Οι 4οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν ανατεθεί αρχικά στη Ρώμη, αλλά λόγω της μεγάλης έκρηξης του ηφαιστείου του Βεζούβιου το 1906, που προκάλεσε μεγάλες οικονομικές πληγές στην Ιταλία, η ΔΟΕ αποφάσισε να αναθέσει τη διοργάνωση στο Λονδίνο, που είχε την εμπειρία από άλλες αθλητικές διοργανώσεις, όπως το τουρνουά τένις του Γουίμπλεντον.
Οι Άγγλοι επανέφεραν τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη σωστή τους ρότα κι έθεσαν τις βάσεις για τη μετέπειτα άρτια διοργάνωσή τους. Αν και εντάχθηκαν σε εμπορική έκθεση και διήρκεσαν έξι μήνες (27 Απριλίου – 31 Οκτωβρίου), ο αθλητισμός νίκησε κατά κράτος το εμπόριο.
Η πολιτική έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στους Φινλανδούς, που η χώρα τους τελούσε υπό ρωσική κατοχή, δεν επετράπη να φέρουν τη σημαία τους και αυτοί αντί της ρωσικής προτίμησαν να παρελάσουν χωρίς σημαία. Ο σημαιοφόρος της αμερικανικής ομάδας Ραλφ Ρόουζ αρνήθηκε να γείρει τη σημαία για να τιμήσει το βασιλικό ζεύγος της Μεγάλης Βρετανίας. «Αυτή η σημαία δεν υποκλίνεται σε κανένα βασιλιά» δικαιολογήθηκε και από τότε η «αστερόεσσα» δεν υποκλίνεται σε κανένα αρχηγό κράτους.
Από τότε χρονολογείται και η ρήση που συνοδεύει τους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Το σπουδαιότερο στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι η νίκη, αλλά η συμμετοχή, όπως ακριβώς το σπουδαιότερο στη ζωή δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά ο αγώνας». Το είπε ο Αρχιεπίσκοπος της Πενσυλβάνιας και το επανέλαβε ο Πιερ Ντε Κουμπερτέν.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου συμμετείχαν 2008 αθλητές (1.971 άνδρες και 37 γυναίκες) από 22 χώρες. Τα περισσότερα μετάλλια κατέκτησε η Μεγάλη Βρετανία, συνολικά 146 (56-51-39), έναντι 47 (23-12-12) των ΗΠΑ και 25 της Σουηδίας (8-6-11).
Ο ιταλός μαραθωνοδρόμος Ντοράντο Πιέτρι, φούρναρης στο επάγγελμα, πέρασε στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων ως μία από τις δραματικότερες μορφές τους. Λίγα μέτρα πριν από τον τερματισμό κι ενώ προηγείτο, άρχισε να παραπαίει από την κούραση κι ένας κριτής τον βοήθησε να τερματίσει. Ο δεύτερος, αμερικανός Τζον Χέιζ, υπέβαλε ένσταση και δικαιώθηκε, επειδή ο Πιέτρι δεν τερμάτισε με ίδιες δυνάμεις. Ο Χέιζ ήταν ο χρυσός ολυμπιονίκης, αλλά ο Πιέτρι ο μεγάλος πρωταγωνιστής.
Στα αξιοσημείωτα της σκοποβολής, η ανεπανάληπτη επιτυχία ενός γηραιού αθλητή και η αφηρημάδα ή άγνοια των ρώσων ιθυνόντων. Ο σουηδός αθλητής της σκοποβολής Όσκαρ Σβαν έγραψε ιστορία, δημιουργώντας ένα ακατάρριπτο έως σήμερα ρεκόρ: στα 60 του χρόνια κατέκτησε 2 χρυσά μετάλλια κι ένα χάλκινο, ενώ αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στα 64 του, το 1912, πήρε 2 μετάλλια και στα 72 του, το 1920, πρόσθεσε στη συλλογή του ένα ακόμη. Η ρωσική ομάδα της σκοποβολής έφτασε στο Λονδίνο, όταν οι αγώνες είχαν τελειώσει. Αιτία; Οι 12 μέρες διαφοράς μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού ημερολογίου, που ξέχασαν να υπολογίσουν οι Ρώσοι.
Η Ελλάδα συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου με 20 αθλητές. Στην τελετή έναρξης φορούσαν για πρώτη φορά ομοιόμορφες στολές: Λευκή φανέλα με κεντημένη στο στήθος την ελληνική σημαία και λευκό παντελονάκι με κατακόρυφες μπλε γραμμές στα πλάγια. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο γυμναστής Ιωάννης Χρυσάφης και σημαιοφόρος ο ολυμπιονίκης δισκοβολίας Νικόλαος Γεωργαντάς.
Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής από ελληνικής πλευράς με δύο ασημένια μετάλλια, στο μήκος και το ύψος άνευ φοράς. Ασημένιο ήταν και το τρίτο ελληνικό μετάλλιο με τον Μιχάλη Δώριζα στον ακοντισμό. Χάλκινο μετάλλιο έπρεπε να έχει απονεμηθεί και στον σκοπευτή Αναστάσιο Μεταξά, που ισοβάθμησε στην τρίτη θέση του τραπ με τον Βρετανό Αλεξάντερ Μόντερ (μπαράζ δεν υπήρχαν τότε). Όμως, στη βάση δεδομένων της ΔΟΕ ο έλληνας σκοπευτής αναφέρεται ως 4