Περίπου 34 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Αττάλεια απέχει η αρχαία πόλη της Τερμησσού σκαρφαλωμένη ως αετοφωλιά στο όρος Σόλυμνος, που αποτελεί τμήμα της οροσειράς του Ταύρου.
Της οροσειράς που διαμορφώνει και χαρακτηρίζει τη γεωμορφολογία όλης της νότιας Τουρκίας, του μεγάλου φυσικού εμποδίου που δυσχεραίνει την επικοινωνία ανάμεσα στη μικρασιατική ενδοχώρα, την «εντός του Ταύρου Ασία» σύμφωνα με τον Στράβωνα, και την παραλιακή αλλά ορεινή ζώνη, την «εκτός του Ταύρου Ασία».Κοντά στην Αττάλεια της Τουρκίας, στην ιστορική πόλη της Τερμησσού λοιπόν, βρίσκεται το ψηλότερο θέατρο του αρχαίου κόσμου, σε υψόμετρο 1.066 μέτρων.
Η Τερμησσός ήταν ξακουστή για τους “βάρβαρους Τερμησσείς”, τους οποίους λέγεται ότι φοβήθηκε μέχρι και ο Μέγα Αλέξανδρος.
Το 333 π.Χ, ο Μακεδόνας στρατηλάτης, αφού είχε κατακτήσει τα παράλια της Παμφυλίας, αποφάσισε να στραφεί προς τη Φρυγία μέσα από την ορεινή Πισιδία και αναγκαστικά από το απόρθητο φρούριο της Τερμησσού.
Μόλις έφτασε κοντά στην πλαγιά του βουνού αντίκρυσε τους Τερμησσείς να φρουρούν όλες τις γύρω κορφές, περιμένοντας να επιτεθούν σε όποιον τολμήσει να πλησιάσει και να απειλήσει την κυριαρχία τους.
Το πέρασμα ήταν στενό και οι Τερμησσείς πολλοί και αποφασισμένοι. Ο Μ. Αλέξανδρος συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να επιτεθεί. Κατάφερε, όμως, με ένα τέχνασμα να στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη, αναγκάζοντας τελικά τους ανυπόταχτους Τερμησσείς να οχυρωθούν εντός της πόλης. Αυτό ήταν αρκετό για την ώρα. Συνέχισε την πορεία του προς τα βόρεια, αφήνοντας το σχέδιο για την άλωση της Τερμησσού για το μέλλον.
Το θέατρο χτίστηκε κατά τη διάρκεια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (160-180). Χάρη στις επιγραφές στους τοίχους του, γνωρίζουμε ότι ήταν σχέδιο του Έλληνα αρχιτέκτονα Ζήνωνα. Οι επιγραφές μας λένε επίσης ότι ο Έλληνας αρχιτέκτονας, ο οποίος γεννήθηκε στην Άσπενδο, χρηματοδοτήθηκε από δύο πλούσιους αδελφούς, τους A. Curtius Crispinus Arruntianus και A. Curtius Crispinus, οι οποίοι δώρισαν το θέατρο στην πόλη.
Παρά το γεγονός ότι χτίστηκε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το θέατρο εμφανίζει πολλά ελληνικά χαρακτηριστικά. Οι κερκίδες (το κοίλον) είναι σκαμμένες στην ανατολική πλαγιά της ακρόπολης. Τα υπόλοιπα -η σκηνή, ο οπίσθιος τοίχος και οι πλευρικοί πύργοι- αποτελούνται από ένα σύστημα πέτρινων αψίδων και θόλων.
Η τεράστια κλίμακα του θεάτρου είναι εντυπωσιακή. Το συνολικό πλάτος του θεάτρου είναι 96 μέτρα, ενώ άλλα στοιχεία ακολουθούν γενικές αναλογίες: το πλάτος της σκηνής είναι το μισό του πλάτους του κτιρίου και η διάμετρος της ορχήστρας είναι το μισό του πλάτους της σκηνής.
Οι κερκίδες χωρίζονται σε δύο μέρη από ένα οριζόντιο διάδρομο, το διάζωμα. Το κατώτερο τμήμα περιέχει 20 σειρές καθισμάτων, ενώ το πάνω μέρος έχει 21 σειρές. Η χωρητικότητα του θεάτρου εκτιμάται μεταξύ 7.300 και 7.600 ατόμων. Ίσως, ο αριθμός των θεατών έφτανε και τους 8.500, αν οι σκάλες χρησιμοποιούνταν ως καθίσματα. Κάποιοι εκτιμούν ότι είχε χωρητικότητα περίπου 20.000 ατόμων, αλλά κάτι τέτοιο θα έκανε αρκετά ασφυκτικό το θέατρο.Μια μεγάλη οδός συνέδεε παλαιότερα το Θέατρο με την Αγορά, στα δυτικά.
Το θέατρο είναι γνωστό για την εξαιρετική ακουστική του και την έξοχη αρχιτεκτονική του διακόσμηση. Το διώροφο κτήριο είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου, έχει διατηρηθεί εξαιρετικά καλά. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχή κατοίκιση της πόλης μέχρι και τους Σελτζούκους Τούρκους μετά από τους Βυζαντινούς. Οι Σελτζούκοι χρησιμοποίησαν το θέατρο ως καραβάν-σεράι, δηλαδή σταθμό καραβανιών, και αποκατέστησαν τη δομή τον 13ο αιώνα.
Αναμφίβολα το κτίριο του Θεάτρου είναι από τα οικοδομήματα της Τερμησσού που αιχμαλωτίζουν τη ματιά και τη σκέψη σου. Η περίοπτη και μοναδική θέση του είναι εκείνη που το κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Από αρχιτεκτονικής άποψης έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών θεάτρων, διατηρώντας παράλληλα το ελληνιστικό του σχέδιο.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, από την περιοχή πέρασε ο Βελλερεφόντης πάνω στον Πήγασο, κυνηγώντας τη Χίμαιρα, την οποία λέγεται ότι εξέτρεφε ο βασιλιάς της γειτονικής πόλης, Καρία, Αμισόδωρος. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως σε αυτό το μυθικό κυνηγητό οφείλεται η μόνιμη ομίχλη που σκεπάζει την πόλη της Τερμησσού.
Κατά τον Ησίοδο, το μυθικό τέρας με το σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και ουρά φιδιού, ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αργότερα, η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα.Τελικά ο Βελλερεφόντης κατόρθωσε να σκοτώσει το τέρας. Κατά μία εκδοχή τη χτύπησε με το ακόντιό του ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε.
Σήμερα, η πόλη εκτιμάται ότι εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους κατοίκους της, κάποια στιγμή τον 5ο αι. μ.Χ, πιθανότατα μετά από ισχυρό σεισμό.
Σήμερα, περπατώντας κανείς στην Τερμησσό θα συναντήσει ερείπια της αρχαίας αγοράς, τη Βασιλική Οδό και απομεινάρια του ελληνιστικού τείχους. Μερικά αιωνόβια κτίρια στέκουν ακόμη αγέρωχα και περικυκλωμένα από τις περικοκλάδες των κισσών στην περιοχή που υπήρχε το Υδραγωγείο, το οποίο πιστεύεται ότι καταστράφηκε στον μεγάλο σεισμό.
Σήμερα, το θέατρο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όπως και στην αρχαιότητα. Από το 1994 και κάθε χρόνο, το θέατρο φιλοξένησε το Διεθνές Φεστιβάλ Όπερας και Μπαλέτου, με χιλιάδες επισκέπτες, όπως ακριβώς πριν από 2.000 χρόνια.