Η αξία της μητρότητας ήταν ευρέως διαδεδομένη στην αρχαιότητα και ειδικώς
στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Η μητέρα στην αρχαία Ελλάδα απολάμβανε
πλήρους σεβασμού και εκτιμήσεως. Ήταν αυτός ο συνεκτικός δεσμός με την
κοινότητα, ήταν η ζωοποιός δύναμη, η τροφός που εκδήλωνε την Ζωή και
συνέβαλε στην συνέχιση της οικογένειας, του γένους και της φυσικής
κοινότητας. Η γυναίκα ήταν η σύζυγος και μητέρα, η δημιουργός του οίκου, ενώ
ο άνδρας ήταν ο προστάτης, ο πολεμιστής και ο υποστηρικτής – υπερασπιστής
αυτού.
Η Θεά Ειρήνη με τον υιό της Πλούτο
Είναι γνωστό δε ότι οι προελληνικές κοινωνίες έρεπαν προς την μητριαρχική
θεώρηση. Το μεσογειακό υπόστρωμα των προελληνικών λαών είχαν θεοποιήσει
την Μητέρα – Φύση. Ως εκ τούτου, η «χειραφετημένη» Μητέρα – Γυνή
τοποθετούταν στην ύπατη βαθμίδα των αξιών της κοινωνίας. Τρανό
παράδειγμα η προελληνική Κρήτη. Η γυναίκα είναι «χειραφετημένη» ως
απείκασμα της Μεγάλης Μητέρας – Θεάς. Με την άφιξη όμως των
ινδοευρωπαϊκών ελληνόφωνων – «ελληνικών» φύλων, η κατάσταση
ανατρέπεται. Επιβάλλεται η πατριαρχία, η οποία άλλωστε απεικονίζεται στην
Ελληνική Μυθολογία. Οι χθόνιες μητριαρχικές θεότητες παραγκωνίζονται και
αντικαθίστανται από τους πατριαρχικούς θεούς των ινδοευρωπαίων. Ο Ζεύς
τίθεται επικεφαλής Θεών και Ανθρώπων, και η Γυναίκα καθίσταται Μητέρα και
Σύζυγος. Οι μετέπειτα μυκηναϊκές πολεμικές κοινωνίες διατηρούν, ως είναι
λογικό, το πατριαρχικό σύστημα χωρίς ωστόσο να χάνεται ο σεβασμός προς την
γυναίκα. Η γυναίκα της μυκηναϊκής εποχής είναι η Μητέρα – Γυναίκα που
αποπνέει σεβασμό. Ωστόσο έπειτα συμβαίνει κάτι παράδοξο. Στους σκοτεινούς
χρόνους που ακολουθούν σημειώνεται μια καθοριστική μεταβολή. Οι
υφιστάμενες δομές πλήττονται, τα φυλετικά κράτη διασπώνται και αναδύονται
οι «πόλεις». Η φύση της Γυναίκας ταυτίζεται με την ιδιότητα της Μητέρας και η
δράση της συμπτύσσεται εντός του οίκου. Από αυτήν την περίοδο και έπειτα,
στους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους (λιγότερο), η κοινωνική δράση της
Γυναίκας απομειώνεται και αυξάνεται αυτή της Μητέρας. Η απαραμείωτη ισχύς
της Γυναίκας εκπορεύεται από την Μητρότητα. Αυτή δεν μπορεί να καταβληθεί.
Η Μητρότητα συνιστούσε ιδιότητα ιερή. Από εκεί αντλούσε η Γυναίκα την
κοινωνική της δύναμη και κύρος.
Η σημασία της Μητρότητας αποτυπώνονταν στο θρησκευτικό σύστημα. Φόρο
τιμής στην μητέρα προσέφερε η Εορτή της Γαίας (η οποία μετέπειτα ταυτίσθηκε
με την μητέρα του Διός Ρέα). Η Ρέα με την σειρά της φέρεται να είναι η ελληνική
εκδοχή της ανατολικής θεάς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, η οποία, ως
προϊστορική μητριαρχική θεά της Μικράς Ασίας και ειδικά της Φρυγίας,
εξέφραζε την μητρότητα μέσω των οργιαστικών τελετών περί γονιμότητας.
Λόγω της αγάπης της δε για τα παιδιά της προσεδόθη το όνομα Ορεία Μητέρα.
