Ήταν μέσα του 2015 όταν άρχισα την περιώνυμη σειρά Vikings του Ηistory
Channel. Ως λάτρης της Ιστορίας, πάντα με είλκυαν ταινιές και σειρές οι οποίες έχουν
ιστορικό έρεισμα, αποτυπώνουν την ιστορική αλήθεια ή έστω βασίζονται σε αυτήν.
Ένιωθα έναν ανείπωτο ενθουσιασμό όταν αυτό που βλέπω στην οθόνη, έγινε πριν
χιλιάδες χρόνια. Είναι αν θέλετε ένα είδος «συνδρόμου» των φιλιστόρων. Όπως ήταν
αναμενόμενο, έμεινα κατενθουσιασμένος.
Παρά τις όποιες ιστορικές αποκλίσεις, η σειρά είναι αξιοπρεπής, η σκηνοθεσία άριστη, καθώς μεταφέρει τον τηλεθεατή στην καρδιά του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, στην ερεβώδη εκείνη εποχή που ο λαός αυτός πολεμούσε αρειμανίως και ταξείδευε μανιωδώς από την Βαλτική μέχρι την Μεσόγειο και την Β. Αμερική. Στην εποχή όπου οι παγανιστές νορδικοί μαχητές συγκρούονταν με τουςχριστιανούς αγγλοσάξωνες. Βόρεια τοπία, καταπράσινα δάση γεμάτα ομίχλη, καταματωμένα τσεκούρια, δερμάτινες στολές, πανάρχαια νορδικά εθιμοτυπικά και μάχες αριστοτεχνικώς σκηνοθετημένες που δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από την πραγματικότητα, συνθέτουν το σκηνικό της γοητευτικής εποχής των Vikings. Μια σειρά λοιπόν η οποία πράγματι προσφέρει στον τηλεθεατή μια βασική εικόνα για την
γερμανική κοινωνία των Vikings αλλά και την ιστορία της Βόρειας Ευρώπης τον 8 ο και
9 ο αιώνα.
Που θέλω να καταλήξω; Στο ότι τρία σύγχρονα κράτη θεωρούνται σήμερα
διάδοχοι της πολιτιστικής κληρονομιάς των Vikings: Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Και
αναρωτιέμαι: Ποιό το αντίστοιχο μεσαιωνικό παρελθόν του νεοελληνικού κράτους; Τι
είχαμε εδώ όταν οι Vikings επέδραμαν σε όλη την Ευρώπη; Ποιοί ήταν άραγε αυτοί οισκληροτράχηλοι άντρες, αυτοί οι χαλκέντεροι χριστιανοί ιππότες του μεσαιωνικού
Ελληνισμού που είναι σχετικώς άγνωστοι; Ποιά η υπόσταση της ελληνικής κοινωνίας
στον Μεσαίωνα; Φαντασθείτε ταινία ή σειρά να πραγματεύεται την χιλιόχρονη πορεία
δόξας της «Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Τις ατελείωτες μάχες των
βυζαντινών ενάντια στα στίφη των Αβάρων, Αράβων, Σλάβων, Περσών. Την πρώτη
στην ιστορία Σταυροφορία του αυτοκράτορα Ηρακλείου και την συντριβή του
περσικού κράτους, την ίδια στιγμή που εχθροί πολιορκούσαν την Πόλη και σφάζονταν
ανηλεώς από τους υπερασπιστές της. Την υποχώρηση των βυζαντινών στρατευμάτων
στην τραγωδία του Μαντζικέρτ και την σύλληψη του Ρωμανού Δ΄. Και όλα αυτά
δοσμένα μέσα από το πολιτιστικό πρίσμα του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Από το 2015
και εντεύθεν, λοιπόν, άρχισα να μελετώ ενδελεχώς την ιστορία της «Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», μελέτη η οποία έγινε συγγραφή. Ας υπεισέλθουμε τώρα
στην «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (Α.Ρ.Α.) η αλλιώς Βυζάντιο.
Η Α.Ρ.Α. ως συνέχεια της ρωμαϊκής, κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο.
