Ο Ερρίκος Σλίμαν (Heinrich Schliemann) ήταν γερμανός επιχειρηματίας και ερασιτέχνης αρχαιολόγος. Είναι μία θρυλική μορφή της αρχαιολογίας, πρωτοπόρος στην αρχαιολογική έρευνα του προϊστορικού και πρωτοϊστορικού Αιγαίου που δικαίως ονομάσθηκε «πατέρας της Μυκηναϊκής Αρχαιολογίας».
Λάτρης του Ομήρου, έβαλε σκοπό της ζωής του να κερδίσει αρκετά χρήματα, ώστε να αποδείξει ότι όσα έλεγε ο μεγάλος επικός ποιητής δεν ανήκαν στη σφαίρα του μύθου και της ποίησης. Και τελικά τα κατάφερε. Έζησε μια ζωή σαν παραμύθι, συγκέντρωσε μία μεγάλη περιουσία εκμεταλλευόμενος τον Κριμαϊκό Πόλεμο και επωφελούμενος από τον πυρετό για τον χρυσό στην Καλιφόρνια, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις ανασκαφές του στην Τροία, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό. Με τις ανασκαφές του αυτές ανακάλυψε δύο σπουδαίους πολιτισμούς, τον Τρωικό και τον Μυκηναϊκό και επεξέτεινε κατά 1000 χρόνια το ιστορικό μας παρελθόν. Κατηγορήθηκε για πολλά. Από τον ανορθόδοξο τρόπο που πραγματοποίησε τις έρευνές του, με αποτέλεσμα να προκαλέσει καταστροφές στην Τροία, ως την παράνομη εξαγωγή διαφόρων αρχαιοτήτων, από την Τροία στην Αθήνα και από εκεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Ο Χάινριχ (Ερρίκος) Σλίμαν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1822 στο Νοϊμπούκοβ, ένα χωριό κοντά στο Ροστόκ, που υπαγόταν τότε στο Μεγάλο Δουκάτο του Μεκλεμβούργου της Γερμανικής Συνομοσπονδίας (νυν Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία της Γερμανίας). Γιος προτεστάντη πάστορα, λάτρεψε από μικρός τον κόσμο του Ομήρου. Σε ηλικία επτά ετών είδε μία εικόνα της πυρπόλησης της Τροίας σ’ ένα παιδικό βιβλίο, ενώ δεκατεσσάρων ετών, υπάλληλος παντοπωλείου (καθότι είχε εγκαταλείψει το σχολείο), άκουσε να απαγγέλλεται Όμηρος στο πρωτότυπο.
Έκτοτε, τα Ομηρικά Έπη έγιναν η Βίβλος του και η ανακάλυψη της Τροίας, την οποία οι περισσότεροι ιστορικοί της εποχής του θεωρούσαν δημιούργημα της φαντασίας του ποιητή, έγινε σκοπός της ζωής του. Για να εκπληρώσει το όνειρό του έπρεπε να αποκτήσει χρήματα.
Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς. Αναζητώντας καλύτερη τύχη στο Νέο Κόσμο, μπάρκαρε, είκοσι ετών, σε πλοίο από τη Γερμανία προς τη Βενεζουέλα, το οποίο ναυάγησε κοντά στη νήσο Τέζελ της Ολλανδίας. Έτσι, ο νεαρός Σλίμαν κατέληξε στο Άμστερνταμ, όπου βρήκε δουλειά λογιστή σε μία εμπορική επιχείρηση. Η επαγγελματική του άνοδος υπήρξε ραγδαία, καθώς συνοδεύτηκε από την εκμάθηση πολλών ξένων γλωσσών. Η ικανότητά του σ’ αυτό τον τομέα υπήρξε παροιμιώδης. Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι έμαθε από 8 έως 13 ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και Αρχαία και Νέα Ελληνικά.
Σημαντική καμπή στην επαγγελματική του διαδρομή ήταν η μετάβασή του το 1846 στην Αγία Πετρούπολη, για λογαριασμό του οίκου Σρέντερ. Στην πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατόρθωσε να ιδρύσει δικό του εμπορικό οίκο και το 1854 τον βρήκε με περιουσία 200.000 φράγκων. Το 1852 νυμφεύθηκε την Kατερίνα Λίσιν, κόρη ενός πλούσιου ρώσου φίλου του, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ο γάμος του ήταν εξαρχής προβληματικός και κατέληξε σε διαζύγιο to 1869.
