Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Cy Twombly (1928-2011) δημιούργησε χιλιάδες έργα τέχνης εμπνευσμένα σε μεγάλο βαθμό από την τέχνη και τη λογοτεχνία του κλασικού κόσμου, τα οποία συνάντησε μέσα από τα ταξίδια, το διάβασμα και τη συλλογή του.
Γεννημένος στο Λέξινγκτον της Βιρτζίνια το 1928, πήρε το όνομά του από τον αγαπημένο παίκτη baseball του πατέρα του, Denton True που είχε το παρατσούκλι “The Cyclone”. Μετά τις σπουδές του στη Σχολή του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, ο Twombly φοίτησε στο Art Students League της Νέας Υόρκης το 1950, όπου και θα γνωρίσει τον Robert Rauschenberg.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική κυριαρχούσε στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, ο Twobly θα λατρέψει την αφαίρεση και θα την αναπτύξει προς μια ριζικά νέα κατεύθυνση, ενάντια στην τάση των φίλων του Robert Rauschenberg και Jasper Johns που ήθελαν να εξερευνήσουν την αναπαραστατική δουλειά και θα βοηθούσαν τελικά να τεθούν τα θεμέλια της Pop Art.
Το 1952, όταν θα λάβει μια υποτροφία από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, ξεκίνησε ένα ταξίδι στη Βόρεια Αφρική, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Ένα ταξίδι καθοριστικό στην υφολογική του προσέγγιση και στη διαμόρφωση της εικαστικής του ταυτότητας. Γιατί σε αυτό το ταξίδι θα εμπνευστεί από τον κλασικό πολιτισμό, θα γοητευτεί από την κλασική μυθολογία και την ποίηση. Η ενασχόληση του Twombly με την αρχαιότητα ήταν πλούσια και ποικίλη. Διάβαζε αρχαία κείμενα και μελετούσε τη μυθολογία, την ποίηση και τη φιλοσοφία.
Έτσι παρά το γεγονός ότι επιστρέφει στην Αμερική και μετά τη θητεία του στον στρατό ως κρυπτογράφος και ένα χρόνο διδασκαλίας, θα μετακομίσει τελικά στην Ιταλία το 1957, όπου μπορούσε να ζήσει ανάμεσα στα αρχαία ρωμαϊκά ερείπια, καθώς και να απολαύσει τη μεσογειακή ατμόσφαιρα. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε έκπληξη, αφού είχε ήδη πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις στην γκαλερί Stable Gallery της Eleanor Ward στη Νέα Υόρκη-μια από τις πιο επιδραστικές της δεκαετίας του 1950- και είχε προσελκύσει την προσοχή.
Η πρώτη του έκθεση στην Ιταλία, το 1958, δεν έτυχε καλής υποδοχής στη Ρώμη ή στη Βενετία, αλλά είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία όταν μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, και σύντομα υπήρξε λίστα αναμονής για τα νέα του έργα. Αργότερα την ίδια χρονιά επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και υπέγραψε συμβόλαιο με τον πιο ισχυρό έμπορο της πόλης, τον Leo Castelli, ο οποίος εκπροσωπούσε ήδη τους Rauschenberg και Johns. Στην Ιταλία εγκαταστάθηκε τελικά στην Γκαέτα, μια μικρή ιστορική πόλη βόρεια της Νάπολης, όπου αγόρασε ένα σπίτι τη δεκαετία του 1980.
Παρά το γεγονός ότι οι επικριτές στις Ηνωμένες Πολιτείες διατυπώνουν μερικές φορές κατηγορίες ότι ο Twombly είχε απορρίψει τη χώρα του περνώντας τόσο πολύ χρόνο στην Ιταλία, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, περνούσε χρόνο στα σπίτια που διατηρούσε τόσο στο Λέξινγκτον όσο και στη Νέα Υόρκη. Ασυνήθιστα για έναν καλλιτέχνη με ρίζες στον κλασικό κόσμο, ανταποκρίθηκε στην πρώτη προσεδάφιση στη Σελήνη το 1969 ζωγραφίζοντας τη σειρά “Bolsena” που αποτελείται από 14 πίνακες εμπνευσμένους από αυτό το σπουδαίο γεγονός.
Αν και είναι περισσότερο γνωστός για τους πίνακές του, ο Twombly δημιούργησε επίσης γλυπτά και χιλιάδες σχέδια, ενώ ήταν και ενθουσιώδης φωτογράφος. Σε αντίθεση με τους πίνακές του, οι οποίοι ποικίλλουν σε μέγεθος από μεγάλα έως μνημειώδη, τα γλυπτά του είναι ως επί το πλείστον μετρίου μεγέθους, συχνά μοιάζουν με τοτέμ, βωμούς ή ιερά, και είναι συνήθως επικαλυμμένα με γύψο ή βαμμένα λευκά, δίνοντάς τους μια απόκοσμη παρουσία. Μετά το 1959 σταμάτησε να ασχολείται με τη γλυπτική για 17 χρόνια, αλλά στη δεκαετία του 1970 επέστρεψε σε αυτή με μεγάλο ενθουσιασμό.
Το 2001, σε ηλικία 73 ετών, και μετά από την ανάθεση του Ελβετού επιμελητή της Biennale της Βενετίας Harald Szeemann (1933-2005) να δημιουργήσει ένα έργο της επιλογής του, ο Cy Twombly σχεδίασε τον επικό του πίνακα “Lepanto”με θέμα του τη μάχη στα ανοικτά των ελληνικών ακτών το 1571 ανάμεσα στον στόλο των ισπανικών και βενετσιάνικων πλοίων με το οθωμανικό ναυτικό. Το έργο που προέκυψε ήταν ένα tour de force: 12 ζωηρά πολύχρωμοι αφηρημένοι πίνακες που μεταφέρουν συγκινητικά την εξελισσόμενη φρίκη της συνάντησης.
Την ίδια χρονιά η κριτική επιτροπή της Μπιενάλε του απένειμε το πολυπόθητο βραβείο Χρυσού Λέοντα για το επίτευγμα ζωής, ενώ το 2010, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, το Μουσείο του Λούβρου του ανέθεσε να ζωγραφίσει ένα έργο στην οροφή της αίθουσας Salle des Bronzes, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2010. Εκείνη την εποχή ήταν μόλις ο τρίτος εν ζωή καλλιτέχνης που κλήθηκε να εμπλουτίσει έναν από τους εσωτερικούς χώρους του μουσείου.