Ιδιαιτέρως με την μετάθεση της πρωτευούσης στην Ανατολή, επεκτεινόταν γύρω από
την Μεσόγειο, σε αυτόν τον ίδιο δηλαδή γεωγραφικό χώρο που ο Ελληνισμός είχε
εξαπλωθεί μέσω των αποικιών από την αρχαϊκή ήδη περίοδο. Παρά τις όποιες αλλαγές
στα σύνορά της δια μέσου των αιώνων, ο βασικός χώρος αυτός ήταν σχεδόν η
ανατολική Μεσόγειος, η κυρίως Ελλάδα, το Αιγαίο Πέλαγος, ο Εύξεινος Πόντος, οι
ιωνικές ακτές της Μικράς Ασίας, η Κύπρος, τα βόρεια παράλια της Αφρικής και η
Σικελία. Η Αυτοκρατορία ήλθε να συμπέσει εδαφικώς με αυτόν ακριβώς τον τεράστιο
χώρο της ανατολικής Μεσογείου, όπου είχε ριζώσει πρωτύτερα ο αρχαίος ελληνικός
κόσμος, στην συνέχεια ο ελληνορωμαϊκός, και να τον περιβάλει δια των συνόρων της.
Παρά την οικουμενικότητα, είναι ένας κόσμος ο οποίος υφίσταται συνεχώς την έκπαγλη
επιρροή του ελληνικού πολιτισμού. Ο ακαδημαϊκός Μ. Rostovtzeff λέγει πως «η εικόνα
που παρουσιάζει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς
αιώνες είναι αναμφίβολα λαμπρή. Περικλείει όλες τις εστίες πολιτισμού στις χώρες που
περιβάλλουν τη Μεσόγειο […] Η Μεσόγειος ήταν ρωμαϊκή λίμνη». Κεντρικό ιδρυτικό
Μύθο της Α.Ρ.Α. απετέλεσε η αρχαία ελληνική αποικία του Βυζαντίου και συνεπώς, για
πολλούς ιστορικούς, η ιστορία της και συνεπώς η ιστορία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού
εκκινεί συμβατικώς το 330, από την ανακήρυξη δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως ως
πρωτευούσης, καθώς αυτή εκτίσθη επί της αρχαίας ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου,
στην αρχέγονη κοιτίδα των Ελλήνων, στην Μικρά Ασία, όπου αυτοί είχαν διασπαρεί ήδη
από τον 10 ο π.Χ. αιώνα (το Βυζάντιο ή Βυζαντίς ιδρύθηκε από Μεγαρείς το 657 π.Χ. στα
στενά του Βοσπόρου.)
Ήταν λοιπόν ελληνική η Α.Ρ.Α.; Αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ακαδημαϊκή
υποστήλωση στην απάντηση, τότε είναι αληθές πως δεν μπορούμε απεριφράστως να
ισχυρισθούμε πως ήταν, τουλάχιστον χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις και
επεξηγήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ιστορικός R. Βeaton, ισχυρίζεται πως
«παρόλο που υπήρξε ως κράτος για χίλια χρόνια και μάλιστα ελληνόφωνο και με παιδεία
ελληνική, δεν αυτοχαρακτηρίστηκε ποτέ "Ελλάς", ούτε ονόμασε επισήμως τους υπηκόους του Έλληνες”». Έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος χιλιόχρονο.
