Το όνομα «Άγιον Όρος» καθιερώθηκε το 12ο αιώνα, σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σε αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων».
Η 2α Νοεμβρίου είναι η 306η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 307η σε δίσεκτα έτη. Στις 2 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πόολέμου το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό απελευθερώνει το Άγιον Όρος. Πώς δημιουργήθηκε, όμως, η μοναδική στον κόσμο αυτή περιοχή;
Στην ελληνική μυθολογία, το όρος Άθως είναι το πεδίο της γιγαντομαχίας μεταξύ των Γιγάντων και των Ολύμπιων Θεών και ηγέτης των πρώτων ήταν ο Άθως. Ο Άθως πέταξε από τη Θράκη έναν τεράστιο βράχο εναντίον του Ποσειδώνα, αλλά αστόχησε και ο βράχος έπεσε στη θάλασσα, δημιουργώντας το όρος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του.
Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε τη Δάφνη, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας. Η Δάφνη, προκειμένου να κρατηθεί αγνή, βρήκε καταφύγιο στον Άθωνα, δίνοντας έτσι το όνομά της σε αυτόν. Αυτός ο μύθος υποδηλώνει ότι από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή συνδέθηκε με την αγνότητα.
Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων ο Άθως αναφέρεται για πρώτη φορά σχετικά με την περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου το 493 π.Χ.. Πλέοντας γύρω από τη χερσόνησο, ο περσικός στόλος συνάντησε κακοκαιρία και υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. Έτσι, η εισβολή ματαιώθηκε.
Το 368 π.Χ. η χερσόνησος και οι πόλεις της έγιναν μέρος του κράτους του Φιλίππου Β΄. Μερικά χρόνια μετά ο γιος του, Αλέξανδρος ο Μέγας, έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας και ένας αρχιτέκτονας, ο Δεινοκράτης, του πρότεινε να μετασχηματίσει το βουνό και όλη τη χερσόνησο σε τεράστιο άγαλμα, που θα απεικόνιζε τον Αλέξανδρο να κρατά μια πυκνοκατοικημένη πόλη στο χέρι του. Ο Αλέξανδρος απάντησε ότι ήταν αρκετή η ανάμνηση της αλαζονείας του Πέρση βασιλιά.
Μια έρημη περιοχή γίνεται πάμπλουτη
Το πότε ακριβώς διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στον Άθω δεν είναι γνωστό. Κατά μία ρωσική παράδοση φέρεται η ίδια η Θεοτόκος να εμφανίζεται στην περιοχή και οι κάτοικοι να ασπάζονται τον Χριστιανισμό.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος φέρεται να έχτισε στον Άθω αρκετούς ναούς, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται ιστορικά. Είναι πιθανό ότι μεμονωμένοι ερημίτες ασκήτεψαν στον εκεί κατά τη διάρκεια του τέταρτου και πέμπτου αιώνα, ενώ ήταν πολυάριθμοι κατά τον ένατο αιώνα, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για οργάνωση σε μοναστηριακές κοινότητες.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι κατά το 2ο ήμισυ του 9ου αιώνα ο Ιωάννης Κολοβός έκτισε, στο βόρειο τμήμα, τη Μεγάλη Βίγλα, το πρώτο Μοναστήρι. Τότε και ορίσθηκαν τα σύνορα του Άθω και απαγορεύτηκε η είσοδος σε αυτόν των λαϊκών, μη εξαιρουμένων και των βοσκών. Έτσι ο Άθως άρχισε να αποτελεί αποκλειστικό τόπο ασκητών και «οικητήριο βίου Αγίου».
Η ανάπτυξη του μοναχισμού στο Άγιο Όρος οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το μέρος ήταν έρημο και απομονωμένο. Οι διωκόμενοι χριστιανοί από τους εχθρούς του Βυζαντίου βρήκαν εκεί καταφύγιο. Όπως και όσοι έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη μετά τις Εικονομαχίες.
Ο αγιορείτικος μοναχισμός άρχισε να αναπτύσσεται όπως και στα παλαιότερα κέντρα του στην Ανατολή περνώντας από τρία στάδια: του ασκητικού, του κοινοτικού και του κοινοβιακού μέσα σε σύντομο διάστημα.
Οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην αρχή της χερσονήσου, λόγω όμως των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών άρχισαν σιγά σιγά να μεταφέρονται σε απρόσιτες περιοχές μέσα στη χερσόνησο. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν στις λεγόμενες «λαύρες» (οργανωμένες ομάδες).
Με χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄, το 885, ο Άθως ορίσθηκε ως αποκλειστικός τόπος διαμονής ασκητών αποκλειομένων οποιονδήποτε άλλων κοσμικών, ακόμα και βοσκών ή γεωργών.
Το 908 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός το επαναβεβαίωσε, καθιερώνοντας και την ανεξαρτησία του Αγίου Όρους.
