Το σπίρτο είναι ένα αναλώσιμο αντικείμενο που ανάβει φωτιά κατ’ επιθυμία, υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
Τα σπίρτα πωλούνται σε περίπτερα, υπεραγορές και άλλα καταστήματα, σε πακέτα.
Το σπίρτο συνήθως αποτελείται από ένα μικρό ξυλάκι (ή σκληρό χαρτονάκι) του οποίου η μία άκρη είναι καλυμμένη από κάποιο υλικό, η κεφαλή του σπίρτου, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει το στοιχείο φώσφορος, όπως αναφέρει η wikipedia.org
Η κεφαλή θα ανάψει από τη θερμότητα που θα προκαλέσει η τριβή της με κάποια κατάλληλη επιφάνεια.
Το πρώτο σπίρτο τριβής κατασκευάστηκε από τον Βρετανό Τζον Γουόκερ το 1827. Είχαν προηγηθεί οι προσπάθειες του Ρόμπερτ Μπόιλ γύρω στα 1680 με φωσφόρο και θείο, οι οποίες όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Τα πρώτα σπίρτα είχαν διάφορα προβλήματα: η φλόγα δεν ήταν σταθερή και η αρχική αντίδραση ήταν αρκετά βίαιη· επιπλέον, η μυρωδιά που ανέδιδε το σπίρτο ήταν δυσάρεστη. Παρά τα προβλήματα αυτά, τα νέα σπίρτα συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του αριθμού καπνιστών.
Το 1831 ο Γάλλος Σαρλ Σωριά πρόσθεσε λευκό φωσφόρο για να αφαιρέσει τη μυρωδιά. Αυτά τα νέα σπίρτα έπρεπε να φυλάσσονται σε αεροστεγώς κλειστά κουτιά, αλλά ήταν δημοφιλή.
Δυστυχώς, όσοι ασχολήθηκαν με την κατασκευή τους επηρεάστηκαν από σοβαρές ασθένειες των οστών, ενώ σε κάθε πακέτο υπήρχε αρκετός λευκός φωσφόρος για να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Όταν έγιναν γνωστοί οι κίνδυνοι των σπίρτων αυτών, έγινε μεγάλη εκστρατεία για την απαγόρευσή τους.
Το αθόρυβο σπίρτο κατασκευάστηκε το 1836 από τον Ούγγρο Γιάνος Ιρίνι, ο οποίος ήταν φοιτητής της χημείας. Το 1836 ένα ανεπιτυχές πείραμα του καθηγητή του, του Μάισνερ, έδωσε στον Ιρίνι την ιδέα να αντικαταστήσει το χλωριούχο κάλιο με διοξείδιο του μολύβδου στην κεφαλή του σπίρτου.
Ο Ιρίνι εφηύρε το αθόρυβο σπίρτο ασφαλείας και πούλησε την πατέντα στον Ίστβαν Ρόμερ, κατασκευαστή σπίρτων.
Ο Ρόμερ, πλούσιος Ούγγρος φαρμακοποιός που ζούσε στη Βιέννη, αγόρασε την εφεύρεση και τα δικαιώματα παραγωγής από τον Ιρίνι, ο οποίος ήταν ένας φτωχός φοιτητής, για 60 φιορίνια. Η παραγωγή σπίρτων ξεκίνησε για τα καλά.
Ο Ίστβαν Ρόμερ πλούτισε από την εφεύρεση του Ιρίνι, ενώ ο ίδιος ο εφευρέτης πέθανε φτωχός και εγκαταλελειμμένος.
Το σπίρτο ασφαλείας κατασκευάστηκε το 1844 από τον Σουηδό Γκούταβ Έρικ Πας και βελτιώθηκε μια δεκαετία αργότερα από τον Τζων Έντβαρντ Λούντστρομ.
Η ασφάλειά τους έγκειται στον διαχωρισμό των καύσιμων συστατικών ανάμεσα στην κεφαλή του σπίρτου και μια ειδική επιφάνεια τριβής, και την αντικατάσταση του λευκού φωσφόρου με ερυθρό φώσφορο. Κατά την τριβή η θερμότητα μετατρέπει μέρος του ερυθρού φωσφόρου σε λευκό, το οποίο αναφλέγεται και προκαλεί την καύση της κεφαλής.
Οι Σουηδοί είχαν για πολλά χρόνια ουσιαστικά παγκόσμιο μονοπώλιο στην κατασκευή σπίρτων, με βιομηχανία κυρίως στο Γιόνκοπινγκ.
Πούλησαν τη γαλλική πατέντα σπίρτων ασφαλείας στην Κουαζάν πατέρας και υιοί (Coigent père & Fils) στη Λυών, αλλά οι Κουαζάν αμφισβήτησαν την πληρωμή σε γαλλικό δικαστήριο, με το επιχείρημα ότι η εφεύρεση ήταν γνωστή στη Βιέννη προτού την πατεντάρουν οι αδελφοί Λούντστρομ.
Οι Βρετανοί κατασκευαστές σπίρτων Μπράιαντ και Μέι (Bryant and May) επισκέφτηκαν το Γιόνκοπινγκ το 1858 σε μια προσπάθεια να εισάγουν προμήθειες σπίρτων ασφαλείας, αλλά δεν το κατάφεραν.
Το 1862 λειτούργησαν το δικό τους εργοστάσιο και αγόρασαν τα δικαιώματα της βρετανικής πατέντας σπίρτων ασφαλείας από τους αδελφούς Λούντστρομ.
Τα σπίρτα ασφαλείας χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα αντικείμενα. Η μεταφορά τους σε αεροπλάνο δεν απαγορεύεται, ωστόσο είναι υποχρεωτική η δήλωσή τους ως επικίνδυνα αντικείμενα.