Κατά τόν Droysen, «τό ὄνομα Ἀλέξανδρος χαρακτηρίζει τό τέλος μίας ἐποχῆς τῆς παγκόσμιας ἱστορίας καί τήν ἀρχή μίας νέας». Μέσα σέ δεκατρία ἔτη κατέβαλε στρατιωτικῶς τήν Ἀνατολή, ἐπήλαυνε καί κατανικοῦσε ὀργανωμένους στρατούς, διαδίδοντας τόν Ἑλληνισμό στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ὁ Μέγας δέν χρειάζεται ἰδιαίτερες συστάσεις οὔτε εἶναι σκοπός τοῦ παρόντος συγγράμματος ἀναλύσεις περί τοῦ μεγίστου τῶν Ἑλλήνων στρατηλάτου. Προσδίδοντας μεταφυσική διάσταση στήν γέννησή του, ὁ Φλάβιος Ἀρριανός λέγει πώς δέν ὑπάρχει «ἔθνος ἀνθρώπων» στό ὁποῖο νά μήν ἔφτασε τό ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου. Μέ τό φαινόμενο «Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας» ἔχει ἀσχοληθεῖ πλῆθος ἀρχαίων ἱστορικῶν, συνεπῶς καθίσταται ἀδύνατη ἡ παράθεση ὅλων τῶν σχετικῶν πηγῶν. Ὡστόσο θά ἐπικεντρωθοῦμε περισσότερο στίς ἀφηγήσεις τοῦ ἱστορικοῦ Φλαβίου Ἀριαννοῦ και τοῦ Διοδώρου Σικελιώτη.
Τό πανελλήνιο ἐγχείρημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ’ τοῦ Μεγάλου ἀποτελεῖ ἀναντιλέκτως τήν ἄμεση συνέχεια τοῦ μεγαλεπηβόλου ἔργου τοῦ πατέρα του, τῆς πολιτικής ἐνοποιήσεως δηλαδή τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου καί τήν ἐκδίκηση κατά τῶν Περσῶν γιά τά ἀνοσιουργήματά τους. Γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἰδέα τῆς ἐθνικῆς ἐκστρατείας ἐνυπῆρχε αἰῶνες στό συλλογικό ἀσυνείδητο τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Τρωϊκός πόλεμος μέσῳ τοῦ Ὁμήρου λειτούργησε ὡς κεντρικό ἀρχετυπικό μοτίβο τῆς ἑλληνικῆς συμπεριφορᾶς. Εἰδικῶς μετά τούς Περσικούς πολέμους ἡ ἐκστρατεία στήν Ἀσία κατέληξε νά ἀποτελεῖ ἕναν πάγιο πόθο, ἕνα πανελλήνιο ὄνειρο. Ἄς μήν λησμονοῦμε πώς μετά τίς Πλαταιές, οἱ Ἕλληνες ἤσκησαν ἐπιθετική πολιτική. Ἡ ἀττική συμμαχία τοῦ 477 π.Χ. εἶχε ἐντείνει τίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Περσῶν καί ὁ Ἀθηναῖος Κίμων ἐσημείωσε ἀρκετές ἐπιτυχίες, ὅπως εἴδαμε, στήν Ἀσία. Ἔπειτα τήν σκυτάλη ἀνέλαβε ὁ Ἀγησίλαος, ὅπως εἴδαμε, στίς ἀρχές τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, ὁ ὁποῖος καί αὐτός προσέδωσε πανελλήνιο χαρακτήρα στήν ἐκστρατεία του, παρουσιάζοντας τόν ἑαυτό του ὡς Ἀγαμέμνονα. Ὁ πατέρας τοῦ Ἀλεξάνδρου ὑπῆρξε ὁ συνεχιστής αὐτῆς τῆς παραδόσεως καί τελικῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐξεπλήρωσε τό πανεθνικό ὄνειρο.
Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ἐγεννήθη στήν Πέλλα τό 356 π.Χ. καί ἀπεβίωσε στήν Βαβυλώνα τό 323 π.Χ. Ἦταν υἱός τοῦ θρυλικοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας Φιλίππου Β’ τοῦ οἴκου τῶν Ἀργεαδῶν καί τῆς πριγκιπίσσης τῶν Μολοσσῶν Ἠπείρου Ὀλυμπιάδος τοῦ οἴκου τῶν Αἰακιδῶν. Τήν γέννησή του συνόδευσαν διάφοροι οἰωνοί, οἱ ὁποῖοι προανήγγειλαν τήν μελλοντική του πορεία. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἑλληνικῆς του καταγωγῆς. Κατήγετο ἀπό τόν Ἡρακλέα ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα του καί ἀπό τον Αἰακό ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας του («Ἀλέξανδρος ὅτι τῷ γένει πρὸς πατρὸς μὲν ἦν Ἡρακλείδης ἀπὸ Καράνου, πρὸς δὲ μητρὸς Αἰακίδης ἀπὸ Νεοπτολέμου, τῶν πάνυ πεπιστευμένων ἐστί».)
Ὁ Φίλιππος ἐπηρεασμένος ἀπό τήν πολιτική ἰσχύ τῶν πανελληνίων ἀντιλήψεων τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, ἐπέλεξε τόν «ἔνδοξοτατον καί λογιώτατον» Ἀριστοτέλη ὡς μέντορα καί διδάσκαλο τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὁ μέγας φιλόσοφος μεριμνᾶ γιά τήν ἠθική καί ἐθνική διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐνοφθαλμίζοντας στόν νεανία τίς γνήσιες πανελλήνιες ἰδέες ἀπό τίς ὁποῖες ἐνεφορεῖτο ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀλέξανδρος μελετοῦσε ἐπισταμένως Πίνδαρο, Ἡρόδοτο, Εὐριπίδη, γεγονός τό ὁποῖο συνετέλεσε στήν διάπλαση ἰσχυρῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως καί στήν ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνικοῦ του φρονήματος. Τό δέ ἔπος τῆς Ἰλιάδος, τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε τό κεντρικό ἐθνικό μοτίβο τῶν Ἑλλήνων, ὁ Ἀλέξανδρος τό θεωροῦσε «πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον» και, ὅπως λέγει ὁ Ὀνησίκρητος, τό ἔφερε μαζί του στήν ἐκστρατεία, ἔχοντάς το στό προσκέφαλό του. Ὁ Ἀριστοτέλης γνωρίζοντας πολύ καλῶς τόν καταστρεπτικό ἀντίκτυπο τῶν ἐμφυλίων («χαλεποί πόλεμοι γάρ ἀδελφῶν»), ἐνεφύσησε στόν Ἀλέξανδρο τίς ἐθνικές του ἰδέες οἱ ὁποῖες συμπυκνώνονται στά Πολιτικά: Ἄν τό ἑλληνικό ἔθνος ἑνωθεῖ πολιτειακῶς («μιᾶς τυγχάνον πολιτείας»), ἔχει τή δύναμη νά κυριαρχήσει πάνω σέ ὅλα.
Τό 336 π.Χ., μέ τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Ἀλέξανδρος σπεύδει νά πάρει τά ἡνία τῆς ἡγεμονίας καί νά προετοιμασθεῖ γιά τήν ἐπέλαση στήν Ἀσία. Στήν Θεσσαλία κατέστη «ἄρχων» ἐνῶ ἡ Δελφική Ἀμφικτυονία καί τό συνέδριο τῆς ἑλληνικῆς συμμαχίας τόν ἔχρησαν ἡγεμόνα τῶν Ἑλλήνων.