Έναν αιώνα αργότερα, το 1046, ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος ρυθμίζει με αυτοκρατορικό διάταγμα την εσωτερική διακυβέρνηση της αθωνικής πολιτείας, αλλά και κάθε πτυχή της διαχείρισης της περιουσίας των μονών. Ακόμα και την όποια εμπορική δραστηριότητα. Στο ίδιο έγγραφο συναντάμε για πρώτη φορά και την απαγόρευση εισόδου στις γυναίκες.
Η απαγόρευση ήταν τόσο αυστηρή, ώστε από τότε ακόμη και ο Τούρκος αγάς που κατοικούσε στις Καρυές, δεν έπαιρνε μαζί του το χαρέμι του στον Άθω.
Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια. Αυτή την περίοδο μπήκε σε γενική χρήση ο όρος «Άγιον Όρος».
Ο Αλέξιος Κομνηνός απάλλαξε τα μοναστήρια από τη φορολογία, τα ελευθέρωσε από την υποταγή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε κάτω από την άμεση προστασία του.
Οι Σλάβοι επεδίωξαν να γίνουν αποδεκτοί στις νέες μονές και σε λίγο οι πρίγκιπές τους στη βαλκανική χερσόνησο ίδρυσαν ανεξάρτητα «καθίσματα» για τους Σλάβους μοναχούς. Έτσι προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α’ τα καθαρά σλαβικά μοναστήρια του Χιλανδαρίου και του Ζωγράφου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η μικρή μοναστική πολιτεία απέκτησε μεγάλη περιουσία, τόσο μέσω δωρεών ιδιωτών όσο και από τις γενναίες κρατικές επιχορηγήσεις. Οι μονές απέκτησαν γη σε όλη τη Μακεδονία, εξασκώντας κοινωνικο-οικονομική επιρροή στους γειτονικούς πληθυσμούς.
Η ανάπτυξη όμως ιδιοκτησίας «προσέδωσε σ’ αυτές χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεγαλοϊδιοκτητών δηλαδή απληστία και τάση αυξήσεως της περιουσίας τους σε βάρος ασθενέστερων». Εκτός από υπολογίσιμη οικονομική δύναμη μεταβαλλόταν και σε κοινωνική: τα πολυάριθμα άτομα-εκμισθωτές που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των κτημάτων τους ήταν σε κατάσταση εξάρτησης από τις μονές.
Επιθέσεις, σφαγές, προνόμια…
Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των Μονών. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος τους πήρε υπό την προστασία του, αλλά με την αποκατάσταση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας οι μοναχοί επέστρεψαν (1313) στην εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το 14ο αιώνα η Καταλανική Εταιρεία επέδραμε εναντίον του Άθωνα (1307 – 1309), καταστρέφοντας ριζικά πολλά μοναστήρια, λεηλατώντας τους θησαυρούς τους και τρομοκρατώντας τους μοναχούς. Από τα 300 μοναστήρια που υπήρχαν στην αρχή του 14ου αιώνα, μόνο 35 παρέμειναν.
Στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία περιήλθε στα χέρια του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος επισκέφτηκε τη χερσόνησο και ενίσχυσε οικονομικά τις μονές.
Αργότερα, οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι στην Κωνσταντινούπολη και οι Σλάβοι πρίγκιπες και ηγεμόνες της βαλκανικής χερσονήσου συνέχισαν να εμπλουτίζουν τα μοναστήρια του Άθωνα.
Όταν το 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στο σουλτάνο Μουράτ Β΄, ο οποίος τους αναγνώρισε όλα τα προηγούμενα αυτοκρατορικά προνόμια.
Όμως το 1432-1433 οι μοναστηριακές περιουσίες σε Θεσσαλονίκη και Σέρρες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε χάσια, ζιαμέτια,τιμάρια,μούλκια και βακούφια φόρους. Η οικονομική θέση των μοναστηριών χειροτέρεψε λόγω των δυσβάστακτων φόρων που επιβλήθηκαν από τους Οθωμανούς. Το Όρος σχεδόν εγκαταλείφθηκε.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 το Άγιο Όρος λειτούργησε ως άσυλο όπου κατέφυγαν πολλές οικογένειες, ενώ οι Μονές συνέδραμαν τον αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Περίπου 800 μοναχοί οπλίστηκαν και υπό τον Εμμανουήλ Παπά των Σερρών, μαζί και με κοσμικούς στρατιωτικούς, προσέβαλαν διάφορες θέσεις Τούρκων στη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρα.
Η Επανάσταση στην περιοχή κατεστάλη και πάνω από 40.000 Έλληνες σφαγιάσθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Ακολούθησε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του Άθωνα. Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις σφαγίασαν μοναχούς, καθώς επίσης και τα γυναικόπαιδα που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, κατέστρεψαν το τυπογραφείο των Μονών, λεηλάτησαν όσους θησαυρούς μπόρεσαν να βρούν και χρησιμοποίησαν ανεκτίμητα χειρόγραφα για να κατασκευάσουν φυσίγγια.
