Πολωνός πιανίστας και συνθέτης της Ρομαντικής Περιόδου, που έγραψε ορισμένες από τις ωραιότερες συνθέσεις για πιάνο.
Η εκλεπτυσμένη πρωτοτυπία που χαρακτηρίζει το έργο του και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του ως πιανίστα τον κατατάσσουν στους σημαντικότερους συνθέτες και πιανίστες όλων των εποχών.
Ο Φρίντερικ Φραντσίσεκ Σόπεν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην πόλη Ζελάσοβα Βόλα (50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας) στις 22 Φεβρουαρίου 1810, όπως αναφέρεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης ή την 1η Μαρτίου 1810, όπως υποστήριζε ο ίδιος και η οικογένειά του. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν γάλλος εμιγκρέ, που εργαζόταν ως παιδαγωγός στην αριστοκρατική οικογένεια των Σκάρμπεκ, από την οποία καταγόταν η φτωχή μητέρα του Τέκλα Γιουστίνα Κζιζανόφσκα. Ο Νικολά Σοπέν είχε αποκτήσει πολωνική συνείδηση, αφού είχε λάβει μέρος στην εξέγερση του 1794 κατά των Πρώσων και των Ρώσων, που πάντα εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Πολωνίας. Ο Φρίντερικ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Σόπεν και το μόνο αγόρι. Η βάπτισή του έγινε στις 23 Απριλίου 1810 και έλαβε τα ονόματα Φρίντερικ (προς τιμήν του κόμη Σκάρμπεκ, εργοδότη του πατέρα του) και Φράντσισεκ (πολωνική εκδοχή του Φρανσουά, ονόματος του παππού του). Αργότερα, όταν θα μετακομίσει στο Παρίσι θα υιοθετήσει τη γαλλική εκδοχή του ονοματεπωνύμου του, Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν (Frederic Francois Chopin), με το οποίο είναι γνωστός παγκοσμίως.
Σε ηλικία οκτώ μηνών, ο Φρειδερίκος μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βαρσοβία, όπου ο πατέρας του ανέλαβε τη θέση του καθηγητή Γαλλικών στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης. Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική, όταν προσπαθούσε να αναπλάσει αυτά που έπαιζαν στο πιάνο η μητέρα του Γιουστίνα και η μεγάλη αδελφή του Λουντβίκα. Το 1817 άρχισε μαθήματα πιάνου με τον πολυτάλαντο μουσικό Βόιτσιεχ Τσίβνι και τον επόμενο χρόνο (24 Φεβρουαρίου 1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ερμηνεύοντας το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα» του Άνταλμπερτ Γκίροβετς. Εν τω μεταξύ, είχε συνθέσει το πρώτο του έργο, μια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήμη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ.
Το 1822, ο γερο-Ζίβνι είπε στον πατέρα του ότι δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα στον μαθητή του, αφού αυτός τον είχε ξεπεράσει σε πολλούς τομείς. Στις 23 Απριλίου 1821 συνέθεσε και αφιέρωσε στον καθηγητή του την «Πολωνέζα σε λα ύφεση μείζονα», που αποτέλεσε το αποχαιρετιστήριο δώρο του προς τον σπουδαίο δάσκαλο. Στα μέσα Ιουλίου του 1824, ο Φρειδερίκος παραπονέθηκε στη μητέρα του ότι τον τελευταίο καιρό ένιωθε ζαλάδες και μεγάλη αδυναμία. Ο πατέρας του σκέφθηκε ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονταν σε υπερκόπωση, αλλά ζήτησε και τη γνώμη του γιατρού, που παρακολουθούσε την κλονισμένη υγεία της αδελφής του Αιμιλίας, η οποία έπασχε από φυματίωση. Ο γιατρός διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο για υπερκόπωση, αλλά για εξασθένηση του οργανισμού του νεαρού παιδιού, του οποίου η υγεία δεν ήταν ποτέ καλή. Του συνέστησε να αλλάξει τρόπο ζωής, να πάει στην εξοχή και να ακολουθήσει ειδικό διαιτολόγιο.
