Αντιμέτωπη με τρεις παράλληλες αλλά και αλληλοσυνδεόμενες προκλήσεις βρίσκεται η οικονομία, καθώς η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, η άνοδος των επιτοκίων και η αποδυνάμωση του ευρώ δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
Όπως αναφέρουν οικονομικοί αναλυτές, η Ευρωζώνη αλλά και η χώρα μας βιώνουν αυτή τη στιγμή την «τέλεια καταιγίδα» με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η ενεργειακή κρίση συνεχίζεται ακάθεκτη και πλέον οι προβλέψεις είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες. Μετά τα αλλεπάλληλα ρεκόρ που κατέγραψε η τιμή του φυσικού αερίου, πλέον εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεπεράσει ακόμη και τα 400 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το Σεπτέμβριο, στην περίπτωση που η Ρωσία σταματήσει την παροχή μέσω του αγωγού Nordstream 1.
Μια εξέλιξη με ολέθριες συνέπειες για την οικονομία ολόκληρης της Ευρωζώνης, καθώς -πέρα από την εκτίναξη του πληθωρισμού- θα οδηγήσει νομοτελειακά και σε ύφεση, κάνοντας πράξη τον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού. Στο δυσμενές αυτό σενάριο, οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης θα βιώσουν διψήφιο τιμάριθμο σε συνδυασμό με ασθενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, γεγονός που θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, η διατήρηση του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη σε ολόκληρο τον πλανήτη -συνέπεια της ενεργειακής κρίσης- ωθεί τις Κεντρικές Τράπεζες σε μπαράζ αυξήσεων στα επιτόκια, προκειμένου να τον τιθασεύσουν. Ήδη η FED έχει προχωρήσει σε μια εξαιρετικά επιθετική νομισματική πολιτική, ενώ κατά πόδας ακολουθεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, οικονομικοί αναλυτές όχι μόνο θεωρούν βέβαιη μια νέα άνοδο των επιτοκίων του ευρώ το Σεπτέμβριο, αλλά και δεν αποκλείουν αυτή να είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης, αντίστοιχη με αυτή που έγινε το Καλοκαίρι. Εφόσον το σενάριο αυτό επαληθευθεί, μιλάμε για μια εξέλιξη με ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες στο κόστος δανεισμού τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών, η οποία και προστίθεται στις πληθωριστικές πιέσεις.
Το τρίπτυχο των πιέσεων για την οικονομία της Ευρωζώνης συμπληρώνει η σταθερή διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Πλέον, και για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες, η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου είναι κάτω από το 1 προς 1. Οι φόβοι για ύφεση στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την επιθετική νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών συντελούν στην άσκηση των πιέσεων, με αρκετούς αναλυτές να προβλέπουν ακόμη μεγαλύτερη πτώση. Και, αν υπό κανονικές συνθήκες, η αποδυνάμωση του ευρώ θα λειτουργούσε θετικά ως προς την ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης, σήμερα τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Και αυτό γιατί οι τιμές του πετρελαίου και ευρύτερα της ενέργειας τιμολογούνται σε δολάρια. Έτσι, ενώ στο παρελθόν το ισχυρό ευρώ λειτουργούσε ως «μαξιλάρι» απορρόφησης κάποιων πιέσεων, σήμερα αυτό δεν ισχύει, με ό,τι συνεπάγεται για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως σε αυτό το περιβάλλον η χώρα μας έχει μια σειρά από «άμυνες» που της επιτρέπουν να αντιμετωπίζει το επερχόμενο τσουνάμι από λιγότερο δυσμενή θέση. Μολονότι πλήττεται σφόδρα από τον πληθωρισμό, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη τόσο το 2022 όσο και το 2023 είναι θετικές. Την ίδια στιγμή, η μεγάλη άνοδος στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις επιβεβαιώνει το διεθνές ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, εφόσον αξιοποιηθούν, μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στις υφεσιακές πιέσεις. Τέλος, η εξαιρετικά καλή πορεία του τουρισμού ενισχύει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό ώστε να στηριχθούν ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μάλιστα, στο μέτωπο αυτό, η αποδυνάμωση του ευρώ λειτουργεί θετικά, καθιστώντας τη χώρα μας ιδιαίτερα δημοφιλή προορισμό για επισκέπτες και επενδυτές από τις Ηνωμένες Πολιτείες που είναι ευνοημένοι λόγω της ισοτιμίας.