Ένας από τους σπουδαιότερους τενόρους της εποχής του, ο οποίος με τον πληθωρικό χαρακτήρα του και τα φωνητικά του προσόντα έφερε την όπερα κοντά στο ευρύτερο κοινό. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι (Luciano Pavarotti) γεννήθηκε στη Μόντενα της Ιταλίας στις 12 Οκτωβρίου 1935. «Τι ψηλή φωνή! Θα γίνει σίγουρα τενόρος» λέγεται ότι αναφώνησε ο μαιευτήρας της μητέρας του Αντέλε, αντικρίζοντας το νεογέννητο αγοράκι.
Ο μικρός Λουτσιάνο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία χορωδία, μαζί με τον πατέρα του Φερνάντο, που ήταν λάτρης της όπερας και ερασιτέχνης τραγουδιστής ο ίδιος. Η απόφαση του να ασχοληθεί με τη μουσική επαγγελματικά ήρθε έπειτα από μία διεθνή διάκριση της Χορωδίας Ροσίνι της Μόντενα.
Το επαγγελματικό ντεμπούτο του Παβαρότι ήταν στις 29 Απριλίου 1961, σε έναν από τους σπουδαίους ρόλους για τενόρο, εκείνο του Ροντόλφο στην όπερα του Πουτσίνι La Boheme. Την ίδια χρονιά κέρδισε στο διεθνή μουσικό διαγωνισμό «Achille Peri». Σύντομα ο χαρισματικός καλλιτέχνης έγινε διάσημος στην Ιταλία.
Ακολούθησαν εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές, στο Άμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Ζυρίχη και το Λονδίνο. Το 1965 έκανε το πρώτο άνοιγμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου έκτοτε έκανε ορισμένες από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του και τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με πέντε βραβεία Γκράμι.
Αμέσως μετα οι πωλήσεις των δίσκων όπερας εκτινάχθηκαν στα ύψη και η άρια «Nessun Dorma» της όπερας Turandot του Πουτσίνι συνδέθηκε με τον ποδοσφαιρικό πυρετό όσο και τα συνθήματα της εξέδρας. Ο δίσκος με τα «κλασσικά του Παβαρότι» έγινε ο πρώτος δίσκος κλασσικής μουσικής που έφτασε στο Νο 1 των βρετανικών τσαρτ.
Το 1992 έγινε για πρώτη φορά η καθιερωμένη ετήσια συναυλία Pavarotti and Friends, στη λογική της σύμπραξης του περίφημου τενόρου με διάσημους ερμηνευτές της ποπ και ροκ σκηνής, στοχεύοντας στη συγκέντρωση χρημάτων για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Παβαρότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στους «Τρεις Τενόρους», από κοινού με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο Ντομίνγκο. Η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή ήταν στην τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Τορίνο τον Φεβρουάριο του 2006.
Το 1996 το περιοδικό Forbes τον κατέταξε στην 28η θέση των πιο υψηλά αμειβόμενων καλλιτεχνών, υπολογίζοντας τα ετήσια έσοδά του στα 25 εκατομμύρια δολάρια και την προσωπική του περιουσία στο δεκαπλάσιο. Είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά. «Τα είχα όλα στη ζωή μου, πραγματικά όλα, αλλά ακόμη και αν τα έχανα όλα, με το Θεό είμαστε πάτσι», είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του.
Πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου του 2007, έπειτα από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο.