«Madrugada και Ελλάδα, ένα είδος ερωτικής σχέσης…» («Madrugada and Greece, it’s kind of a love affair…»), ομολόγησε ο front man του συγκροτήματος Sivert Høyem μετά τις ανεπανάληπτες εμφανίσεις τους στην Ελλάδα την άνοιξη του 2019. Και αυτήν την ακατάλυτη σχέση αγάπης με το ελληνικό κοινό, που τους ακολουθεί με πάθος όλα τα χρόνια της διαδρομής τους, θα επιβεβαιώσουν ξανά το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας.
Η επανένωση των Madrugada πριν από δυο χρόνια με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το πρώτο τους άλμπουμ «Industrial Silence», ήταν ένα θριαμβευτικό ταξίδι σε δεκατέσσερις ευρωπαϊκές χώρες. Ο Sivert Høyem περιγράφει την εμπειρία αυτής της περιοδείας ως απελευθερωτική και λυτρωτική συνάμα. «Ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόσο άνετα πάνω στη σκηνή. Και ποτέ πριν δεν μου έχει τύχει να στέκομαι μπροστά σε κοινό και να το ευχαριστιέμαι, να το διασκεδάζω τόσο πολύ».
Αυτή η τόσο συγκινητική υποδοχή του κοινού είναι που δημιούργησε στα μέλη του συγκροτήματος μια δέσμευση απέναντι στους αφοσιωμένους φίλους τους. Έτσι, η μπάντα ξαναβγαίνει στους δρόμους και συναντά το κοινό της σε μια νέα περιοδεία από την οποία δεν μπορούσε να λείπει η Ελλάδα!
Η νέα περιοδεία των Madrugada προκαλεί αισθήματα συγκίνησης και προσμονής στους χιλιάδες φανατικούς φίλους τους. Στο πλαίσιο της νέας τους πολυαναμενόμενης περιοδείας, θα δώσουν συναυλίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους φυσικά και η αγαπημένη τους Ελλάδα.
Για αυτήν τη φορά, το συγκρότημα επέλεξε το Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, έναν ιδιαίτερα εμβληματικό χώρο – σύμβολο που δεν κουβαλά μόνο ένα βαρύ ιστορικό φορτίο που παραπέμπει ευθέως στην κλασική ελληνική αρχαιότητα αλλά εκφράζει και την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, μιας χώρας που εντάσσεται δυναμικά στον διεθνή καμβά του 21ου αιώνα. Το Καλλιμάρμαρο Στάδιο – το μοναδικό μαρμάρινο σε όλον τον κόσμο – στην υπερεκατονταετή ιστορία του, δεν έχει φιλοξενήσει μόνο τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα όπως το Rock in Athens, τις συναυλίες του Χοσέ Καρέρας και των REM αλλά και την πρόσφατη επίδειξη μόδας του οίκου Dior.
Εδώ λοιπόν, κάτω από το λόφο του Αρδηττού, υπό το βλέμμα του Παρθενώνα, οι Madrugada επιστρέφουν και πάλι στην Ελλάδα με το νέο τους άλμπουμ «Chimes at Midnight». Τα τρία πρώτα τραγούδια, που έχουν κυκλοφορήσει ως αυτήν τη στιγμή, «Nobody loves like I do», «Dreams at Midnight» και «The World could be Falling Down» ήδη παίζονται φανατικά από τα ελληνικά ραδιόφωνα από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας τους.
Ο νέος δίσκος τους θα αποδείξει πόσο επώδυνη αλλά και δημιουργική στάθηκε η πορεία του συγκροτήματος. Ενός συγκροτήματος που από το πρώτο του άλμπουμ («Industrial Silence») το 1999 έως και το τελευταίο ομώνυμο του 2008 («Madrugada»), συνέχιζε να δημιουργεί αυθεντικά ροκ τραγούδια γεμάτα πάθος και εξομολογητική ειλικρίνεια. Ξεχωρίζουν ενδεικτικά Majesty, The Kids Are on The High Street, Lift Me, Electric, Strange Colour Blue, Vocal, Shine, Honey Bee, Black Mambo. Τίποτε δεν ήταν ούτε απλό αλλά ούτε εύκολο.
Madrugada, μουσική ανθεκτική στο χρόνο
Οι Madrugada πρωτοσχηματίστηκαν το 1993 στο σκοτεινό Stokmarknes της Νορβηγίας από τον Sivert Høyem στα φωνητικά, τον κιθαρίστα Robert Burås και τον μπασίστα Frode Jacobsen ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε στην μπάντα και ο ντράμερ Jon Lauvland Pettersen. Το πρώτο τους συμβόλαιο με τη Virgin, ο μύθος λέει, ότι το υπέγραψαν πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου, κερδίζοντας επιπλέον από την εταιρεία όσο χρόνο ήθελαν για να ολοκληρώσουν την πρώτη τους δουλειά.
