Η αισθησιακή Σοφία Λόρεν, ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νάπολι για να κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό ως μία από τις ομορφότερες ιταλίδες και να παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διάσημη σταρ που ανέδειξε η Ιταλία.
Η Σοφία Σικολόνε, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 στη Ρώμη και ήταν η πρωτότοκη κόρη του πολιτικού μηχανικού Ρικάρντο Σικολόνε και της δασκάλας πιάνου Ρομίλντα Βιλάνι. Ο πατέρας της όχι μόνο αρνήθηκε να παντρευτεί την μητέρα της, αλλά άφησε την οικογένειά του χωρίς οικονομική στήριξη. Έτσι τα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η νεαρή Σοφία μεγάλωσε με την μητέρα της και την αδελφή της Μαρία στο σπίτι της γιαγιάς της σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολι. Η γιαγιά της είχε την πρόνοια να μετατρέψει σε παμπ ένα τμήμα του σπιτιού της και έτσι να ανακουφίσει την νέα της οικογένεια. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η Σοφία σέρβιρε τους αμερικανούς στρατιώτες που αποτελούσαν την κύρια πελατεία του μαγαζιού.
Η μοίρα της Σοφίας άλλαξε δραματικά, σε ηλικία 15 ετών, όταν συμμετείχε στον διαγωνισμό της «Μις Ιταλία», εκπροσωπώντας την περιφέρεια του Λατίου και αναδείχθηκε «Μις Κομψότητα», κερδίζοντας το τρίτο βραβείο. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Λάτσαρο, άρχισε να εμφανίζεται σε φωτορομάντζα, ένα δημοφιλές ανάγνωσμα εκείνη την περίοδο, όπου διάφορα περιοδικά δημοσίευαν ρομαντικές ιστορίες με φωτογραφίες.
Στον κινηματογράφο πρωτομφανίστηκε το 1951 ως κομπάρσος στην θρησκευτική χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «Quo Vadis;», που γυρίστηκε στα φημισμένα στούντιο της Τσινετσιτά στην Ρώμη.. Υπό την καθοδήγηση του παραγωγού και μελλοντικού συζύγου της Κάρλο Πόντι, η Σοφία Σικολόνε μετατράπηκε σε Σοφία Λόρεν. Η καριέρα της ξεκίνησε σε μια σειρά από κωμωδίες χαμηλού προϋπολογισμού προτού προσελκύσει την αποδοχή κοινού και κριτικής ως Αΐντα στην εκδοχή της ομώνυμης όπερας του Βέρντι, που σκηνθέτησε ο Κλεμέντε Φρακάσι το 1953.
Το 1957 παντρεύτηκε τον μεγάλο και παντοτινό της έρωτα, τον δικηγόρο και μεγαλοπαραγωγό Κάρλο Πόντι, 21 χρόνια μεγαλύτερό της, με τον οποίο απέκτησε δύο γιούς: τον διευθυντή ορχήστρας Κάρλο Πόντι και τον σκηνοθέτη Εντοάρνο Πόντι. Ο γάμος τους όμως πέρασε από χίλια κύματα. Παντρεύτηκαν δια αντιπροσώπων στο Μεξικό, επειδή ο Πόντι μπορεί να είχε χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, αλλά το διαζύγιο απαγορευόταν τότε στην Ιταλία. Ο γάμος τους ακυρώθηκε το 1962 και οι δυο τους αναγκάστηκαν να λάβουν την γαλλική υπηκοότητα για να ξαναπαντρευτούν το 1966.
Η ομορφιά της συχνά επισκίασε το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο, που ήταν εμφανές ακόμα και στα πρώιμα έργα της όπως στην «Ερωτική Πολιορκία» («L’oro di Napoli», 1954), του Βιτόριο Ντε Σίκα. Με τη βοήθεια του Πόντι, η Λόρεν έγινε σταρ πρώτου μεγέθους παίζοντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπως ο Κάρι Γκραντ [«Σπίτι πάνω σε βάρκα» («Houseboat, 1958)], ο Κλαρκ Γκέιμπλ [«Διακοπές στη Νάπολη» («It Started in Naples», 1960)], ο Φρανκ Σινάτρα [«Υπερηφάνεια και Πάθος» («The Pride and the Passion», 1957], ο Άλαν Λαντ [«Το Παιδί και το Δελφίνι» («Boy on a Dolphin», 1957), ταινία γυρισμένη στην Ελλάδα με την Λόρεν να τραγουδά το τραγούδι του Τάκη Μωράκη «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;»], ο Γουίλιαμ Χόλντεν [«To Κλειδί» («The Key», 1958)] και ο Πολ Νιούμαν («Lady L», 1965).
Η αποδοχή της από το Χόλιγουντ έπαιξε ρόλο στο να κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού για την ερμηνεία της στην ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα «Η Ατιμασμένη» («La Ciociara») (1961), στην οποία υποδυόταν μια θαρραλέα μητέρα ενός κοριτσιού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε δυο άλλες ταινίες του Ντε Σίκα ξεδίπλωσε το κωμικό της ταλέντο δίπλα στον γόη του ιταλικού κινηματογράφου, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι: «Χθες, Σήμερα, Αύριο» («Ieri, Oggi, Domani» (1963), που κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και «Γάμος αλά ιταλικά» («Matrimonio all’italiana», 1964).
Η καλύτερη ερμηνεία της ύστερης περιόδου της καριέρας της, ήταν και πάλι με τον Μαστρογιάνι, στην ταινία του Έτορε Σκόλα «Μια ξεχωριστή μέρα» ( «Una giornata particolare»,1977). Το μεταγενέστερο έργο της περιελάμβανε μεταξύ άλλων την τηλεοπτική ταινία «Courage» (1986), την ταινία «Prêt-à-Porter» (1994), που σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Άλτμαν και το μιούζικαλ «Nine» (2009).
Το 2010 ,πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική ταινία «La mia casa è piena di specchi», η οποία βασίστηκε στην αυτοβιογραφία της αδερφής της Μαρία Σκικολόνε. Η Λόρεν εμφανίστηκε στη συνέχεια στο «Voce humana» (2014), μια ταινία μικρού μήκους βασισμένη στο μονόπρακτο του Ζαν Κοκτώ «Η Ανθρώπινη Φωνή», που σκηνοθέτησε ο γιός της Εντοάρντο Πόντι.
Η Σοφία Λόρεν τιμήθηκε με ένα δεύτερο Όσκαρ για την συνολική προσφορά της στην έβδομη τέχνη (1991) και ένα «Χρυσό Λέοντα» για το ίδιο λόγο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (1998). Συχνά απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, αλλά και με την δεκαήμερη φυλάκισή της για χρέη προς το Ιταλικό Δημόσιο. Το 2010 έλαβε το διακεκριμένο ιαπωνικό βραβείο «Praemium Imperiale».