Γράφει ο Γιώργος Σύρος, συγγραφέας – ιστορικός
Αναμφισβητήτως, ως έχει λεχθεί, ο κινηματογράφος έχει καίριο ρόλο στην διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και δημόσιας ιστορίας. Είναι το πρόσφατο, σχετικώς, μέσο το οποίο δύναται να ασκήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εθνικές ιστορίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, λοιπόν, ο γαλλικός κινηματογράφος.
Η σχέση της γαλλικού κινηματογράφου και της γαλλικής εθνικής ιστορίας είναι μια σχέση έλξεως αλλά και απώσεως. Αρχικώς, ήδη από τον 19ο αιώνα, ο γαλλικός κινηματογράφος πέρασε στην υπηρεσία της επιποθούμενης ανάγκης για εθνική ενότητα και ενιαία «εθνική» ιστορική μνήμη, όπως αυτή ανεδύθη μετά την έλευση της Νεωτερικότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο, ο γαλλικός κινηματογράφος έχει περάσει στην αμφισβήτηση, αφού έχει προβεί στην αξιολόγηση διαφόρων τραυματικών εμπειριών, προσπαθώντας να δημιουργήσει «πολιτισμική μνήμη». Κατά τον Assmann, «η πολιτισμική μνήμη βασίζεται σε σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία ο Assmann ονομάζει «figures of memory”, τα οποία διατηρούνται και μεταδίδονται διαχρονικά μέσω μνημείων, κειμένων, εικόνων και τις τέχνες γενικότερα, από την μια μεριά, αλλά και μέσω κοινωνικών και κρατικών θεσμών, από την άλλη.»
Τα σημαντικά αυτά γεγονότα είναι οι μνήμες και οι εμπειρίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία ο γαλλικό κινηματογράφος προσπαθεί πλέον να ενσωματώσει και να προσεταιρισθεί, ώστε να καταγγείλει το απεχθές πρόσωπο του ολοκληρωτισμού. Άλλωστε το όχημα που χρησιμοποιεί ο γαλλικός κινηματογράφος είναι η πολιτισμική μνήμη που «ενοποιεί και να σταθεροποιεί μια κοινή δια-γενεαλογική ταυτότητα.»
Όπως και στην Ελλάδα συνέβη με τα «figures of memory» του εμφυλίου, έτσι και στην γαλλία ο κινηματογράφος από το ’90 και μετά προσπαθεί να παράγει πολιτισμική μνήμη παίρνοντας «μορφή μιας αφήγησης που αποσκοπεί στην σταθεροποίηση της κοινωνίας». Ο γαλλικός κινηματογράφος διαπλάθει πλέον μια νέα γαλλική ταυτότητα, «απελευθερωμένη» από τις θολές τραυματικές μνήμες του παρελθόντος «…εμφυτεύοντάς, επί της ουσίας, νέες μνημονικές αφηγήσεις και επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο καθοριστικά την κουλτούρα και την ταυτότητα» (Landsberg).
Όπως προανεφέρθη, η Γαλλία στάθηκε πρωταγωνιστής στην διαδικασία της ελεύσεως της Νεωτερικότητας. Εκεί γεννήθηκε ο Διαφωτισμός, οπότε και από πολύ νωρίς υπήρξε η ανάγκη για σφυρηλάτηση μιας «ομογενοποιημένης» εθνικής ιστορίας και ενότητας. Ήδη σε αυτήν την «πρόκληση» ο γαλλικός κινηματογράφος έπαιξε σπουδαίο ρόλο, συντελώντας σε μεγάλο βαθμό στην διάπλαση της γαλλικής ταυτότητας. «Ο κινηματογράφος παίζει αναμφίβολα έναν πολύ σημαντικό ρόλο ως παραγωγός της ιστορικής συνειδητοποίησης ενός έθνους και μιας κοινωνίας» (Higson). Ωστόσο, στον 20ο αιώνα απομακρύνθηκε από την ανατεθείσα αυτή αρχική του αποστολή, και άρχισε σταδιακώς να στηλιτεύει και να ασκεί έλεγχο στον γαλλικό «εθνικό μύθο», όπως αυτός προβαλλόταν μέσα από την ενιαία εθνική ιστορική μνήμη. Σε αυτό σίγουρα έπαιξε ρόλο η μετανεωτερικότητα, η οποία φαίνεται να «απελευθερώνεται» στο β΄ μισό του 20ου αιώνα. Ειδικά την δεκαετία του 1970 και μετά, αρχίζει υιοθετεί ένα μεταεθνικό μοντέλο ερμηνείας της ιστορίας, αναδιαμορφώντας τα ήδη υφιστάμενα εθνικά μοτίβα, και καταπιάνεται με λεπτά θέματα που ως τότε θεωρούνταν ταμπού, προσπαθώντας να δώσει και να πλάσει μια νέα εικόνα της γαλλικής εθνικής ταυτότητας. Είναι πανθομολογούμενο πως «ιδιαίτερη δυναμική αποδεδειγμένα έχει η κινηματογραφική εικόνα για τη διαμόρφωση της εικόνας για το παρελθόν» όπως και η ίδια η φύση «του κινηματογράφου, ως πολιτισμικού προϊόντος με έντονο – σε πάρα πολλές περιπτώσεις– εθνικό χαρακτήρα, το οποίο βρίσκεται σε πολλαπλή διασύνδεση την εθνική ιστορία, τον ευρύτερο πολιτισμό και την κοινωνική πραγματικότητα μιας χώρας.» (Higson).
Καθίσταται αντιληπτό πως ο γαλλικός κινηματογράφος διαγράφει μια ενδιαφέρουσα πορεία, τελώντας σε άμεση συνάρτηση με την γαλλική εθνική ιστορία. Έχοντας αναλύσει εσχάτως τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος και έχοντάς τις ενσωματώσει στο εθνικό αφήγημα, έθεσε σε νέες βάσεις την γαλλική εθνική ταυτότητα.