Το αυτόνομο καθεστώς του Αγίου Όρους αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά διεθνώς πριν την αναγνώριση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στη Χαλκιδική, με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878. Αυτή η συνθήκη προέβλεπε ότι «οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής τους, διατηρούν τις κτήσεις και τα πρότερα πλεονεκτήματά τους και χωρίς καμία εξαίρεση απολαύουν απόλυτη ισότητα δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων».
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των μοναχών ανερχόταν σε 4.046 και διέμεναν 1465 λαϊκοί. Το Άγιο Όρος απελευθερώθηκε από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στις 2 Νοεμβρίου 1912 κατέπλευσαν και αγκυροβόλησαν στον όρμο της Δάφνης η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου, το Θωρηκτό «Αβέρωφ», με το αντιτορπιλικό «Θύελλα» και τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ».
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, πλην της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, με την οποία διαπιστωνόταν η κατάλυση των οθωμανικών αρχών. Η επίσημη πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912. Εκείνη την περίοδο εννέα με δέκα χιλιάδες μοναχών κατοικούσαν εκεί.
Το ελληνικό κράτος κύρωσε με το Ν.Δ. 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος άρχισε να ισχύει το 1927 μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος, οπότε και για πρώτη φορά επισημοποιήθηκε η συνταγματική προστασία του καθεστώτος αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους.
Όταν εκδηλώθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος οι μονές διέθεσαν το υποζύγιά τους χωρίς αποζημίωση, ενώ διοργάνωσαν και εράνους σε είδη και χρήματα για την βοήθεια του Ελληνικού στρατού.
Υπό την προστασία των Γερμανών
Η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος άλλαξε τα πάντα: ο Διοικητής του Αγίου Όρους πρότεινε τη διαφυγή των χειρογράφων και των λοιπών κειμηλίων των μονών καθώς και τη φυγάδευση όσων μοναχών είχαν αναπτύξει αντιστασιακή δράση, εκτός Αγίου Όρους, στην Αθήνα ή τα νησιά του Αιγαίου. Τελικά πολλές μονές τα έκρυψαν τα κειμήλια σε κατακόμβες.
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης οι πολιτικές και αστυνομικές αρχές του Άθω περιήλθαν σε κατάσταση πανικού. Στις Καρυές συνήλθε η Ιερά Κοινότητα και συγκρότησε πολιτοφυλακή από μοναχούς και λαϊκούς. Αρχικά οι Γερμανοί έφθαναν στο Άγιον Όρος κατά πολύ μικρές ομάδες στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας του Απριλίου του 1941.
Η επίσημη απόβαση έγινε στη Μονή Βατοπεδίου μια εβδομάδα αργότερα από τον Περιφερειακό Φρούραρχο Λαγκαδά με τη συνοδεία ενός ταγματάρχη κι ένοπλου αποσπάσματος. Την επόμενη ημέρα μετέβησαν στις Καρυές. Τα μέλη της Ιεράς Κοινότητας ζήτησαν να προστατευθεί το Άγιον Όρος από μια πιθανή Βουλγαρική κατάληψη, ενώ ο Γερμανός ταγματάρχης τους διεμήνυσε εμπιστευτικά να αποστείλουν σχετική επιστολή προς τον Χίτλερ προκειμένου να διασφαλίσει το καθεστώς αυτό.
Στις 26 Απριλίου 1941, η Ιερά Κοινότητα συνήλθε δύο φορές και συνέταξε επιστολή η οποία εστάλη διά του Περιφερειακού Φρούραρχου Λαγκαδά και με την οποία «την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Όρει ενασκουμένους, ανεξαρτήτως εθνικότητος μοναχούς […] παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα, όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής».
Οι Γερμανικές αρχές ανταποκρίθηκαν άμεσα και στις 3 και 4 Μαΐου δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ανακοινωθέν της Γερμανικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης Αιγαίου ότι ετίθετο υπό Γερμανική προστασία το Άγιον όρος.
Οι Γερμανοί απέτρεψαν απόπειρα των Βουλγάρων να φτάσουν τον Μάιο του 1941 στο Άθω, κατορθώνοντας να πάνε μέχρι την Ιερισσό απ’ όπου και διώχθηκαν από τους Γερμανούς.
Η μοναστική κοινότητα του Αγίου όρους αριθμούσε περί τους 3.855 μοναχούς τον Σεπτέμβριο του 1942: 2812 Έλληνες και 1043 αλλοεθνείς, δηλαδή 712 Ρώσοι, 150 Ρουμάνοι, 108 Βούλγαροι και 73 Σέρβοι. Αντιμετώπιζε προβλήματα επισιτισμού, κάτι που εκμεταλλευόταν η Βουλγαρική προπαγάνδα που παρείχε τρόφιμα και επεδίωκε τον προσεταιρισμό τους. Με παρέμβαση του ελληνικού Υπουργείου των Εσωτερικών της Κατοχικής Κυβέρνησης προς το Υπουργείο Επισιτισμού εστάλησαν τρόφιμα.