Η Τόνι Μόρισον, η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας, εξερεύνησε την ταυτότητα των μαύρων στην Αμερική – και ιδίως τη συχνά συντριπτική εμπειρία των μαύρων γυναικών – μέσα από τη φωτεινή και ευαίσθητη πένα της που δεν μοιάζει με εκείνη κανενός άλλου συγγραφέα στην αγγλική γλώσσα. Σε όλο το έργο της, οι αναφορές και οι περιγραφές της περιστρέφονται γύρω από την έντονη ανησυχία της για τη δουλεία και την κληρονομιά της. Στη μυθοπλασία της, το παρελθόν εκδηλώνεται συχνά σε ένα οδυνηρό παρόν – έναν κόσμο αλκοολισμού, βιασμών, αιμομιξίας και δολοφονιών, που εξιστορείται με αμείλικτες λεπτομέρειες.
Το συγκλονιστικό λογοτεχνικό της έργο, εξερευνά την πολυμορφία της φωνής των μαύρων, ιδίως μέσα από τα μάτια των μαύρων γυναικών και κοριτσιών, με μια εκπληκτικά εύγλωττη και λυρική λογοτεχνική φωνή. Κουρασμένη από την κυρίαρχη παραδοχή του λευκού αναγνώστη, φροντίζει να μην επικεντρώνεται στη λευκή ματιά.
Η Μόρισον, μία από τους 12 Αμερικανούς που κέρδισαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1931 ως Χλόη Αρδέλια Γούφορντ, κόρη του Τζόρτζ Γούφορντ και της Έλα Ραμα Γουίλις Γούφορτν, στο Λορέιν του Οχάιο, μια εργατική κοινότητα περίπου 30 μίλια δυτικά του Κλίβελαντ. Η νεαρή Χλόη μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο αφηγήσεις και δεισιδαιμονίες. Οι γονείς της ενθάρρυναν το πρώιμο ενδιαφέρον της για τη λογοτεχνία, το οποίο περιελάμβανε συγγραφείς όπως οι Όστεν, Φλομπέρ και Τολστόι. Αλλά το ενδιαφέρον της για την αφήγηση και την αφροαμερικανική παράδοση καλλιεργήθηκε κυρίως από τον πατέρα της, ο οποίος της έλεγε ιστορίες και ανέκδοτα που είχε ακούσει καθώς μεγάλωνε στον Νότο. Λάτρευε επίσης να ακούει ιστορίες φαντασμάτων- η γιαγιά της συμβουλευόταν συχνά ένα βιβλίο ερμηνείας ονείρων, από το οποίο μαντεύει τις επιλογές της ημέρας παίζοντας με τους αριθμούς.
Στα 12 της χρόνια, η Χλόη προσχώρησε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πήρε το βαπτιστικό όνομα Άντονι και έγινε γνωστή ως Χλόη Άντονι Γουφορντ. Από αυτό το όνομα θα ξεπηδήσει αργότερα το παρατσούκλι της, όταν ήταν προπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ στην Ουάσινγκτον. Τότε άρχισε να αυτοαποκαλείται Τόνι, είπε, επειδή οι συμφοιτητές της έβρισκαν το όνομα Χλόη μάλλον δύσκολο να προφέρουν. Αφού πήρε το πτυχίο της από το Χάουαρντ με ειδίκευση στα αγγλικά και δευτερεύουσα ειδίκευση στις κλασικές σπουδές το 1953, απέκτησε μεταπτυχιακό στα αγγλικά από το Κορνέλ το 1955. Δίδαξε αγγλικά για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, και στη συνέχεια επιστρέφει στο Χάουαρντ ως μέλος του διδακτικού προσωπικού. Εκεί, θα παρακολουθήσει εντατικά ένα σεμινάριο μυθοπλασίας και δημιουργικής γραφής αρχίζοντας έτσι να δουλεύει πάνω σε μια ιστορία για ένα μαύρο κορίτσι που λαχταρά τα μπλε μάτια – τον πυρήνα του πρώτου της μυθιστορήματος The Bluest Eye (1970).
Το 1958 παντρεύτηκε τον Χάρολντ Μόρισον, με ένα γάμο που δεν θα διαρκέσει περισσότερο από 6 χρόνια, θα χωρίσουν το 1964 με τη Μόρισον να μιλάει σπάνια για αυτή τη σχέση. Σύντομα θα γίνει η πρώτη μαύρη γυναίκα εκδότρια στις εκδόσεις Random House, αναζητώντας νέες φωνές της μαύρης κοινότητας και στα επόμενα χρόνια θα ανακαλύψει αυτές τις φωνές στα πρόσωπα των Toni Cade Bambara, Angela Davis και Gayl Jones. Εντοπίζει αμέσως τον παλμό ενός έργου, αντιλαμβάνεται αμέσως τη δύναμη και την τόλμη του. Το πάθος της, όμως, ήταν η συγγραφή και η διδασκαλία. Θα πιάσει και πάλι τη γραφομηχανή της και θα γυρίσει στο Πανεπιστήμιο.
