Μια «βoυτιά» στον επίγειο παράδεισο!
Ήλιος, αλμύρα, αμμουδιές, εκκλησάκια: όλα διαφορετικές προσλήψεις του
ίδιου νοήματος.
Το ελληνικό καλοκαίρι, ως συστατικό μέρος του ευρυτέρου μεσογειακού,
συνιστά όχι απλώς μια εποχή αλλά μια συλλογική φαντασίωση, ένα σύνολο,
αν θέλετε, ιδεών ενός ενιαίου συλλογικού φαντασιακού. Το ελληνικό
καλοκαίρι αντιπροσωπεύει έναν επίγειο παράδεισο, έναν καθολικώς
αποδεκτό χωροχρόνο, μια μεταφυσική αίσθηση απόλυτης και απεριόριστης
ελευθερίας, μια ιδεατή διάσταση όπου, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και
γυναίκες, Έλληνες και ξένοι και γενικώς άτομα ανεξαρτήτως εθνικότητας,
φύλου, κοινωνικής τάξεως αποζητούν αυτό το συλλογικό ὄναρ των
αισθήσεων, της απόλυτης ηρεμίας αλλά και το μαγευτικό κρεσέντο της
ξέφρενης διασκεδάσεως. Είναι η εποχή όπου η ανθρώπινη διάθεση
εισέρχεται σε μια κατάσταση ευχάριστης νιρβάνας η οποία συμμειγνύεται
αρμονικώς με το ζωτικό στοιχείο του ύδατος, την αλμύρα και τον ήλιο. Το
μεσογειακό ελληνικό καλοκαίρι, ως μέρος της μεσογειακής κουλτούρας,
αντιπροσωπεύει το οικείο, το προσιτό, την ζεστασιά, το φιλικό ταπεραμέντο των μεσογειακής ιδιοσυγκρασίας σε αντίθεση με τα καλοκαίρια της
υπόλοιπης υφηλίου, όπου οι θάλασσες είναι άγριες και απόκοσμες, οι
αμμουδιές εξωτικές, τα τοπία απροσπέλαστα και αφιλόξενα, τα πελάγη
αβυσσαλέα. Ας μην λησμονείται ότι ελληνικό καλοκαίρι σημαίνει Αιγαίο και
Ιόνιο πέλαγος, το οποίο με την σειρά τους σημαίνουν Μεσόγειος.
Ωστόσο το ελληνικό καλοκαίρι αποτελεί προϊόν ιδεολογικής
αποκρυσταλλώσεως. Και λέγοντας «ιδεολογικής», εννοούμε το πεδίο των
ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών παραγόντων το οποίο διέπλασε την
ιστορικότητά του. Διότι, όπως το ξέρουμε το σύγχρονο ελληνικό καλοκαίρι
έχει λιγότερο από δύο αιώνες ζωής. Πρώτη η βασίλισσα Αμαλία (ναι, η
σύζυγος του πρώτου βασιλέως της Ελλάδος, του Όθωνος) εγκαινίασε το
1834 – δεκατρία μόλις έτη μετά την έκρηξη της Εθνεγερσίας – την εξόρμηση
στις παραλίες, απολαμβάνοντας η ίδια την δροσερή θάλασσα στο Φάληρο
(«Τζιτζιφιές»), με έφιππη συνοδεία. Αυτή ήταν η αρχική του ιδεολογική
αποκρυστάλλωση, η οποία κάλυψε όλον τον 19 ο αιώνα. Έπειτα το ελληνικό
καλοκαίρι «αποκρυσταλλώθηκε» εκ νέου στην χρυσή εποχή του ελληνικού
κινηματογράφου. Τα 60’s συνέβαλαν τα μάλα σε μια καθοριστική
σχηματοποίηση του καλοκαιριού που έχουμε στο νου μας. Άνδρες, γυναίκες
παιδιά κατακλύζουν τουριστικά θέρετρα και ηλιόλουστες και
κοσμοπολίτικες παραλίες με αδιάβροχα μαγιό, ομπρέλες, καρέκλες και όλα
τα σχετικά. Τέλος, το ελληνικό καλοκαίρι ανανεώθηκε τις δεκαετίες ΄80-΄90,
όπου είχαμε ένα πρωτοφανές κύμα «αμερικανοποιήσεως» της ελληνικής
κοινωνίας, μέσα από το Hollywood, και όχι μόνο. Ο παροξυσμικός
εκδυτικισμός της Ελλάδας ήταν κάτι παραπάνω από πρόδηλος, οπότε δεν
μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το ελληνικό καλοκαίρι, το οποίο στην
συνέχεια τουριστικοποιείται και γίνεται «Summer in Greece». Από αυτό το
σημείο και έπειτα, το καλοκαίρι έλαβε τις ιδεολογικές διαστάσεις και το
ιδεολογικο-κοινωνικό πρόσημο που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Το ελληνικό καλοκαίρι, ωστόσο, δεν απώλεσε την ρομαντικότητά του, τον
κεντρικό του Μύθο. Η λογοτεχνική του απόδοση ζει και βασιλεύει. Ακόμη και
σήμερα, στα ισχυρότερα και μαζικότερα μέσα επικοινωνίας, τα μέσα
κοινωνικής δικτυώσεως, ο Μύθος του ελληνικού καλοκαιριού υμνείται μέσα
από γραφικές φωτογραφίες του Αιγαίου, μέσα από τ΄ ανθισμένα
ασβεστωμένα νησιώτικα σοκάκια, τα ερυθρόλευκα καϊκάκια, τα κάτασπρα
εκκλησάκια με τους γαλάζιους τρούλους. Από την Αστυπάλαια μέχρι την
Μύκονο, από την Κέρκυρα μέχρι την Ρόδο, από την Χαλκιδική μέχρι το Πήλιο,
όλοι συνειδητοποιούν τον αρχετυπικό ρομαντισμό του ελληνικού
καλοκαιριού, μέσα στην νέα παραληρηματική του υλιστική μιντιακή
πρόσληψη. Το καλοκαίρι, άλλωστε είναι πάντα προσωπική υπόθεση του
καθενός. Του ανήκει. Η αμμουδιά, τα καταγάλανα νερά, ο ήχος του τζιτζικιού,
η διάχυτη αλμύρα, οι κρυφές βραχοσπηλιές, οι ταράτσες, τα καλοκαιριάτικα
μεσημέρια, τα ηλιοβασιλέματα ανήκουν στον καθένα και σε όλους
ταυτοχρόνως. Είναι η εποχή που ο άνθρωπος έρχεται όσο το δυνατόν πιο
κοντά στην Φύση. Την ψηλαφεί, την νιώθει, την αποδέχεται. Κολυμπά στην
θάλασσα νιώθοντας την κρύα άλμη να αγκαλιάζει το κορμί του και περπατά
γυμνός στην καυτή άμμο, απολαμβάνοντας την ενέργεια που του δίνει η
φύση απλόχερα. Δεν θα πει τυχαίως ο ποιητής Ν. Καρούζος «Χάρμα η ξιπολιά
σε καλοκαίρια ρωμαίικα!» Αυτό είναι το «Καλοκαίρι στην Ελλάδα». Ένα θαύμα
στο οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί ν΄ αντισταθεί. Και να μπορούσε, δεν θα
ήθελε άλλωστε!