Ο Τζάκομο Πουτσίνι υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος συνθέτης της όπερας. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο τον είχε χαρακτηρίσει διάδοχο του Τζιουζέπε Βέρντι. Ακόμη και αν με αυτόν τον τρόπο εκδήλωσε τον θαυμασμό του για το έργο του, μάλλον τον αδικούσε. Γιατί ο Τζιάκομο Πουτσίνι δεν ήταν διάδοχος κανενός. Ήταν ο ένας και μοναδικός που συνέθεσε σε μια εντελώς προσωπική γλώσσα, που σφράγισε με τη μουσική δημιουργία του την πρώτη εικοσαετία και κατά συνέπεια ολόκληρο τον 20ό αιώνα, που δεν μιμήθηκε αλλά βρήκε δεκάδες μιμητές. Ήταν ο Πουτσίνι που απογείωσε το μουσικό κίνημα του Βερισμού (ρεαλισμός, μεγαλύτερη έμφαση στη δραματικότητα, στην ένταση των συναισθημάτων παρά στο ευγενές και αψεγάδιαστο τραγούδι) δημιουργώντας όπερες («Τόσκα», «Μποέμ», «Μαντάμα Μπατερφλάι», «Τουραντότ») που ξεσηκώνουν ακόμη το κοινό στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου.
Γόνος οικογένειας μουσικών, ο Τζιάκομο Αντόνιο Ντομένικο Μικέλε Σεκόντο Μαρία Πουτσίνι γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1858 στην Λούκα της Τοσκάνης. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 5 ετών, ήταν όμως το περιβάλλον που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του εκείνο που τον ανέθρεψε, αφού οι μαθητές του ανέλαβαν τη (μουσική) μόρφωσή του.
Ο Τζιάκομο Πουτσίνι σε ηλικία μόλις 14 ετών εργαζόταν ως οργανίστας σε εκκλησίες της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ πολύ γρήγορα άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση. Αφού τελειοποίησε την εκπαίδευσή του στο Μιλάνο (φοιτώντας δίπλα και στον συνθέτη της «Τζοκόντα» Αμίλκαρε Πονκιέλι), πήρε το δίπλωμά του, στις 16 Ιουλίου 1883, παρουσιάζοντας το ενόργανο «Συμφωνικό Καπρίτσιο», που τράβηξε την προσοχή των μουσικών κύκλων της μεγαλούπολης του ιταλικού βορρά.
Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη εμφάνισή του ως συνθέτης όπερας με το μελόδραμα «Le Villi» (βασισμένο στον ίδιο θρύλο που βασίζεται και το φημισμένο μπαλέτο του Αντάμ «Ζιζέλ») και προκάλεσε το ενδιαφέρον του μεγαλύτερου εκδότη μουσικών κειμένων της εποχής, του Τζούλιο Ρικόρντι, με τον οποίον συνεργάστηκε σε όλη του την κατοπινή μουσική διαδρομή. Το δεύτερο έργο του με τον τίτλο «Έντγκαρ» που παρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1889, έτυχε χλιαρής υποδοχής.
Δεν είχε φτάσει ακόμη η μεγάλη στιγμή της επαγγελματικής καταξίωσης, είχε όμως φτάσει η στιγμή για τη δημιουργία οικογένειας, έστω και.. παράνομης. Η παθιασμένη σχέση του με την Ελβίρα Τζεμινιάνι (1860-1930) – σύζυγο χονδρέμπορου φρούτων και λαχανικών – του χάρισε ένα γιο το 1886, που νομιμοποιήθηκε το 1904, όταν πέθανε ο σύζυγος της Ελβίρας. Ο γάμος του Πουτσίνι με την αγαπημένη του επρόκειτο να είναι ο μοναδικός της ζωής του, αλλά και να εξελιχθεί σε πηγή δυστυχίας για τον συνθέτη λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελβίρα και της παθολογικής ζήλιας που έτρεφε γι’ αυτόν.