Από το 1851 ο Σλίμαν άρχισε να επισκέπτεται τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα το Σαν Φρανσίσκο, όπου ασχολήθηκε με εμπόριο χρυσού. Η περιουσία του αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου και του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν ανέλαβε την παροχή στρατιωτικών εφοδίων στους εμπολέμους. Το 1858, σε ηλικία 36 ετών, έχοντας ήδη αποκτήσει μία σημαντική περιουσία, εγκατέλειψε την επιχειρηματική δράση και αφοσιώθηκε στην πραγμάτωση του παιδικού του ονείρου, την ανακάλυψη της χαμένης Τροίας με οδηγό του τον Όμηρο.
Για πρώτη φορά επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1859, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού που τον έφερε επίσης στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Πέντε-έξι χρόνια αργότερα ταξίδεψε ως την Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Το 1866 μετέβη στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας και αρχαιολογίας στη Σορβόνη. Αργότερα, το 1869, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Ροστόκ.
Από το 1868 άρχισε πλέον η ερευνητική και ανασκαφική του δραστηριότητα στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Τη χρονιά εκείνη μετέφερε μέρος της περιουσίας του στην Ελλάδα και περιηγήθηκε την Πελοπόννησο, την Ιθάκη και την Τροία (τις κατ’ εξοχήν δηλαδή «ομηρικές» περιοχές), δημοσιεύοντας το επόμενο έτος το βιβλίο «Ithaka, der Peloponnes und Troja» («Ιθάκη, Πελοπόννησος και Τροία»). Στο έργο αυτό υποστήριξε ότι η Τροία βρισκόταν στη θέση Χισαρλίκ («Καστράκι») της Τρωάδας, όχι στο Μπουνάρμπασι (όπως υποστήριζαν αρκετοί), καθώς επίσης και ότι οι τάφοι του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας στις Μυκήνες, οι οποίοι αναφέρονται από τον Παυσανία, δεν ήταν οι «θόλοι», έξω από την ακρόπολη, αλλά πρέπει να βρίσκονταν εντός των τειχών. Και οι δύο υποθέσεις του επαληθεύτηκαν από τον ίδιο κατά τα επόμενα χρόνια.
Το 1869 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Πρώτο του μέλημα ήταν η αναζήτηση συζύγου, που θα έπαιζε και το ρόλο γραμματέως, με αγγελία σε εφημερίδες. Η υποψήφια, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Σλίμαν, θα έπρεπε να είχε μαύρα μαλλιά, να ήταν όμορφη, λάτρης του Ομήρου και υπάκουη. Η 18χρονη Σοφία Εγκαστρωμένου (1852-1932), κόρη υφασματέμπορου της Αθήνας, φαίνεται ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις, καθώς εκτός των άλλων ήταν απόφοιτη του Αρσακείου. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, την Ανδρομάχη Σλίμαν (1871-1962), σύζυγο του συγγραφέα Λέοντος Μελά και τον Αγαμέμνονα Σλίμαν (1878-1954), μεγαλοκτηματία, πολιτικό και διπλωμάτη.
Τα έτη 1870-1873 αποτελούν την περίοδο των μεγάλων ανακαλύψεών του στην Τροία, όπου για πρώτη φορά ανασκάφηκε μία πόλη της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, αν και πέρασαν αρκετά χρόνια για να τοποθετηθούν τα ευρήματα αυτά στο σωστό χρονολογικό τους πλαίσιο. Ο Σλίμαν, πιστεύοντας ότι η «Ομηρική» Τροία πρέπει να βρισκόταν βαθιά θαμμένη κάτω από το λόφο του Χισαρλίκ, άρχισε να ανασκάπτει βιαστικά και χωρίς προσοχή τα ανώτερα στρώματα, γεγονός για το οποίο επικρίθηκε δριμύτατα αργότερα.
Τον Μάιο του 1873 ανακάλυψε ένα πλήθος χρυσών και αργυρών αντικειμένων. Πίστεψε ότι είχε βρει την πόλη και τον θησαυρό του Πριάμου. Κατάφερε να εξαγάγει λαθραία τα αντικείμενα αυτά από την τουρκική επικράτεια και να τα μεταφέρει στην Ελλάδα, αργότερα στο Λονδίνο και τέλος στο Βερολίνο, απ’ όπου εξαφανίστηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1874 δημοσίευσε τις ανακαλύψεις του στο βιβλίο «Atlas Trojanischer Aiterthumer» («Άτλας Tρωϊκών Aρχαιοτήτων»), που υπήρξε το έναυσμα μεγάλης και μακρόχρονης διαμάχης σχετικά με τις απόψεις του. Το ίδιο έτος αντιμετώπισε μία αγωγή της οθωμανικής κυβέρνησης, που υπήρξε αιτία αναβολής έως το 1878 των εκ νέου ανασκαφών του στην Τροία. Έτσι, κατά τα έτη 1874-1876 και αφού το 1875 είχε δημοσιεύσει το έργο του «Troja und seine Ruinen» («Η Τροία και τα ερείπιά της»), στράφηκε προς την πραγματοποίηση ανασκαφών στην Ελλάδα, επικεντρώνοντας τη δραστηριότητά του στις Μυκήνες.