Στήν ἑπόμενη φάση ὁ Μακεδών βασιλεύς διεξάγει ἐντατικές προπολεμικές ἐνέργειες, ἐξοντώνοντας ἐξωτερικούς ἐχθρούς στόν βορρᾶ καί ἐπιβάλλοντας τήν τάξη στήν Ἑλλάδα. Καταβάλλοντας ἐν τῇ γενέσει κάθε ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἐναντιωνόταν στό πανελλήνιο ἐγχείρημα, ὁ Ἀλέξανδρος προετοίμαζε τήν πανεθνική ἐκστρατεία στήν Ἀσία ὡς «στρατηγός – αὐτοκράτωρ» τῶν Ἑλλήνων. Ἦταν ἀποφασισμένος νά ὑλοποιήσει πάση θυσία τό ἐθνικό ἔργο τοῦ πατέρα του, ἀλλά καί τήν προτροπή τοῦ χρηστοῦ Ἀθηναίου στρατηγοῦ Φωκίωνος, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε, πώς ἄν ἐπιζητεῖ δόξα, τότε, νά μετατρέψει τόν πόλεμο κατά τῶν Ἑλλήνων σέ πόλεμο κατά τῶν βαρβάρων («εἰ δὲ δόξης, μεταθέσθαι, πρὸς τοὺς βαρβάρους ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων τραπόμενον»). Ὁ Al. Harmantas σημειώνει: «Ὁ Ἀλέξανδρος, φυσικά, ἤθελε σφόδρα νά συνεχίσει τήν Πανελλήνια πολιτική τοῦ πατέρα του καί νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἑλληνικότητα τῆς ἀργεαδικῆς δυναστείας. Ἐπιπλέον, παρατηροῦμε ὅτι ο Ἀλέξανδρος εὐθυγράμμισε τούς Μακεδόνες συνολικά σέ μία ἑλληνική ἐθνική συνείδηση· […] δίνει ἔμφαση στήν ἐθνική τους εὐθυγράμμιση ἀπέναντι στούς Πέρσες καί θέλει νά προβληθεῖ ὡς ὁ Ἕλληνας ἡγέτης πρός ὅλες τίς ὁμάδες. Ἔτσι, ὁ Ἀλέξανδρος τοποθετοῦσε τόν ἐαυτό του μέσα στήν συλλογική ἑλληνική συνείδηση τῆς σύγκρουσης μέ τήν Περσία…»
Ἀμέσως διεξήχθησαν οἱ ἀπαραίτητες προπαρασκευαστικές διαδικασίες καταμετρήσεως ἀνδρῶν ἀπό ὅλες τίς γωνιές τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὥστε νά ἐπανδρώσουν τό στράτευμα: «Διά τῆς οἱασδήποτε ἀριθμητικῆς συμμετοχῆς τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, ὁ ἀγών τοῦ Ἀλεξάνδρου περιεβάλλετο τόν πανελλήνιον χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος πρό παντός ἄλλου ἐπεδιώκετο, ἶνα ἐμφανισθῆ οὗτος ὁ προαιώνιος ἀγών τῆς φυλῆς κατά τῶν βαρβάρων τῆς Ἀσίας.» Στό Δίον τέλεσε λαμπρές θυσίες στόν Ὀλύμπιο Δία καί στούς Ἕλληνες Θεούς, σ’ ἕναν χῶρο ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἐποχή τοῦ προγόνου του Ἀρχελάου ἔφερε πανελλήνια αἴγλη. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἑπομένως ἕτοιμος γιά τήν ἱστορική ἐπίθεση στήν Ἀσία: Σύμφωνα μέ Ἀρριανό καί Πλούταρχο 30.000 πεζικάριοι καί πάνω από 5.000 ἱππεῖς ξεκινοῦν ἀπό τήν γῆ τῆς Μακεδονίας γιά τήν Ἀσία.
Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ὁ Μέγας κηρύττει τόν πόλεμο στόν Δαρεῖο Γ’ τόν Κοδομανό. Τό 334 π.Χ. ὁ Μακεδών βασιλεύς διαβαίνει τόν Ἑλλήσποντο. Γιά τά ἑλληνικά στρατεύματα δέν ὑπῆρχε ἐπιστροφή. Ἡ πορεία πρός τή δόξα ἦταν μονόδρομος. Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν Ἀσία συνιστᾶ μία αναβίωση τῶν κεντρικῶν μυθικῶν ἀρχετύπων. Ἄς σταθοῦμε στήν εἴσοδο τοῦ Μακεδόνος βασιλέως στήν Ἀσία, διότι ἔχει ἐξαιρετική ἱστορική σημασία. Κατά τόν Διόδωρο καί τόν Ἀρριανό, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος προσέφερε θυσίες στήν Ἐλαιοῦντα στόν τάφο τοῦ Πρωτεσιλάου, ὁ ὁποῖος κατά τήν Ἰλιάδα ἦταν ὁ πρῶτος Ἕλλην πού ἀπεβιβάσθη στό ἀσιατικό ἔδαφος στήν ἐκστρατεία τοῦ Ἀγαμέμνονος («ἐλθὼν δὲ ἐς Ἐλαιοῦντα θύει Πρωτεσιλάῳ ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Πρωτεσιλάου…»). Ἐπικαλούμενος τό ἑλληνικό πνεῦμα καί τά ὁμηρικά ἀρχέτυπα τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως, ἐπιχειρεῖ νά προσδώσει μυθική διάσταση στήν ἐθνική ἐκστρατεία του. Σέ μία βαθιά συμβολική κίνηση στό Ἴλιον, ἀφιέρωσε τήν πανοπλία του στόν ναό τῆς Ἀθηνᾶς Ἰλιάδος («ἀνελθόντα δὲ ἐς Ἴλιον τῇ τε Ἀθηνᾷ θῦσαι τῇ Ἰλιάδι, καὶ τὴν πανοπλίαν τὴν αὑτοῦ ἀναθεῖναι»). Ἐπίσης ὁ Ἀρριανός παραθέτει τήν ἄποψη ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἐτέλεσε θυσίες πρός τιμήν τοῦ Πριάμου στόν βωμό τοῦ Ἐρκείου Διός. Τό γεγονός αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία διότι τόν Πρίαμο κατά τήν Ἰλιάδα τόν ἐσκότωσε ὁ υἱός τοῦ Ἀχιλλέως Νεοπτόλεμος, ὁ ἡγέτης τῆς δυναστείας τῶν Αἰακιδῶν τῆς Ἠπείρου, ἀπό τούς ὁποίους κατήγετο καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος.
Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει πώς ἀφοῦ μετέβη στήν ἐπιτύμβια στήλη τοῦ ἥρωα τῶν ἡρώων τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου Ἀχιλλέως, ἐτέλεσε τά προβλεπόμενα ἔθιμα, κατέθεσε στεφάνι καί ἐπραγματοποίησε σπονδές στούς ὁμηρικούς ἥρωες σέ ἔνδειξη ἐκδήλου ἐθνικοῦ συμβολισμοῦ. Εἶχε βαθιά συναίσθηση ὅτι συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Ἀχιλλέως νά κατακτήσει τήν Ἀσία, στίς ἐκστρατεῖες δέ εἶχε μαζί του ἕνα ἀντίτυπο τῆς Ἰλιάδος. Ὁ Ἀλέξανδρος αἰσθάνεται ὅτι ἐκφράζει τό σύνολο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀρχηγέτη ἑνός ἀνώτερου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ἀμάγαλμα τῆς ἀττικῆς παιδείας καί τοῦ δωρικοῦ πνεύματος.
Τό 334 π.Χ. λαμβάνει χώρα ἡ μάχη στόν Γρανικό ποταμό ὅπου ὁ Ἀλέξανδρος συντρίβει τίς περσικές δυνάμεις. Ὁ Ἀρριανός μᾶς πληροφορεῖ γιά τίς ἐνέργειες μετά τήν μάχη οἱ ὁποῖες εἶναι ἐνδεικτικές τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων καί ἑνός δυναμικοῦ ἁγνοῦ ἐθνικισμοῦ. Ὁ Ἀλέξανδρος δίδει ἔμφαση ὡς τῶν Ἑλλήνων ἀρχιστράτηγος στόν πανελλήνιο χαρακτήρα τῆς ἐκστρατείας. Θεωρώντας ἀπαράδεκτη τήν στάση Ἑλλήνων μισθοφόρων, τούς τιμωρεῖ, καταδικάζοντάς τους σέ καταναγκαστικά ἔργα μέ τήν αἰτιολογία ὅτι ἐνῶ ἦταν Ἕλληνες, παρά τίς κοινές ἀποφάσεις τῶν Ἑλλήνων (στό πανελλήνιο συνέδριο τῆς Κορίνθου) πολέμησαν πλάϊ στούς βαρβάρους ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος («ὅτι παρὰ τὰ κοινῇ δόξαντα τοῖς Ἕλλησιν Ἕλληνες ὄντες ἐναντία τῇ Ἑλλάδι ὑπὲρ τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο»). Ὁ Σ. Καργάκος σημειώνει: «ἔστω καί ἄν δέν προχώρησε πολιτικά ἡ ἕνωση τῶν Ἑλλήνων, ὡστόσο εἶχε ἀρχίσει νά διαμορφώνεται ἡ συνείδηση πώς ἡ προσχώρηση στόν ἐχθρό καί ὁ πόλεμος ἐναντίον ὁμοεθνῶν συνιστᾶ πράξη ἐθνικῆς προδοσίας». Στήν συνέχεια ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀρριανός «ἔστειλε στήν Ἀθήνα τριακόσιες περσικές πανοπλίες γιά νά τοποθετηθοῦν ὡς ἀφιέρωμά του στήν Ἀθηνᾶ στήν Ἀκρόπολη. Καί ἔδωσε ἐντολή νά τοποθετηθεῖ τό ἀκόλουθο ἐπίγραμμα: Ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες πλήν Λακεδαιμονίων τά στέλνουν αὐτά ὡς λάφυρα ἀπό τούς βαρβάρους πού κατοικοῦν στήν Ἀσία.»
