Γαλλίδα ηθοποιός, σύμβολο του σεξ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Εγκατέλειψε νωρίς τα καλλιτεχνικά δρώμενα και αφιερώθηκε στην υπεράσπιση των ζώων.
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό (Brigitte Anne-Marie Bardot) γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της Λουί Μπαρντό (1896 – 1975) ήταν μηχανικός και δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της Μαρί Μισέλ (1912-1978), που είχε σπουδάσει χορό κι έγραφε ποίηση, την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική και το χορό. Η μοναδική ομορφιά της νεαρής Μπριζίτ δεν πέρασε απαρατήρητη και στα 15 της ξεκίνησε καριέρα στο χώρο του μόντελινγκ, ποζάροντας σε εξώφυλλα περιοδικών.
Στα 18 της έκανε την πρώτη της εμφάνισή στη μεγάλη οθόνη, κρατώντας ένα μικρό ρόλο στην κωμωδία του Ζαν Μπογιέ «Τρελλός για Αγάπη» («Le trou normand»). Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ (1928-2000), ο οποίος θα την κάνει διάσημη τέσσερα χρόνια αργότερα με τη δραματική ταινία «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα» («Et Dieu… crea la femme». Οι περιπέτειες της ταινίας στην Αμερική με τη λογοκρισία συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της Μπε – Μπε, όπως ήταν επίσης γνωστή με τα γαλλικά αρχικά του ονοματεπωνύμου της.
Η ομορφιά της την έκανε αντικείμενο του πόθου για τον άρρενα πληθυσμό όπου γης και η φήμη της παραβλήθηκε μ’ εκείνη της Γκρέτα Γκάρμπο και της Μάρλεν Ντίτριχ. Οι Γάλλοι διανοούμενοι την ύμνησαν. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως την «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε ως την πρώτη και πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Η Μπαρντό χώρισε τον μέντορά της το 1957 και δυο χρόνια αργότερα παντρέυτηκε τον κατά δύο χρόνια μικρότερό της Ζακ Σαριέ, ηθοποιό και παραγωγό, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί το 1960, τον Νικολά-Ζακ Σαριέ.
Στα διαλείμματα των κινηματογραφικών της υποχρεώσεων ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε πολλά δημοφιλή τραγούδια: «Harley Davidson», «Je Me Donne A Qui Me Plait», «Bubble gum», «Contact», «Je Reviendrais Toujours Vers Toi», «L’Appareil A Sous», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie», «On Demenage», «Sidonie», «Tu Veux, Tu Veux Pas». O Σερζ Γκενζμπούρ, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, έγραψε γι’ αυτήν το 1967 την ερωτική μπαλάντα «Je t’ aime… moi no plus» («Σ’ αγαπώ…εγώ όχι πια»). Αρνήθηκε να την τραγουδήσει και την έκανε επιτυχία η αγγλίδα στάρλετ Τζέιν Μπίρκιν, που διαδέχτηκε στην καρδιά του Γκενζμπούρ την Μπε-Μπε.
Στη συνέχεια έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων Γάλλων σκηνοθετών, όπως του Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), Ζαν Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και του Ανρί Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»). Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με τον γερμανό πλέι-μπόι Γκίντερ Ζακς (1932-2011), με τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
Το 1973, σε ηλικία μόλις 39 χρονών, αποσύρεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφιερώνεται ψυχή και σώματι στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, μέσα από το ομώνυμο ίδρυμά της. Συχνά – πυκνά θα στρέψει τα βέλη της κατά των ελληνικών αρχών για την αδιαφορία που επιδεικνύουν στην προστασία των ζώων. Γι’ αυτό το σκοπό θα επισκεφθεί την Αθήνα το 1997 και θα τιμηθεί για τη δράση της από οικολογικές οργανώσεις.
Το 1983 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του μαστού. Αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία, πιστεύοντας ότι αυτή είναι η μοίρα της. Της άλλαξε γνώμη η φίλη της ηθοποιός Μαρίνα Βλαντί και κυριολεκτικά της έσωσε τη ζωή.
Το 2004 καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για πρόκληση ρατσιστικού μίσους, όταν τα έβαλε με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Από το 1992 είναι παντρεμένη με τον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ντ’ Ορμάλ (γ. 1941), πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν Μαρί Λεπέν, γεγονός που στέρησε αρκετά από τη δημοφιλία της.
H Μπριζίτ Μπαρντό τοποθετήθηκε από το γνωστό κινηματογραφικό περιοδικό Empire στην 9η θέση της λίστας με τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου (1995) και στην 49η θέση με τις 100 κορυφαίες σταρ του κινηματογράφου (1997).