Τα πρώτα σύννεφα στην προσωπική του ζωή δεν είχαν φανεί ακόμη. Αντιθέτως, ο ήλιος της τέχνης του έλαμψε ξαφνικά με τόση δύναμη που τύφλωσε όλη την Ευρώπη. Η παρουσίαση της όπεράς του «Μανόν Λεσκό» (Τορίνο, 1893) ήταν
ένας από εκείνους τους θριάμβους που κάθε συνθέτης ονειρεύεται να ζήσει. Ήταν επίσης η όπερα για τη δημιουργία της οποίας πρωτοσυνεργάστηκε με τους περίφημους λιμπρετίστες Τζιουζέπε Τζιακόζα και Λουίτζι Ίλικα, οι οποίοι στη συνέχεια συνέγραψαν τα λιμπρέτα των δημοφιλέστερων μελοδραμάτων
του, «Μποέμ» (1896), «Τόσκα» (1900) και «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ» (1904).
Και ξαφνικά η ζωή του συνθέτη έγινε άνω-κάτω. Τον Ιανουάριο του 1909 η υπηρέτρια του Ντόρια Μανφρέντι αυτοκτόνησε, όταν η Ελβίρα Πουτσίνι την κατηγόρησε για παράνομες σχέσεις με τον άντρα της. Η οικογένεια της άτυχης νέας προσέφυγε δικαστικά κατά της Ελβίρας, θεωρώντας την παθολογική ζήλια της αποκλειστικό υπαίτιο της τραγωδίας. Η ζωή του Πουτσίνι γίνεται κίτρινο ανάγνωσμα στον Τύπο. Εκείνος εγκαταλείπει την συζυγική εστία και σκέφτεται να ζητήσει διαζύγιο. Τελικά όμως συμπαρίσταται στη σύζυγό του και η όλη υπόθεση κλείνει με συμβιβασμό.
Στο μεταξύ η επαγγελματική πορεία του εξακολουθεί να είναι επιτυχής. Η πρεμιέρα της όπεράς του «Το κορίτσι της Δύσης» (Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, 1910) είναι θρίαμβος. Το χαριτωμένο «Χελιδόνι» (Μόντε Κάρλο, 1917) που ακολούθησε μπορεί να μη γνώρισε παρόμοια υποδοχή, το «Τρίπτυχο» όμως («Ο Μανδύας», «Αδελφή Αγγελική», «Τζιάνι Σκίκι»), που ανέβηκε στην Νέα Υόρκη το 1918, εντυπωσίασε με την ένταση, τη δραματικότητα και τη μουσική ποικιλία του. Ο Πουτσίνι ήταν πλέον ένας ζωντανός μύθος της μουσικής.
Στα τέλη του 1923 εκδηλώθηκε στον συνθέτη καρκίνος του λάρυγγα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωνε την όπερα που στη συνέχεια θεωρήθηκε ένα από τα
αριστουργήματά του, την «Τουραντότ». Ο θάνατός του στις 29 Νοεμβρίου 1924, στις Βρυξέλλες, από επιπλοκές κατά τη διάρκεια εγχείρησης, άφησε το έργο ημιτελές.
Έτσι η ημιτελής «Τουραντότ» ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 25 Απριλίου 1926, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Αργότερα παρουσιάστηκε και με το φινάλε που συνέθεσε βασισμένος στις σημειώσεις του δασκάλου του ο μαθητής τού Πουτσίνι, Φράνκο Αλφάνο. Και μια λεπτομέρεια: Οι τελευταίες σελίδες της «Τουραντότ» που συνέθεσε ο Πουτσίνι ήταν εκείνες του σπαρακτικού θανάτου της Λιού, μιας σκλάβας που ήξερε να αγαπάει και που αυτοκτόνησε από αγάπη. Πολλοί μελετητές του έργου του κορυφαίου συνθέτη έχουν συνδέσει τη δημιουργία από τον συνθέτη της με την τραγική υπηρέτριά του, την Ντόρια Μανφρέντι.