Σύμφωνα με τον ορισμό του Αντρέι Ποπ, συμβολιστική είναι η τέχνη που λειτουργεί κυρίως χάρη στο νόημά της. Στα τέλη του 19ου αιώνα έδρασαν καλλιτέχνες και λογοτέχνες που αυτοαποκαλούνταν συμβολιστές και, πέρα από τις πολιτικές και αισθητικές τους διαφορές, έθεσαν την αναζήτηση του νοήματος στον πυρήνα της τέχνης τους.
Οι συμβολιστές έβλεπαν την τέχνη όχι ως μια κοινωνική επανάσταση αλλά ως μια επανάσταση του νοήματος, του πώς εννοιοποιούμε τον κόσμο. Τις ανησυχίες τους τις συμμερίζονταν σε σημαντικό βαθμό και θεωρητικοί επιστήμονες της εποχής, ιδίως μαθηματικοί και θεωρητικοί της Λογικής που δεν ικανοποιούνταν από τον εμπειρισμό, ο οποίος τότε κυριαρχούσε στα επιστημονικά τους πεδία.
Ο Αντρέι Ποπ δεν αρκείται στο να αναλύσει πώς μεμονωμένοι καλλιτέχνες προσέλαβαν στοιχεία επιστημονικών θεωριών, αλλά επικεντρώνεται σε φιλοσοφικά ζητήματα συναφή και στα δύο πεδία. Το πρόβλημα, ιδιαίτερα, της υποκειμενικότητας, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να μοιραστεί κανείς από την προσωπική του εμπειρία, ήταν κρίσιμο σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα συνεργασίας στους κόλπους της επιστήμης αλλά και επικοινώνησης της καλλιτεχνικής καινοτομίας. Αναλύοντας λεπτομερώς τις λογοτεχνικές και εικαστικές πρακτικές του Μανέ και του Μαλλαρμέ, τα σχέδια του Ερνστ Μαχ, τον Ουίλλιαμ Τζέιμς, τους πειραματισμούς του Μπρακεμόν και του Βαν Γκογκ με το χρώμα, τους στοχασμούς του Βίττγκενσταϊν καθώς και τα φιλοσοφικά συστήματα του Φρέγκε και του Ράσσελ, με μια εικονογραφική τεκμηρίωση που δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί στην ελληνική βιβλιογραφία, συνθέτει μια εντυπωσιακή αλλά συνεκτική εικόνα της συμβολιστικής κληρονομιάς της νεωτερικότητας και των συνεπειών της.