Το 1826 οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον παλιότερα είχε λάβει μαθήματα πιάνου. Καλύτερο δάσκαλο δεν θα μπορούσε να βρει ο νεαρός Σοπέν, καθότι ο Έλσνερ, όντας ο ίδιος συνθέτης με ρομαντική αντίληψη, είχε συνειδητοποιήσει ότι η ευρηματικότητα του μαθητή του δεν θα έπρεπε να περιοριστεί από τη στείρα υποταγή στους ακαδημαϊκούς κανόνες. Τον Απρίλιο του 1827 η αδελφή του Αιμιλία ξεψύχησε στην αγκαλιά της μητέρα της, χτυπημένη από τη φυματίωση, που καθημερινά έστελνε εκατοντάδες ανθρώπους στον τάφο σε όλη την Ευρώπη. Ο Σοπέν συγκλονίστηκε από τον θάνατο της αδελφής του, ενώ η μητέρα του Γιουστίνα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το φοβερό χτύπημα της μοίρας.
Τον Σεπτέμβριο του 1828 ο Σοπέν πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι εκτός Πολωνίας. Συνόδευσε στο Βερολίνο τον οικογενειακό φίλο Φέλιξ Γιαρότσκι, ο οποίος θα παρακολουθούσε ένα συνέδριο ζωολογίας. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Πρωσίας, ο νεαρός Σοπέν άνοιξε τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες, παρακολουθώντας παραστάσεις όπερας και κοντσέρτα. Στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος. Στο ταξίδι της επιστροφής σταμάτησε στο Πόζναν, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρίγκιπα Άντον Ράτζιβιλ, που ήταν συνθέτης και τσελίστας. Για να ανταποδώσει τη φιλοξενία του πρίγκηπα και της κόρης του Βάντα, που έπαιζε πιάνο, συνέθεσε την «Πολωνέζα για τσέλο και πιάνο σε ντο μείζονα, έργο 3».
Στις 15 Ιουλίου 1829 ο Σοπέν πήρε το πτυχίο του με άριστα, αποσπώντας τους θερμούς επαίνους του διευθυντή του Ωδείου, Γιόζεφ Έλσνερ, ο οποίος σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Φρειδερίκος Σοπέν, σπουδαστής του τρίτου έτους. Ικανότητες εκπληκτικές, μουσική μεγαλοφυΐα. Ανοίγει νέα εποχή στη μουσική για πιάνο, τόσο με τη σπουδαία τεχνική στην ερμηνεία, όσο και με τις συνθέσεις του». Λίγο αργότερα, ο Σοπέν είδε τον Παγκανίνι σ’ ένα ρεσιτάλ στη Βαρσοβία και θαμπώθηκε από την απίστευτη δεξιοτεχνία του. Προς τιμήν του συνέθεσε τις «Παραλλαγές σε λα μείζονα σε ανάμνηση του Παγκανίνι». Έπειτα από λίγες μέρες επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων, που έγινε με την οικονομική στήριξη των γονέων του, αφού η αίτησή του για υποτροφία απορρίφθηκε. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ». Ήταν 11 Αυγούστου 1829 και επτά μέρες αργότερα ο Σοπέν έδωσε τη δεύτερη συναυλία του στη Βιέννη, με εξίσου μεγάλη επιτυχία.
Επέστρεψε ευτυχισμένος στη Βαρσοβία, αλλά αποφασισμένος να ξαναγυρίσει στη Βιέννη το συντομότερο δυνατό. Τον Σεπτέμβριο του 1829 γνώρισε τον πρώτο αληθινό έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Κωνσταντίας Γκλαντόφσκα, μιας νεαρής μαθήτριας του Ωδείου της Βαρσοβίας. Η ανθρώπινη φωνή αποτέλεσε αυτή την περίοδο την κύρια πηγή έμπνευσης, που καρποφόρησε στην εξαίρετη μελωδία των «Νυχτερινών» (Nocturnes) και τα λυρικά τμήματα των δύο κοντσέρτων για πιάνο. Στις 19 Δεκεμβρίου 1829 έκανε την πρώτου εμφάνισή του μπροστά στο κοινό της Βαρσοβίας, ερμηνεύοντας με άλλους καλλιτέχνες διάφορα έργα από το λυρικό ρεπερτόριο. Στις 17 Μαρτίου 1830 παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια στη Βαρσοβία δικά του έργα με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε φα ελάσσονα» (το αργό μέρος του οποίου ομολόγησε ότι το είχε γράψει σε ανάμνηση της Κωνσταντίας, που δεν είχε ανταποκριθεί στον ερωτά του) και τη «Φαντασία σε πολωνικές μελωδίες». Στις 11 Οκτωβρίου έπαιξε για πρώτη φορά ενώπιον κοινού το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1», που ακολουθεί χρονονολογικά το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2», παρά την αρίθμησή του.