Το δεύτερο μυθιστόρημά της, το Sula (1973), ένα βιβλίο μαγικού ρεαλισμού, προβάλει τη ζωντανή αντίθεση μεταξύ δύο μαύρων γυναικών, η μία επαναστάτρια και η άλλη κομφορμίστρια, των οποίων οι ιστορίες και ο αγώνας τους γίνονται το πρότυπο για ορισμένα από τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Το Song of Solomon (1977), το δεύτερο μυθιστόρημά της θα της προσφέρει το βραβείο National Book Critics’ Circle, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν το Beloved (1987) το υψηλότερο επίτευγμά της -είναι το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας που εξιστορεί τις μικρές και αστικές κοινότητες των μαύρων Αμερικανών τα τελευταία 150 χρόνια. Το βιβλίο με το οποίο και θα κερδίσει το βραβείο Pulitzer στην κατηγορία μυθοπλασίας το 1987. Τοποθετημένο στα 1873, εξιστορεί τη ζωή μιας μαύρης γυναίκας με το όνομα Sethe, από τις προ-εμφυλιακές ημέρες της ως σκλάβα στο Κεντάκι που δολοφονεί το παιδί της για να αποτρέψει την εκ νέου κατάσχεσή του από τον δουλοκτήτη από τον οποίο έχει δραπετεύσει.
Είναι μια ιστορία βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό που διάβασε όταν έπεσε πάνω σε ένα άρθρο του 19ου αιώνα για μια φυγάδα σκλάβα ονόματι Μάργκαρετ Γκάρνερ, η οποία στο σημείο της ανακατάληψης κοντά στο Σινσινάτι, σκότωσε τη μικρή της κόρη, που αποκάλυψε κατά την προετοιμασία μιας ιστορικής συλλογής όταν ακόμα βρισκόταν στις εκδόσεις Random House, του The Black Book (1974) που εκδόθηκε το 1974. Πρόκειται για ένα πλούσια εικονογραφημένο λεύκωμα που καλύπτει τρεις αιώνες αφροαμερικανικής ιστορίας, αναπαράγοντας αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, διαφημίσεις, φυλλάδια και άλλα παρόμοια – μια εκπληκτική μαρτυρία της θρυλικής σοφίας, της δύναμης και της επιμονής των μαύρων ανδρών και γυναικών με σκοπό την ελευθερία:
«Είμαι τόσο χαρούμενη που το βιβλίο είναι και πάλι ζωντανό. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν υπάρχει άλλο έργο που να αφηγείται και να οπτικοποιεί μια ιστορία τέτοιας δυστυχίας με σοβαρότητα, χιούμορ, χάρη και θρίαμβο», έχει δηλώσει η ίδια για το λεύκωμά της.
Το 1989, μετά την επιτυχία του Beloved, η Μόρισον διορίστηκε καθηγήτρια ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ενώ υπήρξε επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και στο Bard College καθώς όπως η ίδια δήλωνε συχνά σε συνεντεύξεις της «Η διδασκαλία και η συναναστροφή με τους νέους είναι σημαντική, ώστε να παραμένει η ίδια επίκαιρη».
Συνολικά θα γράψει 11 μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία και συλλογές δοκιμίων. Τα μυθιστορήματά της εμφανίζονταν τακτικά στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times, παρουσιάστηκαν πολλές φορές στην τηλεοπτική λέσχη βιβλίου της Oprah Winfrey και αποτέλεσαν αντικείμενο αναρίθμητων κριτικών μελετών. Το 2012 ο Αμερικανός Πρόδερος Μπάρακ Ομπάμα της απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Πέθανε σε ηλικία 88 ετών το 2019.
Οι αφηγήσεις της αναμειγνύουν τις φωνές ανδρών, γυναικών, παιδιών, ακόμη και φαντασμάτων σε μια σαγηνευτική πολυφωνία. Τα έργα της έχουν τεράστια απήχηση, γιατί οι αλήθειες που μοιράζεται, αν και γεμάτες οργή και πόνο, έχουν κάτι κατευναστικό, παρήγορο και ελπιδοφόρο. Το παρελθόν για τη Μόρισον είναι έκδηλο στους δεσμούς της οικογένειας, της κοινότητας και της φυλής – δεσμούς που επιτρέπουν τη μετάδοση του πολιτισμού, της ταυτότητας και της αίσθησης του ανήκειν από τους γονείς στα παιδιά στα εγγόνια. Αυτοί οι δεσμοί γενεών αποτελούν τις μόνες σωτήριες αλυσίδες στην ανθρώπινη εμπειρία.
Απονέμοντάς της το Νόμπελ, η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε στα «μυθιστορήματά της που χαρακτηρίζονται από οραματική δύναμη και ποιητική σημασία», μέσω των οποίων «δίνει ζωή σε μια ουσιαστική πτυχή της αμερικανικής πραγματικότητας».