιλίας, αλλά ο Βάσκο τις απέρριψε κι έστειλε τελεσίγραφο να εκδιωχθούν οι μουσουλμάνοι από το λιμάνι. Και για να δείξει ότι είχε σκοπό να πραγματοποιήσει τις απειλές του, βομβάρδισε το λιμάνι και συνέλαβε και κατέσφαξε 38 ινδούς ψαράδες που είχαν πάει στα πλοία του για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους.
Οι Πορτογάλοι έπλευσαν κατόπιν στο λιμάνι του Κοσίν, με τον ηγεμόνα του οποίου (εχθρό του Ζαμόριν) έκλεισαν συμμαχία. Ύστερα από μία πρόσκληση του Ζαμόριν προς τον ντα Γκάμα, που, όπως αποδείχθηκε, έγινε με σκοπό να τον παρασύρει σε ενέδρα, οι Πορτογάλοι είχαν μία σύντομη σύγκρουση με αραβικά πλοία έξω από το Κάλικατ, τα οποία όμως έτρεψαν σε φυγή. Στις 20 Φεβρουαρίου 1503 ο στόλος απέπλευσε από το Κανανόρ για τη Μοζαμβίκη, πρώτο σταθμό του ταξιδιού της επιστροφής, κι έφθασε στον Τάγο στις 11 Οκτωβρίου 1503.
Το τρίτο ταξίδι και ο θάνατος του
Σκοτάδι σκεπάζει την υποδοχή που επιφύλαξε στον Βάσκο ντα Γκάμα, κατά την επιστροφή του, ο βασιλιάς Μανουέλ. Ο δεινός θαλασσοπόρος, όπως φαίνεται, βρήκε την ανταμοιβή όχι ανάλογη με τους κόπους του. Κάποια διένεξη ξέσπασε μεταξύ του και του θρησκευτικού τάγματος του Σάο Τιάγκο σχετικά με την κυριότητα της γενέτειρας του Σίνες, την οποία του την είχε υποσχεθεί, αλλά φαίνεται ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του.
Εν τω μεταξύ, ο Βάσκο ντα Γκάμα είχε παντρευτεί μία κόρη καλής οικογένειας, την Κατερίνα ντε Αταΐντε – ίσως το 1500, μετά την επιστροφή από το πρώτο ταξίδι του – με την οποία απέκτησε έξι γιους και μια κόρη. Μέχρι το 1505 εξακολουθούσε να παρέχει τις συμβουλές του στο βασιλιά για τα θέματα της Ινδίας και το 1519 πήρε τον τίτλο του κόμη της Βιντιγκουέιρα. Το νέο υπερπόντιο ταξίδι του πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατο του βασιλιά Μανουέλ. Ο βασιλιάς Ζοάο (Ιωάννης) Γ’ τον ανακήρυξε, το 1524, αντιβασιλέα της Πορτογαλίας στην Ινδία.
Φθάνοντας τον Σεπτέμβριο στην Γκόα, ο Βάσκο ντα Γκάμα επιδόθηκε αμέσως στην πάταξη των πολλών καταχρήσεων των προκατόχων του διοικητών. Σε λίγο αρρώστησε από υπερκόπωση ή από κάποια άλλη αιτία και πέθανε στο Κοσίν στις 24 Δεκεμβρίου 1524, σε ηλικία περίπου 64 ετών. Το 1538 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Πορτογαλία.