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1830 ξεκίνησε από τη Βαρσοβία για το δεύτερο ταξίδι του στη Βιέννη. Έφτασε στην πρωτεύουσα των Αψβούργων στις 23 Νοεμβρίου και αναμένοντας να τον καλέσει κάποιος να παίξει πιάνο, πληροφορήθηκε για την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι. Μέχρις ότου εκδοθεί το διαβατήριό του, μελοποιούσε πατριωτικά ποιήματα και συνέθετε θυελλώδη σόλο για πιάνο, όπως την «Πολωνέζα σε σολ ύφεση μείζονα», το «Σκέρτσο σε σι ελάσσονα, έργο 20» και τη «Σπουδή αρ. 12, έργο 10», γνωστή και ως «Επαναστατική». Όταν τελικά κατάφερε να φθάσει στη Γερμανία και έμαθε ότι η Βαρσοβία είχε πέσει στα χέρια των Ρώσων, η απελπισία του τον έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ο Σοπέν έφθασε στο Παρίσι στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο κοπιαστικό ταξίδι από τη Στουτγκάρδη. Η ηρεμία και η τάξη δεν είχαν ακόμη αποκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Γαλλίας από την επανάσταση του 1830, που σήμανε την αλλαγή φρουράς στο γαλλικό θρόνο. Ο νέος βασιλιάς Λουδοβίκος – Φίλιππος, παρά τις φιλελεύθερες ιδέες του, δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει τη δράση μιας μεγάλης μερίδας του γαλλικού λαού, που πίστευε στην εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Καθημερινό φαινόμενο ήταν οι διαμαρτυρίες και οι πορείες συμπάθειας για του κατατρεγμένους λαούς της Ευρώπης, ενώ πλήθος εμιγκρέδων έφθαναν καθημερινά στη Γαλλία. Το Παρίσι ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες του Ρομαντισμού άνοιγαν νέους δρόμους στην αισθητική έκφραση. Τομή στα μουσικά πράγματα ήταν η πρεμιέρα της περίφημης «Φανταστικής Συμφωνίας» του Εκτόρ Μπερλιόζ στις 5 Δεκεμβρίου 1830, ενός αντισυμβατικού έργου, που ο δημιουργός του αδιαφόρησε για τη φόρμα και τους κανόνες, προς χάρη της έκφρασης των συναισθημάτων του.
Ο νεοφερμένος Φρειδερίκος Σοπέν εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα και με τις συστάσεις ενός βιεννέζου φίλου του γνωρίστηκε με καθιερωμένες μουσικές προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Γρήγορα, όμως, βρήκε το περιβάλλον που του ταίριαζε στον κύκλο των πολωνών εμιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Αλκάν, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ Φρανσόν, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο εξόριστος συμπατριώτης του πρίγκηπας Άνταμ Τσαρτορίσκι.. Η γαλλική πρωτεύουσα με το ένα εκατομμύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή τον Σοπέν. «…Το Παρίσι διαθέτει ότι κανείς μπορεί να επιθυμήσει… Στο Παρίσι μπορείς να διασκεδάσεις, να πλήξεις, να γελάσεις, να κλάψεις, με λίγα λόγια να κάνεις ότι θελήσεις… Κανείς δεν σε προσέχει» γράφει σε επιστολή προς τον φίλο του Τίτο Βοϊσιεκόφκσι, με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1831.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1832 έδωσε την πρώτη συναυλία του στο σαλόνι του κατασκευαστή πιάνων Καμίγ Πλεγιέλ και ακολούθησε ένα κοντσέρτο στη μεγάλη αίθουσα του Ωδείου τον Μάιο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Μόλις πριν από λίγο καιρό ο Ρόμπερτ Σούμαν είχε γράψει για τον Σοπέν: «Κύριοι , υποκλιθείτε σε μια ιδιοφυία!». Η γνωριμία του με την οικογένεια των Ρότσιλντ του άνοιξε νέους ορίζοντες και τον εισήγαγε στους κύκλους της γαλλικής αριστοκρατίας, όπου απέκτησε τη φήμη λαμπρού πιανίστα, συνθέτη και δασκάλου. Τα καινούργια έργα του αυτή την εποχή περιλάμβαναν την «Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα» και τη «Φαντασία – Αυτοσχεδίασμα» («Fantaisie-Impromptu»), τη «Μεγάλη Πολωνέζα με το Αντάντε Σπιανάτο», καθώς και μικρότερες συνθέσεις, ανάμεσα στις οποίες πολλές μαζούρκες και πολωνέζες, εμπνευσμένες από έντονα εθνικιστικά αισθήματα.