Κυκλοφόρησαν τον πρώτο δίσκο τους, «Industrial Silence» αποχαιρετώντας τον εικοστό αιώνα, το 1999. Η επιτυχία του ήταν άμεση, αρχικά στη Νορβηγία και μετά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, για πρώτη φορά ο δίσκος ενός νορβηγικού – πρωτοεμφανιζόμενου – συγκροτήματος που δεν ανήκε στην κραταιά black metal σκηνή της χώρας, γνώριζε τόση αναγνώριση. «Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα διαχρονικό, κλασικό άλμπουμ με τραγούδια που όταν θα ξαναπαίζαμε μετά από είκοσι χρόνια, να μπορούσαμε να πούμε ότι σίγουρα είχαν αντέξει στο χρόνο», λέει ο Jon Lauvland Pettersen. Τα κατάφεραν!
Το άλμπουμ αποτέλεσε μια αξεπέραστη τομή για το συγκρότημα και σήμερα πλέον θεωρείται κλασικό. Όμως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, οι Madrugada αγαπήθηκαν στην Ελλάδα και γι’ αυτό η χώρα μας ήταν μια από τις πρώτες στις οποίες εμφανίστηκαν ζωντανά οι Madrugada όταν άρχισαν να περιοδεύουν και εκτός της πατρίδας τους. Από τότε, ξεκινά η δυνατή σχέση του ελληνικού κοινού με το συγκρότημα, η οποία γιγαντώνεται και βαθαίνει στο πέρασμα του χρόνου.
Μετά το πρώτο και απόλυτα επιτυχημένο άλμπουμ «Industrial Silence», ακολούθησαν άλλα τρία albums, το «Nightly Disease» το ’01, το «Grit» το’02 και το «The Deep End» το ’05, καθένα αναδεικνύοντας το λιτό, αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονο ύφος των Madrugada. Καθώς ωρίμαζαν μουσικά, οι Madrugada απολάμβαναν την εκτίμηση και το σεβασμό του μουσικόφιλου κοινού ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που ποτέ δεν ξεχνούσαν και έπαιζαν στη χώρα μας όσο συχνότερα μπορούσαν, ακόμα και εκτός του πλαισίου γενικότερης περιοδείας.
Οι Madrugada ζουν για να παίζουν, οι ζωντανές εμφανίσεις ήταν εξαρχής και όλο και περισσότερο το μεγάλο ατού τους. «Η μουσική μας έχει φτιαχτεί για να παίζεται ζωντανά. Ειδικά το πρώτο μας άλμπουμ, Industrial Silence, κι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ανακαλύψει κανείς τη μουσική μας. Να μας ακούσει να παίζουμε ζωντανά». Σε αυτές ήταν που αναδεικνυόταν ο δυνατός αλλά και υποβλητικός ήχος των τραγουδιών τους αλλά βέβαια και η ερμηνεία του Sivert Høyem ο οποίος εξελισσόταν σταθερά σε έναν πολύ σπουδαίο τραγουδιστή.
Την ανοδική πορεία του συγκροτήματος, διέκοψε ο αδόκητος θάνατος του κιθαρίστα Robert Burås που βρέθηκε νεκρός τον Ιούλιο του ’07, σε ηλικία τριάντα ενός ετών. Συγκλονισμένοι από τον θάνατο του εφηβικού τους φίλου, τα άλλα δύο ιδρυτικά μέλη, ο Sivert Høyem και ο Frode Jacobsen, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν την ηχογράφηση του δίσκου και στη συνέχεια να αποσυρθούν. Το πέμπτο και – μέχρι πρόσφατα – τελευταίο album των Madrugada με το συμβολικό τίτλο απλά το όνομά τους κυκλοφόρησε στις αρχές του ’08 και με αυτό, μία μεγάλη rock μπάντα του εικοστού πρώτου αιώνα πάτησε το pause. Όλα αυτά τα χρόνια, που οι Madrugada αποτραβήχτηκαν, οι φίλοι τους δεν τους ξέχασαν, δεν τους εγκατέλειψαν. Ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό, πεισματικά σχεδόν κράτησε τη μουσική των Madrugada στο προσκήνιο.
Οι διαχρονικοί Madrugada!
