Η Μαντουμπάλα (Madhubala) ήταν ινδή ηθοποιός, η πιο διάσημη σταρ του Μπόλιγουντ κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Θαυμαζόταν τόσο πολύ για την εύθραυστη ομορφιά της, που συχνά επισκίαζε το υποκριτικό της ταλέντο. Η φήμη της έφθασε μέχρι τη χώρα μας εκείνη την περίοδο. Τα δράματα στα οποία πρωταγωνιστούσε άρεσαν τότε στο ελληνικό κοινό και ο Στέλιος Καζαντζίδης εμπνεύστηκε τη μεγάλη του επιτυχία «Μαντουμπάλα», που κυκλοφόρησε το 1959 σε μουσική δική του και του Θόδωρου Δερβενιώτη και στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Μαντουμπάλα", η θρυλική Ινδή πρωταγωνίστρια που πέθανε νέα και έγινε τραγούδι από τον Καζαντζίδη. Η κόντρα για την πατρότητα των στίχων και της μουσικής. Παρέμεινε πρώτο σε πωλήσεις για μια δεκαετία! -

Η Μουμτάζ Γεχάν Μπεγκούμ Ντεχλαβί, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1933 στο Δελχί της τότε Βρετανικής Ινδίας. Ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά μιας μουσουλμανικής οικογένειας που ανήκε στην αφγανική φυλή των Παστούν. Η Μουμτάζ ήταν ακόμα παιδί, όταν η πάμφτωχη οικογένειά της μετακόμισε σε μία παραγκούπολη στη Βομβάη, δίπλα στα κινηματογραφικά στούντιο, την καρδιά του ανθούντος λαϊκού ινδικού κινηματογράφου, που αργότερα ονομάστηκε Μπόλιγουντ (κατά το Χόλιγουντ).

Το 1942 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο σε ηλικία εννέα ετών και συνέχισε να παίζει σε ταινίες με το όνομα Μπέιμπι Μουμτάζ. Το 1947 προσέλκυσε την προσοχή της ηθοποιού και συνιδρύτριας του στούντιο Ντεβίκα Ρανί, η οποία την ανέδειξε και της πρότεινε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μαντουμπάλα (γλυκιά σαν μέλι στα ινδικά), με το οποίο δοξάστηκε. Έκτοτε έπαιζε σε πολλές ταινίες κάθε χρόνο, που ήταν και η κύρια πηγή εισοδήματος της πολυμελούς οικογένειάς της. Συνολικά γύρισε 73 ταινίες στα 22 χρόνια της καριέρας της (1942-1964).

Κι όμως η Μαντουμπάλα δεν ήταν μόνο τραγούδι, αλλά διάσημη Ινδή ηθοποιός – Η ιστορία του τραγουδιού και της ηρωίδας

Ο ρόλος της ως το φάντασμα μιας νεαρής γυναίκας στο υπερφυσικό δράμα αγωνίας «Mahal» (1949), δίπλα στον καθιερωμένο ηθοποιό Ασόκ Κουμάρ, την έκανε αστέρι πρώτου μεγέθους στην Ινδία. Δύο χρόνια αργότερα ο έρωτάς της με τον συμπρωταγωνιστή της Ντιλίπ Κούμαρ στο ρομαντικό δράμα «Tarana» (1951), έγινε πρωτοσέλιδο στον ινδικό Τύπο. Το ζευγάρι έπαιξε στην ταινία «Sangdil» (1952), μία χαλαρή προσαρμογή του μυθιστορήματος της Σαρλότ Μπροντέ «Τζέιν Έιρ» και στο δράμα «Amar» (1954).

Η Μαντουμπάλα ξεχώρισε για τους ρόλους της κακομαθημένης και αφελούς κληρονόμου στην κωμωδία «Mr and Mrs ’55» (1955), της ατρόμητης δημοσιογράφου στο «Kala Pani» (1958) και της ανεξάρτητης γυναίκας που πρέπει να διαχειριστεί το χαλασμένο αυτοκίνητό της στην κωμωδία «Chalti Ka Naam Gaadi» (1958). Σχεδόν όλες της οι ταινίες ήταν πλημμυρισμένες από τραγούδια, που τα ερμήνευε ντουμπλαρισμένη. Σίγουρα κάποια ταινία της θα είδε ο λαϊκός μας βάρδος κι εμπνεύστηκε την «Μαντουμπάλα» του.

Αυτή είναι η θρυλική Μαντουμπάλα που έγινε τραγούδι από τον Στέλιο Καζαντζίδη! | tempo24.news

Η σχέση της με τον Ντιλίπ Κουμάρ ναυάγησε εξαιτίας των αντιρρήσεων του πατέρα της, παρότι οι δυο τους πρωταγωνίστησαν στο επικό μπλοκμπάστερ «Mughal-e-Azam» (1960). Ο πατέρας της έβαλε φρένο και σε μία πολλά υποσχόμενη καριέρα στο Χόλιγουντ, όταν ο σπουδαίος αμερικανός σκηνοθέτης Φρανκ Κάπρα της ζήτησε να παίξει σε ταινία του.

Vintage Story: ''Μαντουμπάλα'' η Ινδή κούκλα ηθοποιός πέθανε νέα- Έγινε επιτυχία του Καζαντζίδη | eirinika.gr

Το 1960 η Μαντουμπάλα παντρεύτηκε τον κωμικό ηθοποιό Κισόρ Κουμάρ, συμπρωταγωνιστή της σε πολλές ταινίες, αλλά ο έγγαμος βίος της δεν φαίνεται να ήταν ανθόσπαρτος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου. Συνέτεινε ασφαλώς και το γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 η Μαντουμπάλα υπέφερε από κοιλιακό σηπτικό ελάττωμα (VSD), μία συγγενής καρδιακή πάθηση για την οποία τότε δεν υπήρχε θεραπεία. Από τις αρχές τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 η υγεία της άρχισε να χειροτερεύει αισθητά, αν και συνέχισε να κάνει επιτυχημένες ταινίες για ένα διάστημα.

Η Μαντουμπάλα πέθανε στη Βομβάη στις 23 Φεβρουαρίου 1969, σε ηλικία 36 ετών. Το 2008 η Ινδία την τίμησε εκδίδοντας γραμματόσημο με τη μορφή της.

 

Προηγούμενο άρθρο«MEGA Stories»: Ιστορίες Μαντείας – Γιατί πηγαίνουμε σε μάντισσες και χαρτορίχτρες;
Επόμενο άρθροΈτερος Εγώ – Νέμεσις: Η τρίτη σεζόν της επιτυχημένης ελληνικής σειράς