Στις 16 Αυγούστου 1835 ο Σοπέν επισκέφθηκε τη λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ, όπου συναντήθηκε με τους γονείς του για πρώτη φορά μετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Νικολά και η Γιουστίνα Σοπέν έσφιξαν στην αγκαλιά τους για τελευταία φορά τον διάσημο γιο τους. Δεν θα τον ξανάβλεπαν ποτέ. Στο δρόμο της επιστροφής στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο σταμάτησε στη Δρέσδη για να συναντήσει τους παλιούς φίλους του, την οικογένεια Βοτσίνσκι. Το ενδιαφέρον του τράβηξε η κόρη τους Μαρία, μία γοητευτική και καλλιεργημένη κοπέλα 16 ετών, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Τον επόμενο χρόνο τη ζήτησε σε γάμο, όταν παραθέριζε με την οικογένειά της στο Μαρίενμπαντ. Η Μαρία δέχθηκε, αλλά αντέδρασε η μητέρα της, κοντέσα Βοτζίνσκα, η οποία ανησυχούσε για τις φήμες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του Σοπέν. Τα αισθήματα του Σοπέν για τη Μαρία Βοτζίνσκα αποτυπώνονται στα έργα του «Βαλς σε λα ύφεση μείζονα: Το βαλς του αποχαιρετισμού, έργο 69 αρ. 1» και «Σπουδή σε φα ελάσσονα, έργο 25/2».
Μετά το ναυάγιο του γάμου του με τη Μαρία Βοτζίνσκα, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον του για την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του κοντέσα Δελφίνη Ποτότσκα, προσφάτως διαζευγμένη, η οποία σχετιζόταν με το φίλο του ποιητή κόμη Ζίγκμουντ Κρασίνσκι. Η Δελφίνη έγινε για λίγο καιρό η μούσα του και γι’ αυτή έγραψε το περίφημο «Βαλς σε ρε ύφεση μείζονα», γνωστό και ως «Βαλς του Λεπτού». Όμως, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της βαρώνης Ορόρ Ντιντεβάν), που ήταν συγγραφέας και ζούσε μια προκλητικά ελευθεριάζουσα ζωή για τα μέτρα της εποχής (κάπνιζε δημόσια, φορούσε αντρικά ρούχα και είχε πλήθος διάσημων εραστών).
Η αρχική τους γνωριμία έγινε στο σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου 1835, σε γεύμα που παρέθεσε στον φίλο του συνθέτη Φραντς Λιστ και την ερωμένη του κοντέσα Μαρί ντ’ Αγκού, η οποία έφερε μαζί της τη φίλη της Γεωργία Σάνδη. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «αντιπαθητική», αλλά σταδιακά υπέκυψε στα θέλγητρά της. Στην αρχή δίσταζε να ανοιχτεί μαζί της, φοβούμενος τα σχόλια, αλλά το φθινόπωρο του 1838 η σχέση τους επισημοποιήθηκε, όταν κάμφθηκε οι όποιοι δισταγμοί του.
Με πρόφαση την κακή υγεία του έφυγε με τη Σάνδη, τα παιδιά της Μορίς (15 ετών) και Σολάνζ (10 ετών) και την υπηρέτριάς της για να περάσουν τον χειμώνα στη Μαγιόρκα. Τα δύο προηγούμενα χρόνια ο Σοπέν ταλαιπωρούταν από έντονο βήχα και αιμοπτύσεις (συμπτώματα φυματίωσης), αλλά οι γιατροί τον καθησύχαζαν, λέγοντάς του ότι επρόκειτο για γρίπη. Η Σάνδη νοίκιασε ένα σπίτι στα περίχωρα της Πάλμα και έζησαν ειδυλλιακά, ώσπου ο Σοπέν αρρώστησε. Όταν ο ιδιοκτήτης άκουσε φήμες για φυματίωση του Σοπέν τους ζήτησε να το εγκαταλείψουν. Έπαιξε ρόλο και το κουτσομπολιό των περιοίκων, όταν έμαθαν ότι το ζευγάρι δεν ήταν παντρεμένο.