Μέσα σε αυτήν την περίοδο υπήρξαν αρκετές μεταβολές, ώστε να της αποδοθεί αβιάστως η ιδιότητα της ελληνικότητας. Ωστόσο από την άλλη δεν μπορούμε επ΄ουδενί να ισχυρισθούμε πως η Α.Ρ.Α. δεν ήταν ελληνική, διότι μέσα στα χίλια χρόνια βίωνε συνεχώς φάσεις εξελληνίσεως. Ο ελληνικός κόσμος ήταν ο κινητήριος μοχλός, ο πυρήνας της· ως
αντίγραφο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμικού οικοδομήματος, υπελάνθαναν εντός της
τα συλλογικά εκείνα ελληνικά αρχέτυπα, με αποτέλεσμα αυτή να διέρχεται συνεχώς
μέσα από διαδοχικές και επάλληλες φάσεις εξελληνίσεως. Η ιστορία της «Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» είναι η ιστορία της συνεχούς προσπάθειας προσφυγής του
ελληνικού κόσμου – ως κυρίαρχου στοιχείου της – στο απώτατο παρελθόν του, της
συνεχούς αναζητήσεως της ταυτότητάς του και του συλλογικού πολιτισμικού του
υποβάθρου. Ελληνισμός υπήρχε εντός του imperii της «Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας»· όχι μόνο υπήρχε αλλά ήταν η ψυχή της. Γράφει ο διακεκριμένος
ιστορικός Σ. Καργάκος: «Η ελληνικότητα παρά το γεγονός το ότι επί αιώνες δεν είχε
επίσημη αναγνώριση ως εθνική ταυτότητα, ποτέ δεν έσβησε ως αίσθημα από τις ψυχές
του ελληνικού κόσμου». Η «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» ωστόσο δεν
εκπροσωπούσε μόνο τον ελληνικό πληθυσμό του μεσαίωνα αλλά ως imperium
συμπεριελάμβανε στην αχανή του επικράτειά του και άλλα έθνη και λαούς. Όμως ο
Μεσαιωνικός Ελληνισμός ήταν ο πυρήνας, η ψυχή της. Γράφει ο Hans-Georg Beck: «Το
έδαφος ήταν έτοιμο για μια κρατική συνείδηση που ακόμα αποκαλούσε τον εαυτό της
ρωμαϊκή αλλά ήταν εξελληνισμένη. Η αυτοκρατορία έγινε "βυζαντινή" επειδή η
κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και
μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση ως δικές
της…» Η πολιτική έκφραση και κρατική εκπροσώπηση του μεσαιωνικού ελληνικού
κόσμου είναι η ελληνίζουσα ή συνεχώς εξελληνιζόμενη Α.Ρ.Α. Λόγω του κυριαρχούντος
ελληνικού στοιχείου η σχέση Ελλήνων – κράτους ήταν αμφίδρομη: Αναντιρρήτως η
εθνική τους ζωή διερχόταν μέσα από την κρατική (αυτοκρατορική) ιδεολογία, όμως η
κρατική ιδεολογία ήταν αυτή η οποία βαθμηδόν «υπέκυψε» θα λέγαμε στον Ελληνισμό.
Ίσως λοιπόν να μην είναι το μείζον ή τόσο εύστοχο ερώτημα αν η «Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία» ήταν ελληνική, αλλά κατά πόσο ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος, την
επηρέαζε και την εξελλήνιζε μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα.
Είναι γνωστή ωστόσο η ιστορική θέση πως ο όρος «Έλλην» αρχικώς υπεδήλωνε
τον οπαδό της αρχαίας θρησκείας (ευρέως τον πολυθεϊστή). Είναι όμως επίσης αλήθεια
είναι ότι ο ελληνικός πληθυσμός ενετάχθη στον ευρύτερο κορμό του Χριστιανισμού.
Μπορεί για τον Χριστιανισμό ο λαός της Α.Ρ.Α. να ονομαζόταν επισήμως «ορθόδοξος
χριστιανικός λαός» (ή λαός των «Ρωμαίων»), ουσιαστικώς όμως η ελληνικότητα
συνεμείχθη με την ρωμαϊκότητα και συνέχιζε να υφίσταται μέσα από αυτό το νέο
μοτίβο. Ο ελληνικός μεσαιωνικός κόσμος είχε παιδεία ελληνική, γλώσσα ελληνική,
πολιτισμό ελληνικό. Ειδικά προς το τέλος του Μεσαίωνα, η ελληνική εθνική συνείδηση
φαίνεται να «απελευθερώνεται». Μπορεί, αρχικώς τουλάχιστον, η χριστιανική
Εκκλησία να μην αποδεχόταν τον όρο «Έλλην» ως εθνικό προσδιορισμό, όμως «η
χριστιανική ρωμαϊκότητα» της Α.Ρ.Α. συμπεριελάμβανε βασικό μέρος της ελληνικής
εθνικής κοσμοαντιλήψεως και σε βάθος χρόνου αφομοίωσε θεμελιώδη στοιχεία της
ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Η πιο διαδεδομένη άποψη θεωρεί ότι η μεταφορά στο ελληνικό κομμάτι της
Ανατολής το 330, και η θεμελίωση της (νέας Ρώμης) Κωνσταντινουπόλεως επί της
αρχαίας ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου, η οποία ευρίσκετο στο κέντρο της
αρχεγόνως ελληνικής μικρασιατικής γης, σηματοδοτεί την (άτυπη) έναρξη του
ελληνικού χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Λέγει ο θεολόγος Αναστάσιος Κεφαλάς (ο
γνωστός Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ο οποίος αγιοποιήθηκε και έμεινε γνωστός ως
Άγιος Νεκτάριος): «Ο βυζαντιακός Ελληνισμός άρχεται αναδεικνυόμενος από της
ανακηρύξεως του Βυζαντίου εις πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού κράτους.» Η μεταφορά της
πρωτευούσης στο ελληνικό τμήμα της Ανατολής εκλαμβάνεται ως ορόσημο.
