Οι δεύτεροι Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης ιστορίας διεξήχθησαν στη γαλλική πρωτεύουσα από τις 14 Μαίου. Η μεγάλη διάρκειά τους οφείλεται στη σύνδεσή τους με την 3η Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Η εμπορευματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν γεγονός, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την αναβίωσή τους στην Αθήνα.
Η Ελλάδα επέμεινε στη μόνιμη τέλεση των αγώνων στην Αθήνα, όμως ο ατυχής πόλεμος με την Τουρκία το 1897 και τα συνακόλουθα οικονομικά προβλήματα (βρισκόμαστε στην εποχή του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν») ήταν μια επαρκής αιτία για τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να αναθέσει τους αγώνες στην πατρίδα του Βαρώνου Ντε Κουμπερτέν.
Ο γάλλος παράγοντας είχε μεγάλα σχέδια για τους αγώνες και δήλωνε ότι θα ξεπερνούσαν σε λάμψη τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Σκόπευε, μάλιστα, να κτίσει στην καρδιά του Παρισιού ένα πιστό αντίγραφο του αρχαίου σταδίου της Ολυμπίας. Τον προσγείωσε ανώμαλα ο επικεφαλής της Διεθνούς Έκθεσης, Αλφρέντ Πικάρ, που του τόνισε ότι ο αθλητισμός είναι «μια άχρηστη και γελοία δραστηριότητα για να δαπανηθούν τόσα πολλά χρήματα».
Η απόφαση των διοργανωτών να συνδέσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες με την Εμπορική Έκθεση αποδείχθηκε ατυχέστατη. Η οργάνωση ήταν χαοτική, οι αγώνες έχασαν το αθλητικό τους περιεχόμενο και οι θεατές σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπιζαν τους αθλητές ως ακροβάτες τσίρκου. «Είναι θαύμα που οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέζησαν μετά από αυτό το φιάσκο» έλεγε αργότερα σε φίλους του ο Βαρώνος Ντε Κουμπερτέν.
Τελετή έναρξης δεν υπήρξε και οι αθλητικές δραστηριότητες ξεκίνησαν στις 20 Μαίου στο Ποδηλατοδρόμιο της Βενσέν και σε άλλα σημεία των Παρισίων.
Ανάμεσά τους για πρώτη φορά και 20 γυναίκες, που διαγωνίσθηκαν στο γκολφ και το τένις.
Όπως και στην Αθήνα, μετάλλια απονέμονταν μόνο στους δύο πρώτους. Στον πρώτο αργυρό και στον δεύτερο χάλκινο.
Η ελληνική αποστολή, σε αντίθεση με τα 49 μετάλια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (1896), έμεινε χωρίς μετάλλιο. Ήταν τετραμελής και μετέβη στο Παρίσι με έξοδα των σωματείων Πανελλήνιος και Εθνικός Γ.Σ., στους οποίους ανήκαν οι αθλητές.