Σαν Σήμερα Κάνει Πρεμιέρα Στο Παρίσι Το Μπαλέτο Του Ιγκόρ Στραβίνσκι Το Πουλί Της Φωτιάς

Το «Πουλί της φωτιάς» του Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971) είναι βασισμένο σε ένα γνωστό ρωσικό λαϊκό παραμύθι: Ο πρίγκιπας Ιβάν κυνηγώντας στο δάσος εισέρχεται στην επικράτεια του αθάνατου μάγου Κοσέι, όπου κατορθώνει να πιάσει το Πουλί της Φωτιάς, ένα πανέμορφο μαγικό πλάσμα. Όταν του χαρίζει τη ζωή, εκείνο του δίνει ένα από τα πολύχρωμα φτερά του, με το οποίο ο πρίγκιπας μπορεί να το καλεί όποτε χρειάζεται τη βοήθειά του. Στη συνέχεια συναντά δεκατρείς πριγκίπισσες που βρίσκονται κάτω από τα μάγια του Κοσέι και ερωτεύεται τη μία απ’ αυτές.

Ο μάγος στέλνει τους ακόλουθούς του εναντίον του Ιβάν και ο πρίγκιπας τότε χρησιμοποιεί το μαγικό φτερό. Με την παρέμβαση του Πουλιού της Φωτιάς ο Κοσέι και τα τέρατά του πέφτουν σε βαθύ ύπνο και ο Ιβάν βρίσκει το κουτί όπου φυλάσσεται ένα αυγό που περιέχει την αθάνατη ψυχή του Κοσέι. Ο Ιβάν καταστρέφει το αυγό και τα μάγια λύνονται, απελευθερώνοντας τα πλάσματα που ήταν αιχμάλωτα. Οι πριγκίπισσες ξυπνούν και όλοι μαζί γιορτάζουν τη νίκη τους.

Μπαλέτο - Διάσημα Έργα timeline | Timetoast timelines

Το πρωτοποριακό χορόδραμα πρωτοπαρουσιάστηκε στην Όπερα του Παρισιού, σαν σήμερα, στις 25 Ιουνίου του 1910, από τα Ρωσικά Μπαλέτα του ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ο οποίος ήδη λίγο καιρό νωρίτερα είχε ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια να συστήσει τη ρωσική τέχνη στο δυτικό κοινό. Είναι το πρώτο σημαντικό έργο του Στραβίνσκι, με το οποίο μάλιστα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Η ευτυχής συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ συνεχίστηκε το επόμενο έτος με το χορόδραμα «Πετρούσκα» (1911) και αμέσως μετά με την περίφημη «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (1913), ανοίγοντας νέους δρόμους στη μουσική και τον χορό.

Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Ορανίενμπαουμ, θέρετρο κοντά στην Αγία Πετρούπολη, το 1882. Ο πατέρας του ήταν τραγουδιστής, σολίστ της Αυτοκρατορικής Όπερας της Πετρούπολης. Στα δέκα του χρόνια ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Το 1901 ξεκίνησε σπουδές νομικής στην Πετρούπολη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα θεωρίας της μουσικής. Ο σημαντικότερος δάσκαλός του ήταν ο Νικολάι Ρίμσκι – Κόρσακοφ, με τον οποίο ξεκίνησε ιδιαίτερα μαθήματα το 1903 και έμεινε δίπλα του ως το 1908.

Το πρώτο του σημαντικό έργο είναι «Το πουλί της φωτιάς», ένα μπαλέτο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Ντιάγκιλεφ για τα Ρωσικά Μπαλέτα και παρουσιάστηκε το 1910 στο Παρίσι. Η επιτυχία του έργου τον έκανε διεθνώς γνωστό. Το 1911 γράφει το μπαλέτο Πετρούσκα, όπου, όπως και στο προηγούμενο μπαλέτο του, τα ρωσικά λαϊκά στοιχεία μετασχηματίζονται σε έργα αμιγώς μοντέρνα. Ωστόσο, η καθιέρωση του Στραβίνσκι ως ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του θα έρθει με το τρίτο μπαλέτο του, την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (1913) το οποίο, εξ αιτίας και του περίφημου σκανδάλου που προκλήθηκε στην πρεμιέρα του, έγινε ένα από τα ορόσημα στην ιστορία της μουσικής.

Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θα αναστείλει τις δραστηριότητες των Ρωσικών Μπαλέτων, ο Στραβίνσκι θα εγκατασταθεί στην Ελβετία και θα γράψει εκεί μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, με θέματα παρμένα κυρίως από τη ρωσική λαϊκή παράδοση: «Το αηδόνι» (1914), «Η αλεπού» (1915), «Γάμοι» (1914-23), «Η Ιστορία του Στρατιώτη» (1918), «Συμφωνία για πνευστά» (1920), «Μάβρα» (1922). Επέστρεψε στη Ρωσία το 1962. Για την επαναλειτουργία των Ρωσικών Μπαλέτων θα γράψει τον «Πουλτσινέλα» (1920), μια μεταγραφή σε προσωπικό ύφος ενός έργου του 18ου αιώνα που αποδίδεται στον Περγκολέζι. Με το έργο αυτό ξεκινάει η δεύτερη σημαντική περίοδος στη συνθετική πορεία του Στραβίνσκι, η νεοκλασική. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται στη Γαλλία (θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα το 1934).

 

Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Στραβίνσκι στρέφεται στις μουσικές μορφές του παρελθόντος, χρησιμοποιώντας τις στο πλαίσιο των δικών του αισθητικών επιδιώξεων. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι ο «Οιδίπους Τύραννος» (1927), ένα ογκώδες ορατόριο βασισμένο στο έργο του Σοφοκλή, σε μια μεταγραφή από τον Ζαν Κοκτώ στα λατινικά, ο «Απόλλων Μουσηγέτης» (1928), ένα έργο για έγχορδα στο στιλ του «Λουλί», το τελευταίο από τα μπαλέτα του που θα παρουσιάσει ο Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο «Το φιλί της νεράιδας» (1928), αφιερωμένο στη μνήμη του Τσαϊκόφσκι, που έγινε πια ο αγαπημένος του Ρώσος συνθέτης, η «Συμφωνία των Ψαλμών» (1930), ένα σχεδόν επικό έργο πάνω σε κείμενα των Ψαλμών, που σηματοδοτεί την επανασύνδεση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του ’30 αρχίζει να συνθέτει ολοένα και περισσότερη οργανική μουσική: «Κοντσέρτο για βιολί» (1931), «Κοντσέρτο για δυο πιάνα» (1935), «Κοντσέρτο Dumbarton Oaks» (1937-8), «Συμφωνία σε Ντο» (1938), «Συμφωνία σε τρία μέρη» (1945). Παράλληλα, ξεκινάει μια άλλη σημαντική και μακροχρόνια συνεργασία του στον χώρο του χορού, αυτή τη φορά με τον Ζορζ Μπαλανσίν, για τον οποίο θα γράψει τα μπαλέτα «Περσεφόνη» (1934), «Jeu de Cartes» (1937), «Ορφέας» (1946), «Αγών» (1957).Το 1938 ο Στραβίνσκι θα χτυπηθεί από το διαδοχικό θάνατο, μέσα σε μερικούς μήνες, της κόρης, της γυναίκας και της μητέρας του. Μπροστά στην απειλή του πολέμου, πικραμένος από τη Γαλλία και με τον θάνατο των αγαπημένων του να τον βαραίνει, φεύγει για την Αμερική μαζί με τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του Βέρα, όπου και θα μείνει μέχρι τον θάνατό του, παίρνοντας μάλιστα και την αμερικανική υπηκοότητα, το 1945.Το 1940 εγκαθίσταται στο Χόλιγουντ, όπου του γίνονται αρκετές προτάσεις για να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, χωρίς όμως να καταλήξουν ποτέ σε συμφωνία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 αφιερώθηκε στο «Rake’s Progress» (Η καριέρα του ασώτου, 1951), την τελευταία του όπερα, γραμμένη στο ύφος των κωμωδιών του Μότσαρτ, σε Λιμπρέτο του Ώντεν.

Η τελευταία στροφή στην καριέρα του Στραβίνσκι έγινε στη συνέχεια, όταν άρχισε να μελετά τη σειριακή μουσική και ειδικά το έργο του Άντον Βέμπερν, συνθέτοντας με την τεχνική αυτή μια σειρά από έργα, κυρίως θρησκευτικής έμπνευσης: «Canticum Sacrum» (1955), «Threni» (1958), «Requiem Canticles» (1966) κ.ά. Ο Στραβίνσκι συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να διευθύνει το έργο του σε συναυλίες και να το ηχογραφεί. Εξέδωσε επίσης βιβλία αισθητικής, απομνημονεύματα και συνομιλίες. Πέθανε στις 6 Απριλίου 1971, στη Νέα Υόρκη και ετάφη, όπως είχε ζητήσει, στη Βενετία, στο νησάκι San Michele, δίπλα στον τάφο του Ντιάγκιλεφ.

 

Προηγούμενο άρθροΝέο single : Anwar- “Follow Me”
Επόμενο άρθροΗ Google τιμά την Άννα Φρανκ με doodle