Υφίστανται δε και άλλα χρονικά σημεία τα οποία κάλλιστα δύναται να θεωρηθούν ως
εναρκτήρια της Ελληνικότητάς της. Ωστόσο υιοθετούνται περισσότερα του ενός
χρονικά ορόσημα για το πότε αρχίζει η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να θεωρείται
ελληνική. Αυτό συμβαίνει σε κάθε χρονικό τέτοιο ορόσημα αντιστοιχεί και μια φάση
εξελληνίσεως από τις πολλές εντός των οποίων διέρχεται η Αυτοκρατορία. Το 330
ωστόσο προηγείται όλων των άλλων χρονικών σημείων· ο ιδρυτικός Μύθος της αρχαίας
ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου παρέχει ένα σταθερό – πρακτικό σημείο αναφοράς
και υιοθετείται ως ένα κομβικό σημείο κοσμοϊστορικής σημασίας. Επόμενο χρονικό
σημείο εξελληνίσεως της Αυτοκρατορίας θεωρείται το 395, όταν διαιρείται από τον
Θεοδόσιο σε Δυτική και Ανατολική. Το Ανατολικό τμήμα με έδρα την
Κωνσταντινούπολη εισέρχεται στην δικαιοδοσία του υιού του Αρκάδιου. Η Ανατολική
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε αυτό το χρονικό σημείο αποκτά και επισήμως το επίθετο
«Ανατολική». Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον αρχικό αποχωρισμό της
«ελληνικής» Ανατολής από την λατινική Δύση και την επίσημη αυτονομία της πρώτης.
Αναφέρει ο Αν. Πολυζωϊδης: «Διαιρεθέντος δε του αχανούς ρωμαϊκού κράτους κατά την
λήξιν της 4 ης μ.Χ. εκατονταετίας, εις δυτικόν και ανατολικόν, η Ελλάς μετά της
Μακεδονίας, συμπεριελήφθη εις το τελευταίον, όπερ καλείται συνήθως βυζαντινόν, ως εκ
του κυριωτέρου όμως στοιχείου της συστάσεώς του και της εις τούτο επικρατούσης
γλώσσης, είναι Ελληνικόν. Ενώ δε το πρώτον (δυτικόν) μετά παρέλευσιν ενός αιώνος
ανετράπη (476), το δεύτερον (ελληνικόν) διήρκεσε περί τα 700 έτη μακρότερον…»
Παρομοίως ο G. Herzberg λέγει: «… Η ρωμαϊκή κυριαρχία εις το Βυζάντιο παρετάθη μέχρι
του αυτοκράτορα Αρκαδίου, δηλ. μέχρι το έτος 395 μ.Χ. Από αυτό το χρονικό σημείο και
εφεξής, το κέντρο της βαρύτητας της Ελληνικής Ιστορίας βρίσκεται στην
Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελεί την πολιτική πρωτεύουσα του Ελληνικού Κόσμου».
Όσον αφορά το Ανατολικό τμήμα, εντός αυτού, συμπτύσσεται ο ελληνικός
κόσμος, αφού αποκόπτεται από την λατινική επιρροή της Δύσεως και προοδεύει εντός
της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό σηματοδοτεί την επόμενη
φάση εξελληνίσεως της Αυτοκρατορίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
απλώνεται εκεί όπου έσφυζε ο Ελληνισμός, κυριαρχεί η ελληνική γλώσσα και ο
Ελληνικός Πολιτισμός (κυρίως Ελλάς, Μ. Ασία και πνευματικά κέντρα όπως
Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια κ.α.). Εκεί άλλωστε ανθεί και η χριστιανική γραμματεία και εν
γένει η διανόηση. Η Κωνσταντινούπολις αναδεικνύεται πρόμαχος του Ελληνισμού και
έσχατη γραμμή άμυνας της Ευρώπης, αποκρούοντας με σχετική επιτυχία τις
βαρβαρικές εισβολές από Βορρά και Ανατολή. Όσον αφορά το δυτικό τμήμα, αυτό
υστερούσε εμφανώς έναντι του ανατολικού. Κυρίαρχη γλώσσα ήταν η λατινική. Ο Κ.