Ἡ ἐνέργεια τῆς ἀποστολῆς λαφύρων στό πνευματικό κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν Ἀθήνα, ἔχει ἰδιαίτερο ἐθνικό καί πολιτικό συμβολισμό. Ἡ νίκη τοῦ Γρανικοῦ ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐπίσημη θριαμβευτική νίκη τοῦ στρατηγοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν βαρβάρων καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο εἶναι δέον νά ἀποδοθεῖ σέ αὐτήν πανελλήνιος χαρακτήρας καί αἴγλη. Ὁ Ἀλέξανδρος θεωρεῖ τόν ἑλληνικό κόσμο ὡς μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Ἡ ἐπιγραφή αὐτή «ἀντανακλᾶ τήν ἀντίληψη τοῦ Ἀλεξάνδρου γιά τη σημασία πού εἶχε ἡ ἐκστρατεία του γιά τό αἴσθημα δικαίωσης τῆς συλλογικῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς γιά ὅσα εἶχε ὑποφέρει ἀπό τόν Ξέρξη». Ἐπιλέγει νά στείλει τά λάφυρα τῆς νίκης αὐτῆς ὄχι στήν πατρίδα του τήν Μακεδονία ἀλλά στό πνευματικό κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν Ἀθήνα, στήν ἑλληνική πόλη, ἡ ὁποία ἦταν γνωστή ὡς Ἑλλάδος Ἑλλάς. Ἐπιλέγει ἐπίσης νά τά προσφέρει ὡς ἀνάθημα στό πανελλήνιο ἱερό τῆς Ἀθηνᾶς–Παρθένου, καθώς ὁ Παρθενών εἶχε ὑποστεῖ τήν μανία τῶν βαρβάρων στό παρελθόν. Ὁ ναός τῆς Προμάχου Ἀθηνᾶς ἦταν αὐτός ὁ ὁποῖος συνεβόλιζε στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο τούς ἐκπάγλους ἐθνικούς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν Περσῶν. Ἡ ἐπιλογή τῆς ἀποστολῆς τῶν λαφύρων στήν Ἀθήνα εἶχε καί πολιτική διάσταση. Ἔχοντας συμμετάσχει στό παρελθόν στίς προσπάθειες τοῦ πατέρα του νά συμφιλιώσει καί νά ἑνώσει πολιτικῶς τούς Ἕλληνες καί θέλοντας νά ἐξαλείψει τυχόν ἐναπομείναντα ἀντιμακεδονικά αἰσθήματα, ἔδειξε ἐμπράκτως ὅτι ὑπολογίζει καί θαυμάζει τήν Ἀθήνα ὡς πρόμαχο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει τό ὄνομά του δίχως τίτλους καί ἀξιώματα ἐπιδιώκοντας ἐμφανῶς νά δηλώσει ὅτι ἡ νίκη εἶναι ἐθνική ὑπόθεση καί ἀνήκει στήν πανελλήνιο συμμαχία τῆς Κορίνθου. «Καί ὑψηλά εἰς τήν ἀνατολικήν πρόσοψιν τοῦ Παρθενῶνος ἐστήθησαν αἱ ἀσπίδαι ἐκεῖναι, καί μέχρι σήμερον οἱ τύποι τῶν ἤλων, οἱ ὁποῖοι τά ἐκράτησαν, μαρτυροῦν τό μέγα μάθημα, τό ὁποῖον ὁ Μακεδών βασιλεύς ἔδωκε πρός τούς Ἕλληνας ὅσοι τήν πατρίδα περικλείουν εἰς στενά τοπικά ὅρια», ἔγραφε ἡ Ἀρσινόη Παπαδοπούλου. Ἐξάλλου ὁ Πλούταρχος, ἀναφέροντας σχεδόν αὐτολεξεί τό ἐπίγραμμα τοῦ Ἀρριανοῦ, προσθέτει ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἤθελε νά καταστήσει γνωστή τήν νίκη στούς Ἕλληνες («κοινούμενος δὲ τὴν νίκην τοῖς Ἕλλησιν»).
