Ο άγιος Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ της Παλαιστίνης κατά τους χρόνους της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, από κάποιον χριστιανό ευγενή ονόματι Χριστόφορο και την ειδωλολάτρισσα Θεοδοσία, και τον ονόμασαν “Νεανία”.
Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, και η μητέρα του φρόντισε να τον αναθρέψει ως ειδωλολάτρη. Μάλιστα, η μητέρα του τον προσέφερε ως υπηρέτη στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, προσφέροντάς του και χρήματα προκειμένου να δεχθεί τον γιό της. Ο Διοκλητιανός δέχθηκε τον εθνικό τότε “Νεανία” κάνοντάς τον Δούκα της Αλεξάνδρειας της Συρίας, και δίνοντάς του ως πρώτη εντολή να διώκει και να τιμωρεί τους Χριστιανούς.
Μετά την ανάληψη του αξιώματος, ο νεαρός Δούκας ξεκίνησε μαζί με δύο αξιωματικούς του, με προορισμό την πόλη Απάμεια (σημερινή ονομασία Χαμάν), η οποία ήταν και μητρόπολη της Αντιόχειας. Επειδή είχε πολύ ζέστη, ταξίδευαν κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν φτάνοντας περίπου 30 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, έγινε σεισμός και ο ουρανός φωτίστηκε από αστραπές. Τότε ο Νεανίας άκουσε από τον ουρανό μία φωνή να τον απειλεί με θάνατο, εάν εκτελέσει τις διαταγές του Διοκλητιανού και διώξει τους Χριστιανούς.
Ο καλοπροαίρετος Δούκας, μη γνωρίζοντας ποιος του μιλάει, ζήτησε από την φωνή να του φανερωθεί, και τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένας κρυστάλλινος Σταυρός και από εκεί ακούστηκε φωνή που του έλεγε : “Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Ιησούς, ο Υιός του Θεού του Ζώντος”. Ξαφνιασμένος ο Νεανίας από αυτή την αποκάλυψη, όταν έφτασε στην Απάμεια ζήτησε να κατηχηθεί και αφού πίστεψε στο Χριστό, βαπτίστηκε λαμβάνοντας το όνομα Προκόπιος. Όταν επέστρεψε στη Σκυθόπολη, στην Κοίλη Συρία (την αρχαία Νύσσα που οι Εβραίοι ονόμαζαν Βεθοάν), κατασκεύασε έναν Σταυρό από χρυσό και ασήμι, κατά τον τύπο του Σταυρού που του είχε φανερωθεί, επάνω στον οποίο εμφανίστηκαν μετά την ολοκλήρωσή του τρεις εικόνες με εβραϊκά γράμματα. Στην κεντρική έγραφε “Εμμανουήλ” και στις δύο πλαϊνές “Μιχαήλ” και “Γαβριήλ”.
Έχοντας τον Σταυρό αυτό λάβαρο στις μάχες κατά των Σαρακηνών, επέστρεψε νικητής στην Αλεξάνδρεια. Η μητέρα του, γεμάτη χαρά για τις νίκες του γιου της, τον προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα για να ευχαριστήσει τους θεούς, αλλά ο Προκόπιος της απάντησε ότι για τις νίκες τις κατάφερε με τη δύναμη του Χριστού και όχι των ειδώλων. Αμέσως η μητέρα του τον ανέφερε στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε τον ηγεμόνα της Καισαρείας Ούλκιο, να εξετάσει τον Προκόπιο για την Πίστη του.
Και ενώπιον του ηγεμόνα της Καισαρείας στην Παλαιστίνη ο Προκόπιος παραδέχθηκε την πίστη του στον Ιησού Χριστό και ακόμη μία φορά αρνήθηκε να θυσιασει στα είδωλα. Τότε τον έδειραν μέχρι που τον πέταξαν μισοπεθαμένο στη φυλακή. Στη φυλακή του εμφανίστηκε ο Χριστός, ο οποίος του έδειξε τον στέφανο του μαρτυρίου και προέτρεψε τον Προκόπιο να προκόψει στην αρετή και να αντέξει στα βασανιστήρια για να κερδίσει την αιώνιο ζωή.
Την επόμενη μέρα πήγαν τον Άγιο στον ειδωλολατρικό ναό, με το σκεπτικό ότι στο μεταξύ θα είχε αλλάξει γνώμη και ότι θα θυσίαζε στα είδωλα. Εκεί, ο Προκόπιος ξεκίνησε να προσεύχεται και τότε τα είδωλα άρχισαν να λιώνουν και σαν νερό χύθηκαν έξω από τον ναό. Οι στρατιώτες των αξιωματιών καθώς και οι δύο Τριβούνοι Νικόστρατος και Αντίνοος, είδαν το θαύμα και πίστεψαν στον Χριστό. Bαπτίστηκαν από τoν Επίσκοπο Λεόντιο και αργότερα μαρτύρησαν δι’ αποκεφαλισμού.
Και η μητέρα του, η οποία ήταν παρούσα στο θαύμα, πίστευσε στο Χριστό και βαπτίστηκε κι αυτή μαζί με άλλες 12 Συγκλητικές γυναίκες που ήταν εκεί. Όλες συνελήφθησαν, και βασανίστηκαν με αποκοπή των μαστών, έκαψαν τις μασχάλες τους με πυρωμένες σιδερένιες μπάλες και τελικά αποκεφαλίστηκαν, κερδίζοντας τον Στέφανο του Μαρτυρίου.
Και επειδή ο Ούλκιος δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα του Προκοπίου, την εξέτασή του ανέλαβε ο ηγεμόνας Φλαβιανός. Μετά από την προφορική εξέταση ο Προκόπιος επέμενε στην Χριστιανική του Πίστη, τότε ο ηγεμόνας διέταξε τον υπηρέτη Αρχέλαο να τρυπήσει με το σπαθί του τον Άγιο στην κοιλιά, αλλά με το που σήκωσε ο Αρχέλαος το σπαθί του έπεσε κάτω νεκρός.
Έπειτα έδεσαν τον Άγιο με σχοινιά και τον μαστίγωναν με βούνευρα. Το έκαψαν με αναμμένα κάρβουνα και στις πληγές του πετούσαν ξύδι. Κατόπιν έβαλαν στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα με λιβάνι, αλλά ο γενναίος Προκόπιος κράτησε το αναμμένο κάρβουνο, μέχρι που αυτό κάηκε ολόκληρο στο χέρι του, και να μην φανεί, πετώντας το, ότι προσέφερε θυσία στα είδωλα.
Ύστερα, τον κρέμασαν ανάποδα και ετοιμάζονταν να τον ρίξουν σε έναν αναμμένο φούρνο, αλλά ο Άγιος Προκόπιος τον σταύρωσε, και ο φούρνος πάγωσε αμέσως. Τελικά αποκεφαλίστηκε, κερδίζοντας τον αμάραντο Στέφανο της αιώνιας ζωής.