Έτσι, αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο σ’ ένα μοναστήρι στο απομακρυσμένο χωριό Βαλντεμόζα (15 Δεκεμβρίου 1838). Το κρύο, η υγρασία και η κακή διατροφή υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο την εύθραυστη υγεία του Σοπέν. Η Σάνδη πήρε την απόφαση να εγκαταλείψουν αμέσως τη Μαγιόρκα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί ο Σοπέν σε μια από τις πιο παραγωγικές του περιόδους συνέθεσε κάποιες Πολωνέζες από το έργο 28, δύο Πολωνέζες από το έργο 40, το «Σκέρτσο αρ. 3, έργο 39», τη «Μαζούρκα σε Μι ελάσσονα, έργο 41», ενώ αναθεώρησε δύο παλιότερα έργα του, τη «Μπαλάντα αρ. 2, έργο 38» και τη «Σονάτα αρ. 2, έργο 35».
Στις 18 Φεβρουαρίου 1839 αποβιβάστηκαν στο πλοίο «Ελ Μαγιορκέν» με προορισμό τη Βαρκελώνη. Οι κακές συνθήκες που επικρατούσαν στο πλοίο προκάλεσαν έντονο βήχα και νέα αιμόπτυση στον Σοπέν, που μετά δυσκολίας κατόρθωσε να σταματήσει ο γιατρός του πλοίου. Τους συνέστησε να παραμείνουν για λίγες μέρες ακόμη στη Βαρκελώνη μέχρις ότου γίνει καλά. Στις 22 Φεβρουαρίου ο Σοπέν, η Σάνδη, τα δύο παιδιά της και η υπηρέτρια πάτησαν επί γαλλικού εδάφους και συγκεκριμένα στη Μασσαλία. Εκεί έμειναν έως τον Μάιο, όπου χάρη στη φροντίδα ενός έμπειρου γιατρού ο Σοπέν συνήλθε και άρχισαν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στο Παρίσι.
Στις 26 Απριλίου 1841, ο Σοπέν επανήλθε στις συναυλίες με ένα ρεσιτάλ στο σπίτι του Πλεγιέλ, ενώ προσκλήθηκε να παίξει στα ανάκτορα του Κεραμεικού για τον βασιλιά Λουδοβίκο – Φίλιππο. Παρά τα οικονομικά οφέλη, η ψυχολογική πίεση που του ασκούσαν αυτά τα κοντσέρτα ήταν μεγάλη κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στα μαθήματα για να εξασφαλίσει μια μόνιμη πηγή εσόδων. Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Αυτά τα έσοδα και οι αυξανόμενες παραγγελίες για νέα έργα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή.
Το ζήτημα της υγείας του επανερχόταν κάθε τόσο. Το Μάρτιο του 1840 ο βήχας άρχισε να τον τυραννάει και πάλι. Ένιωθε αδύναμος και άκεφος και η Σάνδη κάλεσε τον προσωπικό της γιατρό, ο οποίος μαζί με τον γιατρό που τον παρακολουθούσε καθόρισαν τη νέα θεραπευτική αγωγή, καθώς δεν πίστευαν ότι πάσχει από φυματίωση. Κάθε καλοκαίρι η Γεωργία Σάνδη τον έπαιρνε στο εξοχική της στη Νοάν για να αναπνεύσει καθαρό αέρα και να αναπαυθεί. Συχνά καλούσαν στενούς φίλους τους, όπως τη μετζοσοπράνο Πολίν Βιαρντό και τον ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά. Στη Νοάν ο Σοπέν έγραψε πολλά από τα πιο ευρηματικά έργα του, όπως τη «Φαντασία σε φα ελάσσονα» (1840-1841), «Βαρκαρόλα» (1845-1846), «Μπαλάντα σε λα ύφεση μείζονα» (1840-1841), την «Μπαλάντα σε φα ελάσσονα» (1842) και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα» (1844). Παρά την άμεμπτη στάση του απέναντι στα παιδιά της Σάνδη, η σχέση του με τον γιο της Μορίς ήταν προβληματική, ενώ αντίθετα πολύ καλή με την κόρη της Σολάνζ, η οποία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τη μητέρα της.