Παπαρρηγόπουλος θεωρεί ότι η «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» αρχίζει και
ελληνοποιείται από το β΄ μισό του 5 ου αιώνα και μετά. Με αυτήν την άποψη σχεδόν
συντάσσονται διάφοροι ιστορικοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία ορίζεται ως ελληνική από το 476, από τότε δηλαδή που πίπτει το Δυτικό
λατινικό κράτος. Έτσι μετά το 476 η εκχριστιανισθείσα ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα
συνέχισε το βίο της μέσα στη βασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως, που θα γίνει γνωστή
ως Βυζάντιο. Ο δε «Πυρσός» θεωρεί ανεπιφυλάκτως τα τελευταία έτη του 5 ου αιώνα την
εναρκτήρια περίοδο της ελληνοποιήσεως της Αυτοκρατορίας: «Από του τέλους του 5 ου
αι. μ.Χ. μέχρι του 1453 δυνάμεθα να ονομάσωμεν την περίοδο ακραιφνώς ελληνικήν.»
Κατά τον ακαδημαϊκό δε Ιωάννη Χολέβα, «η Ελληνική Βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει με
τον Ιουστινιανό (527 – 565) μολονότι η σπουδαία Νομοθεσία του γράφτηκε στα λατινικά
από Έλληνες (δε) νομομαθείς.» Υπάρχει δε και μια μεγάλη μερίδα ιστορικών που θεωρεί
ότι η Αυτοκρατορία λογίζεται πλήρως ελληνική από το 642 και μετά, θεωρώντας την
αυτοκρατορική αρχή του Ηρακλείου Α΄ καθοριστική για την «επίσημη» ελληνοποίηση
της ολοένα εξελληνιζομένης Αυτοκρατορίας. Ήδη από τα τέλη του 6 ου αιώνα αρχίζει και
γίνεται ολοένα έκδηλος ο εξελληνισμός: «Από των διαδόχων του Ιουστινιανού και ιδίως
από του Τιβερίου και Μαυρικίου, το πρώην ανατολικόν ρωμαϊκόν κράτος κατέστη
καθαρώς ελληνικόν, αποχωρισθέν εντελώς από της λατινικής επιρροής και εγκαταλείψαν
εις την τύχην των τα ερείπια του εκπνεύσαντος ήδη δυτικού ρωμαϊκού κράτους».
Ο 7 ος αιώνας θεωρείται, ως ελέχθη παραπάνω, ορόσημο της διαδικασίας
εξελληνισμού της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή περιέρχεται εντός μιας
καθοριστικής φάσεως εξελληνίσεως, ώστε πολλοί ερευνητές θεωρούν πως η
αυτοκρατορία εξελληνίζεται πλήρως. Ο ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος επισημαίνει: «Από του
7 ου αιώνος το Βυζαντινόν κράτος δύναται να ονομασθή και Ελληνικό». Ως συμβατικό
ορόσημο θεωρείται το 642, όταν δηλαδή μόλις έχει παρέλθει η βασιλεία του
αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641). Ο Ηράκλειος συνέδραμε αποφασιστικώς στον
περαιτέρω εξελληνισμό της «Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Ήταν αυτός που α)
έθεσε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας (πολιτική-στρατιωτική
διοίκηση, επίσημα έγγραφα, επιγραφές, νομίσματα), αντικαθιστώντας την λατινική, β)
οι ρωμαϊκοί τίτλοι των αυτοκρατόρων αντικατεστάθησαν υπό ελληνικών. Ο Ηράκλειος
επωνομάσθη «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς». Ως ελέχθη και παραπάνω, από πολλούς
ιστορικούς, η ηράκλεια αυτή πολιτική του εξελληνισμού θεωρείται ότι σηματοδότησε
την επίσημη έναρξη της μεσαιωνικής ελληνικής «Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας».