Μετά τόν ἐθνικό θρίαμβο τῆς μάχης τοῦ Γρανικοῦ καί τήν κατάληψη τῶν πόλεων τῆς Φρυγίας καί τῆς Μοισίας, ὁ Ἀλέξανδρος καταλαμβάνει τίς Σάρδεις, τήν πυρπόληση τῆς ὁποίας ὑπό τῶν Ἑλλήνων τό 499 π.Χ. ἐχρησιμοποίησαν οἱ Πέρσες ὡς ἀφορμή γιά τήν εἰσβολή τους στήν Ἑλλάδα. Ὁ Ἀλέξανδρος στήν ἀκρόπολη τῆς πόλεως ἀπεφάσισε νά ἀνεγείρει ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τοῦ κατ’ ἐξοχήν πανελληνίου θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε λατρευόταν καί στόν ἱερό μακεδονικό τόπο τοῦ Δίου. Ὁ Ζεύς ἀποκτᾶ τήν ἰδιότητα τοῦ θεοῦ-προστάτη τοῦ ἐθνικοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν βαρβάρων. Ὁ Ἀλέξανδρος δρᾶ ἀπαρεγκλίτως ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ἑλλήνων ὑπό τήν ἰσχυρή ἐπίδραση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως.
Ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων τῆς Μ. Ἀσίας, τό κύριο δηλαδή αἴτημα τῆς πανελληνίου συμμαχίας τῆς Κορίνθου καί ἡ βασική προτροπή τοῦ θεωρητικοῦ τῆς Πανελληνίου Ἰδέας Ἰσοκράτους πρός τόν Φίλιππο («τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας ἐλευθερώσεις»). Τό 333 π.Χ. λοιπόν διεξήχθη ἡ μάχη τῆς Ἰσσοῦ ὅπου οἱ Ἕλληνες κατήγαγαν ἄλλη μία ἱστορική νίκη. Τό πανελλήνιο δέ συνέδριο τῆς Κορίνθου ἀπεφάσισε νά ἀποτίσει φόρο τιμῆς στόν ἡγέτη στά Ἴσθμια ἐνώπιον τοῦ πανελληνίου κοινοῦ. Κατά τόν Διόδωρο δέ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πανελληνίου συμμαχίας ἐψήφισαν νά στείλουν δεκαπενταμελῆ πρεσβεία στόν Ἀλέξανδρο γιά νά τόν συγχαροῦν ἐκ μέρους τῆς Ἑλλάδος.
Μετά τήν μάχη ὁ Δαρεῖος ἀπέστειλε σχετική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἐγκαλεῖ τόν Ἀλέξανδρο γιά ἀναίτιο πόλεμο. Θά πρέπει ὡστόσο νά μείνουμε στό περιεχόμενο τῆς ἀπαντήσεως πού ἔστειλε ὁ Ἀλέξανδρος στόν Δαρεῖο μέσῳ τοῦ Θερσίππου, γιά νά καταδειχθεῖ ἀφ᾽ ἑνός ἡ σημασία τῆς ἐθνικῆς συναισθήσεως τῶν Ἑλλήνων, ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ λόγος τῆς πανελληνίου ἐκστρατείας. Ἐνῶ λοιπόν ὁ Δαρεῖος παρεπονεῖτο ὅτι ὁ πατέρας του Φίλιππος πρῶτος ἐπετέθη ἀδίκως στόν Δαρεῖο, χωρίς νά τόν ἔχουν προκαλέσει οἱ Πέρσες, ὁ Ἀλέξανδρος στήν ἀπάντησή του τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὡς Ἕλλην δέν ξεχνᾶ τά δεινά πού εἶχαν προκαλέσει στήν Ἑλλάδα κατά τό παρελθόν καί ὅτι αὐτός τώρα ὡς ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων ἐξεστράτευσε γιά νά τιμωρήσει τούς εἰσβολεῖς. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔγραφε λοιπόν:
«Οἱ πρόγονοί σου εἰσέβαλαν στή Μακεδονία καί τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα καί μᾶς προξένησαν καταστροφές, χωρίς ἐμεῖς νά τούς ἔχουμε κάμει προηγουμένως κανένα κακό· ἐγώ κατέστην ἡγεμών τῶν Ἑλλήνων καί εἰσέβαλα στήν Ἀσία, ἐπειδή ἤθελα νά τιμωρήσω τούς Πέρσες, ἐφ᾽ ὅσον ἐσεῖς πρῶτοι ἀρχίσατε τίς ἐχθροπραξίες.» (Ἀρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, ΙΙ, 14.4)
