Ο Αντρέι Ταρκόφσκι (Andrei Tarkovsky) υπήρξε ο σημαντικότερος, ίσως, σκηνοθέτης που ανέδειξε το σοβιετικό σινεμά, μετά τον Σεργκέι Αϊζενστάιν. Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1932 στην πόλη Ζαβράγιε της Ρωσίας και ήταν γιος του σημαντικού ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι.
Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά, ενώ για ένα διάστημα εργάστηκε ως γεωλόγος στη Σιβηρία. Το 1956 εισέρχεται στην περίφημη κινηματογραφική σχολή της Μόσχας VGIK και παρακολουθεί μαθήματα, με δάσκαλο τον σπουδαίο σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ (Αληθινός Φασισμός). Συμμαθητής του ήταν ένας άλλος μεγάλος της 7ης τέχνης, ο γεωργιανός Σεργκέι Παρατζάνωφ (Σαγιάτ Νόβα). Το 1960 αποφοιτά, υποβάλλοντας ως πτυχιακή εργασία τη διάρκειας 46 λεπτών ταινία Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας, που ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά.
“Χρυσός Λέοντας” για “Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν”
Η διεθνής αναγνώριση για το Ταρκόφσκι έρχεται πολύ γρήγορα, από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν, η οποία κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας (1962). Επτά χρόνια αργότερα προκαλεί και πάλι το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, με την ταινία του Αντρέι Ρουμπλιόφ, που λόγω του χριστιανικού της θέματος αντιμετωπίζεται με εχθρότητα από το σοβιετικό καθεστώς και απαγορεύεται για δύο χρόνια.
Ο Ταρκόφσκι δεν υπήρξε ποτέ ανοικτά «διαφωνών». Το κυριότερο παράπονο από τις σοβιετικές αρχές ήταν ότι δεν του επέτρεψαν να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη όλα του τα σχέδια και τις ιδέες. Πάντως, λόγω της προσωπικής του γραφής, θα ήταν πολύ δύσκολο να τύχει μεγαλύτερης γενναιοδωρίας στη Δύση.
«Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν», έγραφε το 1983 στο ημερολόγιό του. Βρισκόταν στην Ιταλία για τις ανάγκες της ταινίας του Νοσταλγία. Εγκαθίσταται μόνιμα αρχικά στη γειτονική χώρα και στη συνέχεια στη Γαλλία. Η τελευταία του ταινία Η Θυσία γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 και κερδίζει τρία βραβεία στις Κάννες. Στις 29 Δεκεμβρίου 1986 άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του
Το έργο του Ταρκόφσκι χαρακτηρίζεται από τα χριστιανικά και μεταφυσικά θέματα, τους αργούς ρυθμούς, τα εξαιρετικής αισθητικής και μακράς διάρκειας μακρινά πλάνα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του είναι τα όνειρα, η μνήμη, η παιδική ηλικία, το τρεχούμενο νερό, η φωτιά, η βροχή, οι αναμνήσεις. Σταδιακά, ανέπτυξε μια προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, την οποία ονόμασε «γλυπτική του χρόνου».
Πίστευε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του κινηματογράφου είναι ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Το αμοντάριστο υλικό, έλεγε, καταγράφει τον πραγματικό χρόνο. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσε το αργό ρυθμό και τα μεγάλα πλάνα, για να δώσει στον θεατή την αίσθηση του χρόνου που περνά και χάνεται, αλλά και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της κάθε στιγμής. Τη θεωρία του για τη «γλυπτική του χρόνου» ανέπτυξε στις ταινίες του Ο Καθρέπτης (1975) και Στάλκερ (1979).
Ο Ταρκόφσκι δεν ήταν ο σκηνοθέτης που δημιουργούσε αλληγορίες ή σύμβολα. Μιλούσε με τις εικόνες. Στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι ο συμβολισμός είναι ένα δείγμα φθοράς, υποστηρίζοντας την ανάγκη χρήσης ισχυρών εικόνων στην τέχνη. «Η εικόνα είναι σαν ένας σβώλος ζωής» έγραφε.