“Mme NELLYS, formerly Official Photographer to H.M The King of Greece and The Royal Family”, γράφει η βιτρίνα από το φωτογραφείο της Nelly’s στη Νέα Υόρκη, εκεί που η τολμηρή κι ενορατική φωτογράφος με το όνομα Nelly’s έζησε από το 1939 έως το 1966. Όταν στην ηλικία των σαράντα ετών, αποφασίζει να αφήσει το φωτογραφείο που διατηρούσε στην αθηναϊκή πρωτεύουσα, στην οδό Ερμού 19 και δοκιμάζει τις δυνάμεις της στον άγνωστο, για εκείνη τότε, χώρο της αμερικανικής φωτογραφίας, μένοντας τελικά εκεί για είκοσι επτά χρόνια. Αυτό το λιγότερο γνωστό τμήμα της δουλειάς της μαζί με το υπόλοιπο εντυπωσιακά πολυδιάστατο έργο της παρουσιάζεται σε μία μεγάλη και εξονυχιστική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.
Εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατο της φωτογράφου Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998), γνωστής ως Nelly’s, το Μουσείο Μπενάκη επανασυστήνει στο σύγχρονο κοινό το πολύτιμο φωτογραφικό έργο της, αποτίοντας φόρο τιμής στην εμπιστοσύνη που η ίδια η Nelly’s επέδειξε προς αυτό, καθώς το 1984 ήταν η χρονολογία που δώρισε τις φωτογραφίες της στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία φέτος συμπληρώνουν τα πενήντα χρόνια από την ίδρυσή τους. Δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο τρόπο για να γιορτάσουν και να δείξουν τον πολύτιμο ρόλο τους ως θεματοφύλακες της ιστορίας μας, από αυτή την έκθεση, την οποία ετοιμάζουν για χρόνια, καθώς είναι αποτέλεσμα συστηματικής, πολύχρονης και σχολαστικής εργασίας:
«Η έκθεση Nelly’s είναι μια βαθύτατα ουσιαστική έκθεση που πήρε δεκαετίες δουλειάς για να φτιαχτεί, είναι το απόσταγμα τεράστιας προσπάθειας και συστηματικής δουλειάς από πολλούς ανθρώπους. Ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε τόσο τους δημιουργούς όπως τη Nelly’s όσο και τους ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί μας τους θησαυρούς τους. Η Nelly’s δώρισε το έργο της ζωής της σε έναν πολιτιστικό οργανισμό και αυτού του είδους η εμπιστοσύνη πρέπει να ανταποδίδεται ακριβώς με πολλή δουλειά, με σεβασμό, με κομψότητα, με τη γνώση των ορίων και με την ειλικρίνεια που απαιτεί το κοινό, και νομίζω καταφέραμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην απαίτηση της επιστήμης, ανάμεσα στον σεβασμό προς τη δημιουργό, ανάμεσα στην ευγνωμοσύνη και τη δωρήτρια», μοιράζεται ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου, Γιώργης Μαγγίνης για την έκθεση.
Στην έκθεση φυσικά συναντάμε την πασίγνωστη -και άμεσα συνυφασμένη με το όνομά της- χορευτική φωτογραφία του Μεσοπολέμου, που έβγαλε τον Νοέμβριο του 1930, στην Ακρόπολη με τη Ρωσίδα χορεύτρια Elizabeta Nikolska, σε μία χορευτική στιγμή της μπροστά στα μνημεία. Κι ενώ αυτό ακριβώς πίστευα ότι θα ήταν και το πιο εντυπωσιακό της έργο, αναμένοντας πότε θα συναντήσω αυτή τη γνώριμη φωτογραφία από κοντά, από τα πρώτα δευτερόλεπτα της έκθεσης είναι άμεσα αντιληπτό ότι εδώ χρειάζεσαι αρκετή ώρα για να απολαύσεις μία προς μία κάθε φωτογραφία της Nelly’s, παρατηρώντας το κάθε έργο με λεπτομέρεια, όπως σε υποβάλλει η οπτική του και η ιστορία που φέρει το καθένα.