Συνεπής στήν ἐθνική του ἀποστολή, ὁ Ἀλέξανδρος συνεχίζει μέ ἄκαμπτη ἐπιμονή νά καταλαμβάνει τά παράλια συνεχίζοντας τήν ἐπέλασή του πρός νότο. Πείθει τούς στρατηγούς του νά ἐπιτεθοῦν στήν φοινικική Τύρο διότι ἡ κατάληψη αὐτῆς καί τῆς Αἰγύπτου θά διεσφάλιζε τήν ἴδια τήν Ἑλλάδα («ὑπέρ τε τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς οἰκείας οὐδὲν ἔτι ὕποπτον ὑπολείπεται») καί θά ἦταν ἐλεύθερος νά εἰσέλθει στό ἐσωτερικό της Ἀσίας χωρίς νά ἀνησυχεῖ γιά τυχόν μεταφορά τοῦ πολέμου στό Αἰγαῖο. Τό 332 π.Χ., μετά ἀπό ἐπίμονη ἑπτάμηνη πολιορκία, καταλαμβάνει τήν Τύρο, τήν Γάζα καί τέλος τήν Αἴγυπτο.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Αἰγύπτου ἀπό τόν περσικό ζυγό ἔγινε δεκτή ἀπό τούς Αἰγυπτίους μέ ἐνθουσιασμό θεωρώντας τόν Ἀλέξανδρο ἀπελευθερωτή. Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ πορεία του πρός τόν ἱερό ναό τοῦ Ἄμμωνος Διός καθώς ὁ ἴδιος θεωροῦσε πώς ἦταν υἱός θεοῦ. Κατά τήν ἑλληνική παράδοση καί ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἀρριανός, εἶχαν ἐπισκεφθεῖ κατά τό ἀπώτατο παρελθόν τόν Ἄμμωνα ὁ Περσεύς καί ὁ Ἡρακλῆς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά συνδεθεῖ μέ τήν ἑλληνική παράδοση καί νά ταυτισθεῖ μέ τό θεῖο. Ἀπό τόν κατάπλου στήν ἀκτή τῆς Μ. Ἀσίας ἐπικαλεῖται συνεχῶς τά ἀρχέγονα ἐθνικά μοτίβα καί τούς κεντρικούς μύθους.
Μετά τήν Αἴγυπτο ὁ Ἀλέξανδρος φθάνει στά ἐνδότερα του ἀσσυριακοῦ κράτους. Τό 331 π.Χ. λαμβάνει χώρα ἡ κοσμοϊστορικῆς σημασίας μάχη τῶν Γαυγαμήλων. Ἐν μέσῳ πολεμικῶν ἰαχῶν, οἱ Ἕλληνες ζητοῦσαν ἀπό τόν Ἀλέξανδρο νά τούς ὁδηγήσει ἐναντίον τῶν βαρβάρων καί αὐτός ὑψώνοντας τό δεξί του χέρι στόν οὐρανό παρακαλούσε τούς πατρώους Θεούς νά βοηθήσουν τούς Ἕλληνες («τῇ δεξιᾷ παρεκάλει τοὺς θεούς, ὡς Καλλισθένης φησίν, ἐπευχόμενος, εἴπερ ὄντως Διόθεν ἐστὶ γεγονώς, ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας»).
Οἱ Ἕλληνες ἐνίκησαν τούς ἀριθμητικῶς ὑπερτεροῦντες Πέρσες καί ὁ Ἀλέξανδρος κηρύσσεται ἐπισήμως ἀπό τόν μακεδονικό στρατό «βασιλεύς τῆς Ἀσίας». Μέ τήν μάχη αὐτή ὁλοκληρώνεται ἡ πανελλήνιος ἐκστρατεία. Ἐτέλεσε λαμπρές θυσίες στούς θεούς μέσα σέ κλῖμα κατάδηλου ἐθνικοῦ ἐνθουσιασμοῦ και, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Πλούταρχος, ὑπεσχέθη στούς Πλαταιεῖς τήν ἀνοικοδόμηση τῆς πόλεώς τους διότι εἶχαν διαθέσει τόν τόπο τους «τοῖς Ἕλλησιν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας». Στό πλαίσιο τῆς πανελληνίου ἀντιλήψεως καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν διεξαχθέντων ἐθνικῶν ἀγώνων, ἀπέστειλε λάφυρα στόν Κρότωνα, καθώς στούς Μηδικούς πολέμους ὁ ἀθλητής Φάυλλος εἶχε σπεύσει μέ δικό του πλοῖο νά συμμετάσχει στήν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνος.
