Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο 35oς κατά σειρά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, γεννήθηκε στο Μπρουκλάιν της Μασαχουσέτης στις 29 Μαΐου 1917. Ήταν γιος του πολυεκατομμυριούχου Τζόζεφ Κένεντι, ο οποίος, αφού έκανε τεράστια περιουσία κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, έγινε ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Ρούζβελτ, ο οποίος αργότερα τον διόρισε πρεσβευτή στη Βρετανία (1938-1940).
Ο Τζον Κένεντι έκανε σπουδές στο Χάρβαρντ και το Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο ναυτικό ως κυβερνήτης τορπιλακάτου. Για τη γενναιότητα που επέδειξε διασώζοντας το πλήρωμά του τού απενεμήθη το Αριστείο Ανδρείας. Εξελέγη με τους Δημοκρατικούς μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1947 και γερουσιαστής το 1952. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ζακλίν (Τζάκι) Λι Μπουβιέ, η οποία του χάρισε τρία παιδιά. Το 1960 ήταν ο πιο νεαρός και ο πρώτος καθολικός πολιτικός που είχε κατακτήσει ποτέ το αξίωμα του Προέδρου, αν και η νίκη ήταν οριακή. Ορκίστηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 1961.
Υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, άσκησε πιέσεις σε κυβερνήτες και νομοθετικά σώματα, ώστε να εκλείψουν οι φυλετικές διακρίσεις, ειδικά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, όπου ο ρατσισμός ήταν έντονος στις πολιτείες του Νότου. Το πόσο σκληρός διαπραγματευτής υπήρξε σε θέματα εξωτερικής πολιτικής το έδειξε στη διάρκεια της κρίσης με την Κούβα το 1962.
Ο Τζον Κένεντι δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 22 Νοεμβρίου 1963, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του.
Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (John Fitzgerald Kennedy), γνωστός και με το αρκτικόλεξο του ονοματεπωνύμου του JFK, γεννήθηκε στο Μπρουκλάιν της Μασαχουσέτης στις 29 Μαΐου 1917. Ήταν το δεύτερο από τα εννέα παιδιά του δαιμόνιου επιχειρηματία και πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Μεγάλη Βρετανία Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι και της Ρόουζ Φιτζέραλντ Κένεντι. Ο πατέρας του, αν και εγγονός ενός πάμπτωχου ιρλανδού μετανάστη, κατάφερε σε ηλικία 23 ετών να γίνει πρόεδρος τράπεζας και στα 30 του πολυεκατομμυριούχος. Επόμενος στόχος του, να προετοιμάσει τους γιους του για διακρίσεις και να εξασφαλίσει στις κόρες του «υψηλή» αποκατάσταση.
Έχει μεγάλα όνειρα και μεγαλεπήβολα πολιτικά σχέδια για τον δευτερότοκο γιο του, Τζον και τον γαλουχεί με τις διδασκαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τις πολιτικές αρχές του Δημοκρατικού Κόμματος. Τον στέλνει να σπουδάσει οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Λονδίνο, στο φημισμένο London School of Economics. Έχει καθηγητή τον σοσιαλιστή Χάρολντ Λάσκι, αλλά δεν προλαβαίνει να παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα. Ασθενεί από ίκτερο κι επιστρέφει στην πατρίδα του.
Συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, αλλά η υγεία του κλονίζεται ξανά. Αυτή τη φορά εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το πρώτο έτος περνάει μετά βίας τις εξετάσεις. Οι καθηγητές του τον θυμούνται ως καλό, αλλά αμελή φοιτητή. «Ηταν ένας νέος εύθυμος, συμπαθής, αυθάδης, με ωραία εμφάνιση και κάθε άλλο παρά επιμελής» έγραφε αργότερα ο επιφανής οικονομολόγος Τζον Γκάλμπρεϊθ, που επί προεδρίας του Τζον Κένεντι θα γινόταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ινδία.
Στα τέλη του 1937, ο Τζον είναι στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου, όταν ο πατέρας του διορίζεται από τον Ρούζβελτ πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Λονδίνο. Ο Τζον αρχίζει να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Ζητά να μην παρακολουθήσει τα μαθήματα του τελευταίου εξαμήνου και αρχίζει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Από τη Ρώμη στέλνει στον πατέρα του μία εγκωμιαστική έκθεση για το φασιστικό σύστημα του Μουσολίνι, γράφοντας: «Όλοι στην Ιταλία έδειχναν ευχαριστημένοι». Και από τη Μαδρίτη σε γράμμα πάλι προς τον πατέρα του εύχεται τη νίκη του Φράνκο στον Εμφύλιο, «για το καλό της Ισπανίας».
Το ακαδημαϊκό έτος 1939-1940 τον βρίσκει πίσω στην πατρίδα του να συγγράφει τη διδακτορική διατριβή του. Θέμα της, η αμφισβητούμενη συμφωνία του Μονάχου, τον Σεπτέμβριο του 1938, μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και του Χίτλερ. Η μελέτη αυτή του εξασφαλίζει το άριστα στο πτυχίο και μία τεράστια συγγραφική επιτυχία. Η διατριβή του με θέμα τη στρατιωτική ανετοιμότητα της Μεγάλης Βρετανίας, εκδίδεται υπό τον τίτλο «Why England slept» («Γιατί η Αγγλία κοιμόταν») και πωλεί 40.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ και 40.000 στη Βρετανία.
Ένα παλιό τραύμα στη σπονδυλική στήλη που «απέκτησε» παίζοντας αμερικάνικο ποδόσφαιρο γίνεται αιτία να κριθεί ακατάλληλος για να καταταγεί στο στρατό. Το φθινόπωρο του 1941 κατατάσσεται στο πολεμικό ναυτικό και μετά την καταστροφή του Περλ Χάρμπορ πιέζει να τον τοποθετήσουν σε ζώνη επιχειρήσεων. Ο φίλος του πατέρα του ναύαρχος Τζέιμς Φόρεσταλ του εξασφαλίζει βαθμό ανθυποπλοιάρχου και στις αρχές του 1943 ο Τζον σαλπάρει από το Σαν Φρανσίσκο για τον Ειρηνικό, όπου οι Αμερικανοί συγκρούονται με τις ναυτικές δυνάμεις των Ιαπώνων.
Τοποθετείται ως κυβερνήτης της τορπιλακάτου «ΡΤ 109», αλλά στις 2 Αυγούστου, το πλοίο του εμβολίζεται από το ιαπωνικό αντιτορπιλικό «Amagiri» κοντά στα νησιά του Σολομώντος και κόβεται στα δύο. Από τους 13 άνδρες του πληρώματος μόνο δύο χάνουν τη ζωή τους. Ο Κένεντι βρίσκει τις δυνάμεις να βοηθήσει τους υπόλοιπους άνδρες, οι οποίοι κολυμπούν ως ένα νησάκι και σώζονται. Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται από ανωτέρους του για τους χειρισμούς του κυβερνήτη Κένεντι στην τορπιλάκατο, του απονέμονται δύο μετάλλια ανδρείας: το «Purple Heart» και το «Navy Marine Corps Medal» («Μετάλλιο των Πεζοναυτών»). Ο πόλεμος για τον Κένεντι ουσιαστικά τελείωνε εκεί. Απολύθηκε τον Ιανουάριο του 1945. Η νίκη των Συμμάχων είχε προεξοφληθεί.
Μετά την επιστροφή στην πατρίδα αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της δημοσιογραφίας. Παρακολουθεί το συνέδριο για την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο ως απεσταλμένος της «Journal American» της Νέας Υόρκης. Αργότερα από το Λονδίνο θα στέλνει ανταποκρίσεις από τις εκλογές, γράφοντας για την ήττα του Γουίνστον Τσόρτσιλ.
Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία κρατά λίγο. Το 1946 αποφασίζει να κατέλθει υποψήφιος στο Κογκρέσο για την Πολιτεία της Μασαχουσέτης, όταν χηρεύει μία θέση. Οι γερόλυκοι της πολιτικής δεν τον παίρνουν στα σοβαρά και τον χαρακτηρίζουν «καημένο πλουσιόπαιδο» («poor little rich kid»). Ο Τζον, όμως, δημιουργεί προσωπικές γνωριμίες, σταματώντας τον κόσμο σε πεζοδρόμια, καταστήματα και εργοστάσια, σφίγγοντας το χέρι αγνώστων συμπολιτών του.