Η δεσποινίς Peggy (1922-23), η δεσποινίς Bergmann (1927), η δεσποινίς Κάγκα (1925), η Εύα Δ. Γουλανδρή (1926), η κυρία Τοτόμη (1927), η πριγκίπισσα Αικατερίνη (1937/38), η πριγκίπισσα Ειρήνη (1937-39) και η Χρυσούλα (Χρυσαΐς Ρόδη) -η Μις Ελλάς του 1931: είναι κάποιες μόνο από τις γυναίκες που συναντάμε μέσα από τον φωτογραφικό φακό της με τα πρόσωπά τους και τη ματιά τους να μας καθηλώνουν. Η Nelly’s αποτελεί ένα φαινόμενο για την ελληνική φωτογραφία, αφού πρωτοπόρα και τελειομανής έθεσε στην Αθήνα του Μεσοπολέμου νέα δεδομένα για το επάγγελμα του φωτογράφου, ανατρέποντας το παραδοσιακό στημένο πρότυπο του φωτογραφικού μοντέλου.
Οι επιρροές από τις σπουδές της στη Δρέσδη (1920-1923) είναι χαρακτηριστικές, όταν σε ηλικία είκοσι ετών άφησε πίσω τη μικρασιατική γη για πάντα και πήγε για να σπουδάσει ζωγραφική και μουσική, ωστόσο για βιοποριστικούς λόγους τελικά ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Κάποιες από τις επιρροές από τους δασκάλους της, Hugo Erfurth και Franz Fiedler, στο έργο της είναι: το φλου αρτιστίκ, η έμφαση στα μάτια, οι κοντινές λήψεις και η διαγώνια τοποθέτηση του φωτογραφούμενου. Εργάστηκε με πρωτοποριακές για την Ελλάδα τεχνικές, που χρειάζονταν πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν και που η εκτέλεσή τους απαιτούσε την παρέμβαση του φωτογράφου με πινέλα και χρώματα για την τελική φωτογραφική εικόνα.
Η παρουσίαση, σε αυτή τη μεγάλη έκθεση, του πολυδιάστατου έργου της Nelly’s επιχειρείται με άξονες τις τρεις πόλεις, στις οποίες διαμόρφωσε το φωτογραφικό της βλέμμα: Δρέσδη, Αθήνα, Νέα Υόρκη. Με σχεδόν 350 φωτογραφίες φιλοτεχνημένες από την ίδια τη δημιουργό και επιλεγμένες από το ογκώδες αρχείο της καταβάλλεται προσπάθεια να εκπροσωπηθούν οι διαφορετικές αισθητικές τάσεις που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια των σαράντα πέντε χρόνων ενασχόλησής της με το μέσο και οι πολυάριθμες τεχνικές ασπρόμαυρης αλλά και έγχρωμης φωτογραφίας με τις οποίες πειραματίστηκε. Τα πρωτότυπα αυτά έργα συμπληρώνονται από 150 περίπου σύγχρονες ψηφιακές εκτυπώσεις που πραγματοποιήθηκαν από τα αρνητικά της ώστε να συμπληρώσουν τα αφηγηματικά κενά.
Έτσι, η αφήγηση της έκθεσης έχει αφετηρία τις σπουδές της στη Δρέσδη ενώ παρουσιάζονται δείγματα από τις σπουδές στο πορτρέτο και τη φωτογραφία χορού και γυμνού. Οι φωτογραφίες με τις χορεύτριες της σχολής Mary Wigman στο στούντιο του Franz Fiedler και στην εξοχή της σαξονικής Ελβετίας (1922-23) σαν νύμφες και νεράιδες του δάσους μάς προϊδεάζουν για το πώς έφτασε στις μεγάλες φωτογραφικές στιγμές της στην Ακρόπολη.
Φτάνοντας τον Οκτώβριο του 1925 στην Αθήνα, όταν η Nelly’s κάλεσε στο ατελιέ της την πρίμα μπαλαρίνα της Opera Comique του Παρισιού Mona Raina και με την άδεια του αρχαιολόγου Αλέξανδρου Φιλαδέλφεια, πήγαν στην Ακρόπολη και αφού την αποτύπωσε να χορεύει ανάμεσα στα μνημεία την απαθανάτισε γυμνή σε χορευτικές κινήσεις ανάμεσα στις αρχαιότητες. Κάτι που στον Τύπο της εποχής έφερε αναστάτωση και προκάλεσε αντιδράσεις με το επιχείρημα της βεβήλωσης του ιερού μνημείου. Όμως το ζήτημα καταλάγιασε ο Παύλος Νιρβάνας, όταν έγραψε, υπερασπίζοντας τη Nelly’s, ότι το γυμνό σώμα επαινέθηκε από τους αρχαίους Έλληνες ως υπέρτατη ενσάρκωση του κλασικού ιδανικού.