Σαν σήμερα στις 12 Μαΐου του 1902, ιδρύθηκε η μόνη μεγάλη ελληνική βιομηχανία που μετά τη γέννησή της εξακολουθεί να ελέγχεται από την οικογένεια των δημιουργών της και, μάλιστα, ισχυροποιείται θεαματικά. Ηταν Κυριακή, 12 Μαΐου του 1902, όταν ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, πρωτότοκος γιος του σταφιδέμπορου και κτηματία του Αιγίου Κανέλλου Κανελλόπουλου, μαζί με τον Αλ. Ζαχαρίου, τον Ν. Χατζηκυριάκο και τον Λ. Οικονομίδη – που έμελλε να μείνουν στην ελληνική οικονομική ιστορία ως «Κύκλος της Ζυρίχης», γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν σπουδάσει Χημεία στο Πολυτεχνείο της ελβετικής πόλης και δημιούργησαν μια πλειάδα βιομηχανιών επιστρέφοντας στην Ελλάδα – συνυπέγραφαν στην Αθήνα εταιρικό – με εισφορά 200.000 δρχ. – για τη σύσταση βιομηχανικής εταιρείας με αντικείμενο την παραγωγή τσιμέντου. Τότε γεννήθηκε στην Ελευσίνα, με την επωνυμία Τιτάν – Κύκλωψ, η πρώτη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, η οποία από το 1912 είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εξελίσσεται σε μια πολυεθνική εταιρεία που σήμερα συμμετέχει δραστήρια στην παλαίστρα της παγκόσμιας βιομηχανίας τσιμέντου με πωλήσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.
Το «Τσιμεντοποιείον Τιτάν» κατασκευάστηκε στην Ελευσίνα, επειδή υπήρχαν οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τσιμέντου, καθώς και λιμάνι για τον εφοδιασμό άλλων πρώτων υλών και τη διακίνηση ή και την εξαγωγή του προϊόντος.
Ο όμιλος δραστηριοποιείται σήμερα σε τρεις ηπείρους και δέκα χώρες και ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιεί εκτός Ελλάδος αποτελεί το 60% του συνολικού. Η παραγωγική του δυναμικότητα ανέρχεται σε 11,6 εκατ. τόνους τσιμέντου ετησίως, ενώ εκατό χρόνια πριν, στα πρώτα του βήματα το εργοστάσιο της Ελευσίνας παρήγε περί τις 2.500 τόνους ετησίως και μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η ετήσια παραγωγή του ξεπέρασε τις 500.000 τόνους.
Από την ίδρυσή της, η εταιρεία δοκίμασε τις δυνάμεις της σε αγορές του εξωτερικού, κατ’ αρχήν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο, κατορθώνοντας παράλληλα να αναπτυχθεί τεχνολογικά ακολουθώντας μια αποτελεσματική επενδυτική πολιτική που της επέτρεψε να παραμείνει ανεξάρτητη από τις τράπεζες και το κράτος σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανταγωνιστές της.Η πορεία της είναι άμεσα συνυφασμένη με τη γενικότερη πορεία της χώρας. Οι κρίσεις δεν απεφεύχθησαν, αλλά ξεπεράστηκαν πάντα.
Η κατανάλωση τσιμέντου το 1919 είχε περιοριστεί στο 1/10 της παραγωγής. Το 1925, όμως αφού προηγήθηκε η σύναψη ενυπόθηκου δανείου «δι’ ομολογιών» 2,5 εκατ. δρχ. και η ηλεκτρική ενέργεια έδωσε τη θέση της στα λουριά και στις τροχαλίες που κινούσαν ως τότε τα μηχανήματα του εργοστασίου της Ελευσίνας, η παραγωγή έφθασε τις 23.300 τόνους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Τιτάνας άρχισε εξαγωγές στη Βραζιλία και αλλού, συμπεριλαμβανομένων προηγμένων χωρών.