Γεμίζει τους τοίχους της πόλης με ένα φωτοτυπημένο δημοσίευμα του «New Yorker», που εξιστορούσε το κατόρθωμά του στο ναυτικό. Τον Ιούνιο του 1946 κερδίζει της προκριματικές εκλογές και τον Νοέμβριο εκλέγεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκπροσωπώντας την 11η εκλογική περιφέρεια της Μασαχουσέτης. Αρχίζει να έχει οπαδούς, αλλά όχι και ξεκάθαρες πολιτικές αρχές. Καθοδηγείται από το Fair Deal, τη φιλελεύθερη (σοσιαλιστική για τα αμερικανικά μέτρα) πολιτική ατζέντα του προέδρου Χάρι Τρούμαν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Απρίλιο του 1945 τον θανόντα Ρούζβελτ.
Επανεκλέγεται το 1948 και ψηφίζει υπέρ του Σχεδίου Μάρσαλ, βάσει του οποίου χορηγείται στην Ευρώπη βοήθεια ύψους 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο καθολικός γόνος των Ιρλανδών μεταναστών επεμβαίνει υπέρ της αύξησης των κονδυλίων για την παιδεία και τη βοήθεια στα σχολεία των καθολικών. Το 1949, μετά τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ και την ανακήρυξη της Κίνας σε Λαϊκή Δημοκρατία, καταγγέλλει τα σφάλματα της αμερικανικής πολιτικής που οδήγησαν στην ήττα των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι Σεκ και διαφωνεί με τον Τρούμαν. Αρχές του 1951 εκφράζει την κάθετη αντίθεσή του στην ασιατική πολιτική του Λευκού Οίκου. Επισκέπτεται τη Μέση Ανατολή, το Πακιστάν, την Ινδία, τη Μαλαισία, την Ινδοκίνα και την Κορέα. Τον Ιανουάριο του 1953, χωρίς σαφή πολιτική ταυτότητα, μπαίνει στη Γερουσία. «Κανένας δεν μπορούσε να πει αν ήταν φιλελεύθερος ή συντηρητικός, απομονωτικός ή διεθνιστής» διάβαζε κανείς εκείνη τη χρονιά στον αμερικανικό Τύπο.
Ανύπαντρος ακόμη στα 36 χρόνια του, σε κάποια δεξίωση γνωρίζει την 21χρονη φοιτήτρια Ζακλίν (Τζάκι) Λι Μπουβιέ. Την παντρεύεται στις 12 Σεπτεμβρίου 1953, αλλά δεν ασχολείται σχεδόν με τίποτε άλλο πέραν των προσωπικών του πολιτικών φιλοδοξιών. Η τεράστια, πλούσια οικογένειά του κάνει την Τζάκι να ασφυκτιά και να θυμάται αργότερα: «Στις καλοκαιρινές διακοπές οι συγγενείς που είχαν επισκεφθεί το “πατρικό σπίτι” στο Hyanris Port ήταν περισσότεροι από 100 – αδέλφια, ανίψια, πρωτοξάδελφα και μακρινότεροι συγγενείς. Ένιωθα πλήξη μόνο και μόνο να τους κοιτάζω». Ο Τζον είχε επιστρατεύσει ακόμη και τις γυναίκες της οικογένειας στον διαρκή προεκλογικό αγώνα του. Εκείνες ετοίμαζαν τα περίφημα «εκλογικά τσάγια» και ντύνονταν ανάλογα με την περίσταση – «φτωχικά» όταν απευθύνονταν σε οικονομικός κατώτερα στρώματα και με χλιδάτες γούνες όταν δέχονταν κυρίες της «υψηλής κοινωνίας» της Μασαχουσέτης.
Στις 2 Ιανουαρίου 1960 ο Τζον Κένεντι αναγγέλλει επισήμως την υποψηφιότητά του για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Σ’ έναν τόμο υπό τον τίτλο «Στρατηγική της ειρήνης» συγκεντρώνει κείμενα από ομιλίες και δημοσιεύματά του για την εξωτερική πολιτική. Ποντάρει στην ψήφο των συνδικάτων και δικαιώνεται. Κερδίζει την πρώτη ψηφοφορία με 45 περισσότερες ψήφους από τις 761 που χρειαζόταν για να νικήσει τον αντίπαλό του και ξεκινάει να συντάσσει τη λίστα των στενών συνεργατών του. Η λίστα δεν περιλαμβάνει πρόσωπα που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά. Οι πολύ φιλελεύθεροι, οι πολύ συντηρητικοί, οι πολύ νέοι και οι πολύ όμοιοί του διαγράφονται από τον κατάλογο.
Παράλληλα, το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών επικυρώνει την υποψηφιότητα του Ρίτσαρντ Νίξον. Επιδίδεται σε ξέφρενες περιοδείες, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα απλή, πρωτόγνωρη για τους αμερικανούς ψηφοφόρους, «εκσυγχρονιστική». Είναι η εποχή που οι Ρώσοι στέλνουν στο Διάστημα τον πρώτο «Σπούτνικ». Ο Κένεντι θέλει την Αμερική ισχυρή και πρωτοπόρο στη «μάχη του Διαστήματος». Οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ είναι ανταγωνιστικές και ψυχρές. Στο εσωτερικό της χώρας ο ηγέτης των μαύρων που αγωνίζονται για τη φυλετική ισότητα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, βρίσκεται φυλακισμένος στην Τζόρτζια για τις ιδέες του. Ο Τζον τηλεφωνεί στη σύζυγό του και εκφράζει την απόλυτη συμπάθεια, υποσχόμενος να τη βοηθήσει. Δημιουργεί έτσι έρεισμα και στην κοινότητα των μαύρων της Αμερικής. «Στέγνωσε τα δάκρυα της νύφης μου κι εγώ, σε αντάλλαγμα, θα ρίξω στα πόδια του ένα σωρό ψήφους» δήλωνε ο πατέρας του Κινγκ.
Ο Κένεντι νίκησε τελικά στη μάχη για την προεδρία με διαφορά 0,1% (49,7% έναντι 49,6% του αντιπάλου του Νίξον). Τα προβλήματα που του είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κυβέρνηση του Ντουάιτ Αϊζεχάουερ ήταν ύφεση, ελλείψεις στους τομείς της κατοικίας, της παιδείας και της υγείας, φυλετικές διακρίσεις, προβλήματα στην εξωτερική πολιτική, ταραχές στο Λάος, στο Κονγκό, στη Λατινική Αμερική, στην Κούβα και το Βερολίνο.
Από τις πρώτες ενέργειές του του ήταν η κατάρτιση του προγράμματος «Τροφή για την ειρήνη» («Food for peace»), το οποίο προέβλεπε την αποστολή πλεονασμάτων των αγροτικών προϊόντων σε πληθυσμούς που είχαν ανάγκη, την ίδρυση του Σώματος Εθελοντών της Ειρήνης, την αποστολή τεχνικών και δασκάλων στις υπανάπτυκτες χώρες και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Συμμαχίας για την Πρόοδο, το οποίο προέβλεπε βοήθεια ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Η εμφάνιση των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων το 1957 αλλάζει τους συσχετισμούς και ο Κένεντι, μετά την κυριαρχία των νέων στρατηγικών όπλων, τάσσεται υπέρ της αναδιοργάνωσης του ΝΑΤΟ. Θέλει να το μετατρέψει σε σύνθετο υπερεθνικό οργανισμό, ο οποίος θα καταργήσει τις ανεξάρτητες πυρηνικές δυνάμεις, αντικαθιστώντας τις από μία και μόνη δύναμη (τη Βορειοατλαντική Συμμαχία), την οποία θα κατηύθυναν οι ΗΠΑ.