Σε βάθος χρόνου η Κυβέλη καθιερώθηκε στην αρχαία Ρώμη και λατρευόταν ως
Mater Deum (Μητέρα των θεών) και Magna Idaea. Κατά μια άλλη εκδοχή η
Κυβέλη ταυτιζόταν με την Αφροδίτη. Αυτό δείχνουν αφιερώσεις, άλλωστε, σε
μια μαρμάρινη επιγραφή στο αρχαίο Αφροδίσιον της Κύπρου, στην «Μητρί Θεῶν
Σωτεϊρᾳ», δηλαδή στην Κυβέλη. Ο Πίνδαρος δε, την προσφωνεί «Κυβέλα, μάτερ
θεών»
Η Θεά της Γονιμότητας της Κρήτης που σχετίζεται με την λεγόμενη Μητέρα Θεά
H ινδοευρωπαϊκή ελληνική παράδοση ωστόσο υπερισχύει και η Ρέα
επισκιάζεται από την Ήρα, την σύζυγο του Διός, μια Θεά η οποία ταυτίζεται
βαθμιαίως περισσότερο με την πατριαρχική θέαση των αρχαιοελληνικών
κοινωνιών. Οι γυναικείες θεότητες αποκτούν την ιδιότητα της μητέρας ως
απεικάσματα των ανθρώπων. Στην συνέχεια, δε, τον τίτλο της Μητέρας Θεάς
τον λαμβάνει επαξίως η Δήμητρα και της προστάτιδας της Οικογένειας η Εστία.
Εξαίρεση στην «κλασσική» πατριαρχική θέαση των περισσότερων αρχαίων
ελληνικών κοινωνιών ήταν τα δωρικά φύλα, όπως των Σπαρτιατών και των
Μακεδόνων. Εκεί η ιδιότητα της μητέρας – γυναίκας προεξοφλούσε μια a priori
χειραφέτηση. Η διαδικασία της τεκνοποιήσεως ήταν κάτι ιερό, καθώς μέσω
αυτής, η κοινότητα αποκτούσε ένα νέο μέλος – πολεμιστή. Η Σπαρτιάτισσα
ήταν η τροφός και η παιδαγωγός του κάθε νέου Σπαρτιάτη, πριν αυτόν τον
αναλάβει το κράτος. Ήταν η γυναίκα – μητέρα που διεσφάλιζε την κοινωνική
συνοχή και την ευταξία γεννώντας πολεμιστές – υπερασπιστές της κοινότητας.
Ήταν αυτή που με θάρρος έλεγε στον υιό της να οδεύσει προς το πεδίο της
μάχης, ευχόμενη «ή ταν ή επί τας». Δεν πρέπει να παροράται λοιπόν γενική
«υπεροχή» των γυναικών στις δωρικές κοινωνίες. Σύμφωνα με την παράδοση,
άλλωστε, η πρώτη γυναίκα ολυμπιονίκης (396 π.Χ.) ήταν η Κυνίσκα, η αδερφή
του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου Β΄, ενώ την σκυτάλη έλαβε το 368 π.Χ. η
επίσης Σπαρτιάτισσα Ευρυλεονίς. Κάποιο ανάλογο είδος γυναικείας
«χειραφετήσεως» συναντούμε και στην Ρόδο και φυσικά δεν μπορούμε να
λησμονήσουμε την περίφημη Καλλιπάτειρα, η οποία (αψηφώντας την ποινή
του θανάτου για τις γυναίκες που παραβίαζαν το άβατο των Ολυμπιακών
Αγώνων) εισήλθε στο στάδιο για να παρακολουθήσει μεταμφιεσμένη σε άνδρα
τον υιό της να διαγωνίζεται. Βέβαια γλύτωσε την ποινή καθώς προέρχοταν
από οικογένεια Ολυμπιονικών.
Η Μεγάλη Μήτηρ Κυβέλη
Όσον αφορά την μακεδονική κοινωνία, δεν μπορεί βεβαίως να
παραβλεφθεί η Ολυμπιάς, η μητέρα του Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου. Η
Ολυμπιάς καταγόταν από την Ήπειρο και ήταν κόρη του βασιλιά των
Μολοσσών. Έπειτα υπανδρεύθηκε τον Φίλιππο Β΄ τον Μακεδόνα, οπότε και
έγινε βασίλισσα της Μακεδονίας. Ήταν αυτή η γυναίκα που έφερε στον κόσμο
τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε την ενοποίηση του ελληνικού κόσμου, θα
κατέλυε την αχανή περσική αυτοκρατορία και θα άλλαζε μια για πάντα τον
ρου της παγκόσμιας ιστορίας. Ήταν η γυναίκα – μητέρα που έπαιξε τόσο
ενεργό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της αρχαίας Ελλάδας, όσο καμία
άλλη. Φιλόδοξη, δυναμική, ανεξάρτητη που όμως αγαπούσε παράφορα τον υιό
της. Μια γυναίκα – μητέρα που έμεινε στην ιστορία λόγω ακριβώς αυτού του
διττού της ρόλου.
Η Ολυμπιάς, η μητέρα του Αλεξάνδρου Γ΄