Στις αρχές του 1844 ήρθε στο Παρίσι η Τζέιν Στέρλινγκ, κόρη τραπεζίτη από τη Σκωτία, για να πάρει μαθήματα πιάνου από τον Σοπέν. Η Στέρλινγκ λάτρευε τη μουσική του, αλλά και τον ίδιο τον συνθέτη. Ο έρωτάς της δεν βρήκε ανταπόκριση, γιατί ο Σοπέν αγαπούσε τη Σάνδη. Την έκανε, πάντως, να μισεί θανάσιμα τη Σάνδη, της οποίας δεν εκτιμούσε ούτε τη συμπεριφορά, ούτε το έργο. Δεν δίσταζε να λέει ότι ο δεσμός αυτός έκανε κακό στον Σοπέν. Στις 25 Μαΐου 1844, ο Σοπέν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του Νικολά, ο οποίος είχε σβήσει στις 3 Μαΐου σε ηλικία 73 ετών. Το φοβερό αυτό νέο συγκλόνισε τον συνθέτη. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν ήθελε να δει κανέναν, ακόμη και τη Σάνδη. Πάντως, την περίοδο εκείνη έγραψε δύο σπουδαία έργα, το «Νανούρισμα» και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα», τα οποία εκδόθηκαν το 1845.
Με την πάροδο του χρόνου, η σχέση του Σοπέν με τη Σάνδη άρχισε να θαμπώνει. Οι συγκρούσεις τους ήταν καθημερινό φαινόμενο και ο Σοπέν έγινε μελαγχολικός και ιδιότροπος. Η οριστική ρήξη επήλθε το καλοκαίρι του 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν, η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της, επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά τον γλύπτη Ογκίστ Κλεσινζέ. Στην επιστολή της με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1847 αναφέρει: «…Αντίο φίλε μου. Μακάρι να γιατρευτείτε απ’ όλα τα δεινά σας. Θα ευχαριστώ πάντα το Θεό γι’ αυτή την ανεπάντεχη κατάληξη της εννιάχρονης αποκλειστικής φιλίας. Να μαθαίνω νέα σας πότε – πότε. Θα ήταν άσκοπο να γυρίσουμε στα παλιά…»
Μόνος κι έρημος ο Σοπέν και με επιβαρυμένη την υγεία του αποδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1848 την πρόσκληση από την Τζένι Στέρλινγκ να επισκεφθεί την Αγγλία και τη Σκωτία. Τον Απρίλιο, κι ενώ το Παρίσι βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, πέρασε στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Έως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πραγματοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο μαθημάτων, εμφανίσεων και δεξιώσεων στο Λονδίνο. Εκεί συναντούσε τον Κάρολο Ντίκενς, τον Τόμας Καρλάιλ και την Τζένι Λιντ, που δεν έχανε καμία εμφάνισή της στην όπερα. Τα οικονομικά του βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά το πρόβλημα με την υγεία του επιδεινώθηκε, εξαιτίας και της μολυσμένης ατμόσφαιρας του Λονδίνου. Έτσι, αποφάσισε να ξεκουραστεί, φιλοξενούμενος σε σπίτια αριστοκρατών φίλων της Στέρλινγκ στη Σκωτία. Τότε κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες που ήθελαν τον Σοπέν με τη Στέρλινγκ να έχουν αρραβωνιαστεί, αλλά αποδείχθηκαν ανυπόστατες.
Ο Σοπέν, με επιβαρυμένη υγεία και έχοντας παραμελήσει το συνθετικό έργο του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, έπειτα από μία σύντομη παραμονή στο Λονδίνο, όπου έπαιξε σ’ ένα φιλανθρωπικό κοντσέρτο για τους Πολωνούς πρόσφυγες στις 16 Νοεμβρίου 1848. Έφτασε στο Παρίσι στις 24 Νοεμβρίου 1848 και ως την επομένη άνοιξη η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του με την προτροπή των γιατρών του εγκαταστάθηκε σ’ ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού, περιστοιχιζόμενος από πιστούς φίλους του και την αδελφή του Λουντβίκα, που είχε έρθει από την Πολωνία για να του συμπαρασταθεί.