Στις 22 Ιανουαρίου 1961 οι αρχηγοί της CIA και του Πενταγώνου του υποβάλλουν σχέδιο εισβολής στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο από ειδικά εκπαιδευμένους αντιφρονούντες και ο Τζον Κένεντι το εγκρίνει χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η επιχείρηση στον Κόλπο των Χοίρων θα στεφθεί από παταγώδη αποτυχία και ο Κένεντι θα υποστεί την πρώτη πανωλεθρία της εξωτερικής του πολιτικής.
Πλην, όμως, η συνάντησή του με τον σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ στη Βιέννη είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ρύθμιση του ζητήματος του Βερολίνου (Ιούνιος 1961), Το φάσμα του πυρηνικού ολέθρου ωστόσο σκίασε για 13 ημέρες τον πλανήτη, όταν ο Κένεντι απείλησε με πόλεμο αν δεν αποφάσιζε η ΕΣΣΔ να αποσύρει τις βάσεις πυραύλων της από την Κούβα, πράγμα το οποίο τελικά έγινε (Οκτώβριος 1962). Δέκα μήνες αργότερα, ο Κένεντι σημείωνε τον μεγαλύτερο θρίαμβό του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όταν υπέγραψε με τον Χρουστσόφ το Σύμφωνο της Μόσχας για διακοπή των πυρηνικών δοκιμών (Αύγουστος 1963): Ένας ορίζοντας ελπίδας στο ψυχροπολεμικό κλίμα είχε διαφανεί.
Ο Κένεντι πίστευε ότι αντίπαλός του Ρεπουμπλικανός υποψήφιος το 1964 θα ήταν ο γερουσιαστής της Αριζόνα, Μπάρι Γκολντγουότερ. Και ήταν βέβαιος ότι θα κατόρθωνε να τον συντρίψει, εξασφαλίζοντας έτσι εντολή για μεγάλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ένα από τα εμπόδια στα σχέδιά του ήταν η εχθρότητα στην πολιτεία τού αντιπροέδρου του Λίντον Τζόνσον, το Τέξας, ανάμεσα στον κυβερνήτη Τζον Κόναλι και στον γερουσιαστή Ραλφ Γιάρμπορο, που ανήκαν και οι δύο στο Δημοκρατικό Κόμμα. Για να δημιουργήσει μία εικόνα ενότητας στο κόμμα, ο Κένεντι αποφάσισε να περιοδεύσει στο Τέξας, συνοδευόμενος και από τους δύο αντιζήλους.
Στις 22 Νοεμβρίου 1963, ημέρα Παρασκευή, ο πρόεδρος και σύζυγός του επέβαιναν σε μία ανοιχτή λιμουζίνα, επικεφαλής μιας πομπής αυτοκινήτων που διέσχιζε αργά το κέντρο της πόλης Ντάλας του Τέξας. Στις 12:30 το μεσημέρι, τοπική ώρα, ένας ελεύθερος σκοπευτής άρχισε να πυροβολεί. Δύο από τα βλήματα βρήκαν τον πρόεδρο στη βάση του αυχένα και στο κεφάλι. Διακομίστηκε σε παρακείμενο νοσοκομείο, όπου πέθανε αμέσως. Ο κυβερνήτης Κόναλι, μολονότι βαριά τραυματισμένος, ανάρρωσε. Ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον ορκίστηκε ως πρόεδρος των ΗΠΑ, δύο ώρες αργότερα.
Ως δράστης της δολοφονίας συνελήφθη ο 24χρονος Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, κάτοικος του Ντάλας. Δύο μέρες αργότερα, ο Όσβαλντ πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής και σκοτώθηκε από έναν ντόπιο ιδιοκτήτη νάιτ κλαμπ, τον Τζακ Ρούμπι, μέσα στο αστυνομικό τμήμα του Ντάλας.
Αργότερα, μία προεδρική ανακριτική επιτροπή με επικεφαλής τον αρχιδικαστή των ΗΠΑ, Ερλ Γουόρεν, αποφάνθηκε ότι ούτε ο ελεύθερος σκοπευτής, ούτε ο εκτελεστής του «μετείχαν σε οποιαδήποτε συνωμοσία, κατευθυνόμενη είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό, με σκοπό τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι», αλλά ότι ο Όσβαλντ είχε ενεργήσει εντελώς μόνος του.