Οι Madrugada αγαπήθηκαν και έλλειψαν πολύ. Ο Frode Jacobsen παραδέχεται ότι ένα κίνητρο για την επανένωσή τους ήταν να διατηρήσουν ζωντανή την κληρονομιά του συγκροτήματος ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα ένα νέο κοινό μουσικό έδαφος. Ήταν εκπληκτικά εύκολο να χτυπήσουν τη σωστή νότα. «Το καλύτερο είναι όλα όσα δεν έχεις να πεις». Η περιοδεία του 2019 όχι μόνο τους σύστησε σε ένα νέο κοινό αλλά και οι ίδιοι εκτίμησαν το μουσικό ιδίωμα που ήδη είχαν δημιουργήσει τα πρώτα, τα έντονα χρόνια της καριέρας τους. Για την επανένωσή τους, στη θέση του «αναντικατάστατου» Robert Burås προσκάλεσαν δυο φίλους και αξιόλογους Νορβηγούς μουσικούς, τον Cato “Salsa” Thomassen και τον Christer Knutsen, στις κιθάρες και τα keyboards και οι δυο – ένα διευρυμένο σχήμα που τους «δυνάμωσε» περισσότερο.
Οι Madrugada είχαν πάντα κάτι το ρευστό και αιώνιο. Άλλωστε, η ίδια η μπάντα αναδύθηκε μέσα από μια ατελείωτη συζήτηση για τη μουσική που εξελισσόταν αρχικά σε ένα δωμάτιο πρόβας, και από εκεί στο στούντιο και στη συνέχεια στη σκηνή, εκεί όπου τελικά δημιουργούνταν η σκοτεινή, μελαγχολική μουσική τους. Το καθένα από τα μέλη του συγκροτήματος συνεισφέρει μοναδικά στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας των Madrugada. Η σπαραξικάρδια βαρύτονη φωνή του Høyem. Το γειωμένο μπάσο του Jacobsen.Τα εκκεντρικά ντραμς του Lauvland Pettersen.
Και πάνω από όλους και όλα τα τραγούδια.
«Τα καλύτερά μας τραγούδια δεν ακολούθησαν ποτέ έναν τυπικό κανόνα. Θέλαμε να ακολουθήσουμε ένα δικό μας δρόμο, να τα κάνουμε όλα με τον δικό μας τρόπο» λένε.
Η ήρεμη δύναμη των Madrugada
Οι Madrugada μιλούν για τα άρρητα, εκφράζουν τις κρυφές σκέψεις όλων μας και τα συμπλέκουν μεταξύ τους με ιστορίες, βιώματα, προσωπικές εμπειρίες που, επειδή είναι κοινές, γίνονται πανανθρώπινες. Οι Νορβηγοί μας φίλοι αφηγούνται συναισθήματα και με τη μουσική τους ιδιαιτερότητα, δεν μοιάζουν με κανένα άλλο συγκρότημα της γενιάς τους. Μπορεί να εκφράζονται μέσα από ένα νωχελικό και μερικές φορές σκοτεινό ήχο αλλά ουσιαστικά αυτό που δημιουργούν είναι μία σκοτεινή, μελαγχολική μαγεία. Με την μεταλλική της ένταση, η μουσική τους ακούγεται σα μια απόμακρη αλλά τρυφερή αστραπή στον βόρειο αρκτικό ουρανό.
Η ήρεμη δύναμη των Madrugada, συνιστά μια πολύτιμη κατάθεση ψυχής, μια ανταλλαγή αγάπης ανάμεσα σε ένα αυθεντικό ροκ συγκρότημα και το πιστό του κοινό. Μια υπενθύμιση του συγκροτήματος που φώναξε ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ακόμη, ότι η πανδημία δεν αποστράγγιξε την έμπνευσή του, ότι δεν ξέχασαν ποτέ να προκαλούν στους ανθρώπους τα βαθύτερα συναισθήματα.
Το σκοτάδι των Madrugada είναι γοητευτικό, τρυφερό, οικείο. Δεν σε τρομάζει. Σε προστατεύει. Οι καιροί μπορεί να είναι δύσκολοι αλλά τα παιδιά παίζουν ακόμη στους δρόμους, τα φιλιά συνεχίζουν να έχουν γεύση από τριαντάφυλλο, τα βράδια έχουμε την ανάγκη να επιστρέψουμε σπίτι και οι άνθρωποι πάντα θα μας θυμίζουν πόσο ευάλωτοι είμαστε. Πόσο χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Όπως το καταφύγιο στην καταιγίδα.
Η μαγεία των Madrugada είναι πάντα εδώ!
Η μουσική τους, δυνατή και ευάλωτη ταυτόχρονα,
θα πλημμυρίσει το Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, μιας πόλης που τους περιμένει πάντα, με το ίδιο πάθος και την ίδια αμείωτη αγάπη.