Εκεί πραγματοποίησε το 1876 τη δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη της ζωής του. Σκάβοντας εντός των τειχών, σε μικρή απόσταση από την Πύλη των Λεόντων, βρήκε ένα λίθινο περίβολο, ο οποίος περιέκλειε πέντε βαθείς λακκοειδείς τάφους, με σκελετούς ανδρών, γυναικών και παιδιών, συνοδευόμενων από ένα θησαυρό χρυσών κοσμημάτων, χάλκινων όπλων κλπ. Την ίδια μέρα τηλεγράφησε στον βασιλιά Γεώργιο Α’ ότι αντίκρισε το πρόσωπο του Αγαμέμνονα (αναφερόμενος στον νεκρό, το πρόσωπο του οποίου κάλυπτε η γνωστότερη από τις χρυσές προσωπίδες που βρήκε).
Το όνομα του Σλίμαν βρέθηκε πλέον στο επίκεντρο των συζητήσεων, όχι μόνο των επιστημονικών κύκλων, αλλά και του ευρύτερου διεθνούς κοινού, το οποίο παρακολουθούσε τα γεγονότα μέσω ανταποκρίσεων που έστελνε και ο ίδιος σε εφημερίδες του εξωτερικού. Το 1878 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Mykenai» («Μυκήναι»), με την πρώτη δημοσίευση των ευρημάτων του.
Κατά τα επόμενα έτη οι ανασκαφές του συνεχίστηκαν και σε άλλα ομηρικά κέντρα. Ανέσκαψε στην Ιθάκη το 1878 (χωρίς επιτυχία), στον Ορχομενό (1880, 1881, 1886), όπου βρήκε τμήματα της λίθινης διακόσμησης του θολωτού τάφου του Μινύου, στην Τίρυνθα (1876, 1884, 1885), όπου ανακάλυψε το πρώτο μυκηναϊκό ανάκτορο, αλλά και στην Τροία (1878, 1882-1883, 1888-1890). Συνεργάτες του τώρα ήταν ο διάσημος γιατρός και αρχαιοδίφης Ρούντολφ Βίρχοφ και κυρίως ο αρχιτέκτονας Βίλχελμ Ντέρπφελτ, ο οποίος εισήγαγε αυστηρότερες ανασκαφικές μεθόδους στις ανασκαφές της Τροίας και της Τίρυνθας.
Ο Σλίμαν κατά τα τελευταία έτη της ζωής του υπέφερε από πάθηση των αυτιών, γεγονός που τον υποχρέωσε να κάνει πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, ελπίζοντας μάταια σε θεραπεία. Κατά τη διάρκεια ενός απ’ αυτά βρέθηκε μόνος του στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου τον βρήκε το μοιραίο, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1890. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τάφηκε σε μαυσωλείο στο Α’ Νεκροταφείο.
Ο Σλίμαν έγραφε επίσης με ευκολία και ταχύτητα, με κύριο σκοπό να γνωστοποιήσει γρήγορα τις έρευνές του σ’ όλο τον κόσμο. Εκτός από τα προαναφερθέντα βιβλία του έγραψε και τα: «llios, Stadt, und Land der Trojaner» («Ίλιον, η πόλη και η χώρα των Τρώων», 1881), «Orchomenos» («Ορχομενός», 1881), «Troja» («Τροία», 1884), «Tirynthe» («Τίρυνς», 1885) και «Bericht Liber die Ausgrabungen in Troja im Jahre 1890» («Έκθεση των ανασκαφών στην Τροία το έτος 1890», 1891). Το 1892 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, συμπληρωμένη από τον Α. Μπρύκνερ (A. Bruckner).
Η κατοικία του στην Αθήνα ήταν το γνωστό Ιλίου Μέλαθρον επί της οδού Πανεπιστημίου, που χτίστηκε με σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Το 1926 πουλήθηκε από τη χήρα του στο Δημόσιο, όπου στέγασε αρχικά τον Άρειο Πάγο και σήμερα στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο. Η Σοφία Σλίμαν δώρισε, επίσης, μέρος της συλλογής αρχαιοτήτων του Σλίμαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και στο Νομισματικό Μουσείο.