Αντιλαμβανόμενος το τέλος, ο Σοπέν ζήτησε να καταστραφούν τα χειρόγραφα των ανολοκλήρωτων έργων του και να ακουστεί το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ στην κηδεία του, ενώ απαίτησε από την αδελφή του να μεταφερθεί η καρδιά του στη Βαρσοβία. Στις 12 Οκτωβρίου 1849 εξομολογήθηκε και μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων από τον φίλο του ιερέα Αλεξάντερ Γιελοβίτσκι και του πρόσφερε ένα μεγάλο ποσό, λέγοντάς του ότι χωρίς την παρουσία του «θα πέθαινε σαν γουρούνι». Στο σαλόνι του σπιτιού του συνωστίζονταν πρίγκιπες, κόμισες, μαρκησίες και απλοί πολίτες, που προσεύχονταν για τη σωτηρία του, όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του. Η Σολάνζ ήλθε να σταθεί δίπλα στον αληθινό φίλο της στις τελευταίες στιγμές του, αλλά όχι και η μητέρα της Γεωργία Σάνδη. Στις 15 Οκτωβρίου έφθασε και η Δελφίνη Ποτότσκα, από την οποία ο Σοπέν ζήτησε να του τραγουδήσει. Στις 2 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της Σολάνζ και πέρασε στην αιωνιότητα, σε ηλικία 39 ετών.
Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε την ίδια μέρα σε όλο το Παρίσι, σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στο φιλόμουσο κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας και βαθιά θλίψη στους φίλους του. Ο χαμός του μεγάλου Πολωνού πατριώτη συγκλόνισε τους συμπατριώτες του, που είχαν ξεσηκωθεί για την ανεξαρτησία τους, αφού έχαναν ένα τίμιο, ειλικρινή και ακούραστο μαχητή των πολωνικών δικαίων. Ο παρισινός τύπος έκανε εκτενείς αναφορές στη ζωή και το έργο του Σοπέν και οι διάφοροι αρθρογράφοι υπογράμμιζαν τη συμβολή του στη μουσική και στη δημιουργία της νέας σχολής πιάνου.
Η κηδεία του έγινε στις 30 Οκτωβρίου στο ναό της Μαρίας της Μαγδαληνής των Παρισίων, παρουσία 3.000 ανθρώπων, με χτυπητή την απουσία της Γεωργίας Σάνδη. Στην κηδεία του ακούστηκε το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ, σύμφωνα με τη θέλησή του, και τα δικά του «Πρελούδια αρ. 4 και 6». Η ταφή του έγινε στο ονομαστό κοιμητήριο της γαλλικής πρωτεύουσας Περ Λασέζ, όπου πάνω από τον τάφο του ακούστηκε το «Επικήδειο Εμβατήριο από τη Σονάτα αρ. 2». Ένα χρόνο αργότερα έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου με τη μορφή μιας μούσας που θρηνεί κρατώντας μια σπασμένη λύρα, ενώ πολωνικό χώμα σκορπίστηκε πάνω στον τάφο του. Ήταν δημιουργία του Ογκίστ Κλεσινζέ, συζύγου της Σολάνζ. Η καρδιά του, σύμφωνα με την επιθυμία του, μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, όπου φυλάσσεται στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Οι Πολωνοί τίμησαν και τιμούν πολλαπλώς τον μεγάλο συμπατριώτη τους. Το όνομά του φέρουν: Το διεθνές αεροδρόμιο της Βαρσοβίας, ο κορυφαίος διαγωνισμός πιάνου που διεξάγεται κάθε πέντε χρόνια στη Βαρσοβία από το 1927 και η Μουσική Ακαδημία της Βαρσοβίας, το μεγαλύτερο ωδείο της Πολωνίας. «Σοπέν» ονομάζεται ο αστεροειδής 3784. Η πολωνική κυβέρνηση διέθεσε γύρω στα 25.000.000 ευρώ για την ανέγερση του Μουσείου Σοπέν στη Βαρσοβία, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν την 1η Μαρτίου 2010. Το 2008 ξεσηκώθηκε θόρυβος αν ο Σοπέν πέθανε από φυματίωση ή κυστική ίνωση, μια κληρονομική ασθένεια, που δεν είχε ανιχνευθεί την εποχή του Σοπέν. Η Πολωνική Κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή της για να υποβληθεί η καρδιά του Σοπέν σε τεστ DNA.