Το 1204, στην Δ΄ Σταυροφορία, οι δυτικοί δεν αφικνούνται ποτέ στους Άγιους
Τόπους, παρά παρεκκλίνουν της αποστολής τους, στρεφόμενοι κατά της
Κωνσταντινουπόλεως. Το μίσος έναντι των δυτικών επιφέρει εθνική διάκριση και
συνειδητή ελληνοποίηση. Ιδρύονται τα αμιγώς ελληνικά χριστιανικά εθνικά κράτη –
κληρονόμοι της Α.Ρ.Α.: Η «Αυτοκρατορία της Νίκαιας», η «Αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας» και το «Δεσποτάτο της Ηπείρου». Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
υπό των λατίνων θεωρείται από την πλειοψηφία των ιστορικών ως η απαρχή της
ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), βασιλιάς της
Νίκαιας θεωρεί ελληνική την Αυτοκρατορία: Σε επιστολή του προς Πάπα Γρηγόριο Θ΄ το
1237 λέγει: «ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει…» Επισημαίνει επίσης
πως οι Δούκες και οι Κομνηνοί κατάγονται («ἄρξαντας») από «ελληνικά γένη». Ο
Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254 – 1258) καλώντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας
«Ελλάς» και «Ελληνικόν», προβαίνει σε μια εθνικοποίηση του κράτους του. Κάνει λόγο
για ελληνικό γένος («ἁπασῶν γλωσσῶν τὸ ἑλληνικὸν ὑπέρκειται γένος») στο οποίο
αναγνωρίζει πνευματική υπεροχή («Πᾶσα τοίνυν φιλοσοφία καὶ γνῶσις Ἑλλήνων
εὕρεμα… Σύ δέ, ὢ Ἰταλέ, τίνος ἕνεκεν ἐγκαυχᾶ;»). Είναι γνωστές οι ενδεικτικές
δηλώσεις του φιλοσόφου Πλήθωνος, ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αδικημένος
από την ιστορία Γεννάδιος Σχολάριος, οι τοποθετήσεις του οποίου αποτυπώνουν την
αντίληψη της εποχής. Συμβουλεύει τον δούκα Λουκά Νοταρά να ευγνωμονεί τον Θεό
για όλα εκείνα με τα οποία τον είχε στολίσει περισσότερο από όλους τους Έλληνες
(«υπέρ πάντας τους νυν όντας Έλληνας») προσφωνώντας τον «βέλτιστο τῶν νῦν
Ἑλλήνων ἁπάντων». Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ο Σχολάριος
χρησιμοποιεί το εθνικό Έλληνες για οποιονδήποτε βυζαντινό. Μέσα από το πλατωνικής
δομής κείμενό του το 1446 ο Σχολάριος ως «Παλαίτιμος» ισχυρίζεται ότι οι πρόγονοι
αυτού και των συγχρόνων του ήταν οι αρχαίοι Έλληνες («Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες…»). Σε επιστολή του στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ’
το 1450 κάνει λόγο για γένος Ελλήνων («Κοσμεῖς δὲ ἄρα, τοιοῦτος ὤν, τὸ γένος ἅπαν
Ἑλλήνων»). Το ίδιο έτος στον Επιτάφιο υπέρ του δεσπότη Θεόδωρου Παλαιολόγου λέγει
πως ο αποθανών είχε διάγει τέτοιο βίο, ώστε δεν είχε ζημιώσει κανέναν συγγενή
(ομογενή του) Έλληνα («ζημιώσας τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα»). Αναγνωρίζει την
ελληνική καταγωγή όλων των συγχρόνων του. Τέλος στις 28 Μαΐου του 1453 ο
Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος εξεφώνησε λόγο στους αξιωματικούς, αποδίδοντας σε
αυτούς και στον λαό τον όρο «Έλλην» («… αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ
Ῥωμαίων […] … πάντων τῶν Ἑλλήνων»)
Συμπερασματικώς αποτελεί πάγια θέση των ιστορικών ότι η ιστορία της
«Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο και
πολυπαραγοντικό ζήτημα. Αν όμως μπορεί να χωρέσει εντός μιας φράσεως ο
χαρακτήρας της, τότε θα λέγαμε ότι η Α.Ρ.Α. ήταν μια αυτοκρατορία αρχικώς
ελληνίζουσα και εντέλει ελληνική.