Ἀρχικῶς κατελήφθη ἡ Βαβυλών (331 π.Χ.), έπειτα τά Σοῦσα (331 π.Χ.) καί η Περσέπολις (330 π.Χ). Συμφώνως πρός τόν Ἀρριανό, πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τά Σοῦσα ὁ Ἀλέξανδρος ἐτέλεσε θυσίες στούς Ἕλληνες θεούς σύμφωνα μέ τίς πατροπαράδοτες ἑλληνικές συνήθειες («τῷ πατρίῳ νόμω»), λαμπαδηδρομίες καί γυμνικούς ἀγῶνες. Ἡ Περσέπολις καταγράφεται ὡς ἡ πλέον μισητή πόλη στούς Ἕλληνες, ἀφοῦ ἀπό ἐδῶ ὁ Ξέρξης προετοίμασε τήν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Ἡ πρωτεύουσα τῶν Περσῶν εἶχε ἐντυπωθεῖ στόν νοῦ τῶν Ἑλληνομακεδόνων ὡς κατηραμένη. Κατά τήν εἴσοδό του σέ αὐτήν ὁ Ἀλέξανδρος ὑπενθυμίζει, συμφώνως πρός τόν Koύρτιο, στούς Ἕλληνες ὅτι πρέπει νά καταστραφεῖ γιά νά κατευνασθοῦν οἱ πρόγονοί τους. Ἡ περσική πρωτεύουσα κατεστράφη ἀπό τήν ἐκδικητική μανία τῶν Ἑλλήνων. Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός εἶναι ἡ πυρπόληση, ἐν μέσῳ ἰαχῶν, τῶν ἀνακτόρων τῶν Ἀχαιμενιδῶν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπιθυμεῖ νά καταδείξει μέ αὐτήν τήν ἐνέργεια ὅτι ὁ σκοπός τῆς πανελληνίου ἐκστρατείας ἐξετελέσθη καί οἱ Πέρσες ἐτιμωρήθησαν γιά τίς ἐναγεῖς πράξεις ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τό παρελθόν.
Τά ἐθνικά προγράμματα τῶν πανελληνιστῶν, τά ὁποῖα ἀπετέλεσαν τήν «ἰδεολογική προμετωπίδα» τοῦ πανελληνίου συνεδρίου τῆς Κορίνθου, εἶχαν ὑλοποιηθεῖ. Ὁ ἑλληνικός κόσμος τῆς Μ. Ἀσίας εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τόν περσικό ζυγό. Τό 330 π.Χ. στά Ἐκβάτανα ὁ Ἀλέξανδρος ἀπολύει μέ τιμές καί πλούσια λάφυρα τούς Ἕλληνες συμμάχους, οἱ ὁποῖοι συνέδραμαν στήν ὁλοκλήρωση τῆς πανελληνίου ἀποστολῆς, ἐνῶ προτείνει νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι θέλουν στήν συνέχεια. Καί ἦταν πολλοί αὐτοί οἱ Ἕλληνες, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Ἀρριανός αλλά καί ὁ Πλούταρχος, πού στρατολογήθησαν καί ἀκολούθησαν τόν Μακεδόνα βασιλέα στά πέρατα τοῦ κόσμου. Ἄν καί συνεχίζει ὁ Ἀλέξανδρος νά εἶναι ἡγεμών τῆς πανελληνίου συμμαχίας τῆς Κορίνθου – τίτλο πού διατηρεῖ μέχρι τό τέλος – αἴρονται ὅμως οἱ ἔκτακτες ἐξουσίες πού τοῦ εἶχαν προσδοθεῖ καί παύει νά εἶναι πλέον «στρατηγός αὐτοκράτωρ». Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει μία νέα περίοδος.
* Το κείμενο είναι απόσπασμα του βιβλίου του Γεωργίου Σύρου «Η εθνική συνείδηση ως έννοια και ως αντίληψη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο». Οι υποσημειώσεις έχουν αφαιρεθεί για εξοικονόμηση χώρου.