Σίγουρα η πιο σημαντική ταινία για το Ολοκαύτωμα και μία από τις καλύτερες ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι η περίφημη πλέον «Λίστα του Σίντλερ», που ξεχωρίζει για την καλλιτεχνική της αρτιότητα, τη συσσώρευση όλων των εμπειριών τού σπουδαίου σκηνοθέτη, ο οποίος παρουσιάζει εμφαντικά την κινηματογραφική του ενηλικίωση.
Μια ταινία που συμπληρώνει αισίως 30 χρόνια και πλέον θεωρείται κλασική. Ήταν το 1993, όταν μία άλλη ταινία του, η πασίγνωστη περιπέτεια φαντασίας «Τζουράσικ Παρκ» και το ξύπνημα των αριστοτεχνικών ψηφιακών δεινοσαύρων του χάριζε το ρεκόρ των μεγαλύτερων εισπράξεων όλων των εποχών.
Η ταινία του Σπίλμπεργκ θα θριαμβεύσει στα Όσκαρ του 1994, κατακτώντας επτά χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων αυτά της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, για τον ίδιο, ενώ εκτός βραβεύσεων έμειναν οι πρωταγωνιστές Λίαμ Νίσον και Ρέιφ Φάινς, παρότι είχαν προταθεί αντίστοιχα για το Όσκαρ Α’ και Β’ Ανδρικού ρόλου, για τις συνταρακτικές τους ερμηνείες, που τους κατέστησαν πρωταγωνιστές τεράστιου βεληνεκούς. Ήταν μια ξεχωριστή βραδιά για τον Σπίλμπεργκ, που είχε πει στους διάσημους και μη παρευρισκόμενους ότι «η βραδιά δεν έχει τίποτα το εορταστικό», για να συμπληρώσει: «Ήταν ωραίο που κερδίσαμε, αλλά συγχρόνως θυμάμαι το πόσο συγκινημένος ήμουν όταν ο παραγωγός μας Λάστινγκ έδειξε στον κόσμο ότι ήταν στο Άουσβιτς και είχε αριθμούς στο χέρι του».
Μπορεί σήμερα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ να βλέπει την τελευταία του ταινία, το αυτοβιογραφικό του δράμα «The Fabelmans» να πηγαίνει άπατο, κάτι που αποδεικνύει ότι το κοινό έχει καταλάβει ότι ο «μεγάλος παραμυθάς» έχει περάσει απέναντι, δίπλα στους ισχυρούς του Χόλιγουντ, έχει μεταβληθεί σε έναν επιχειρηματία του θεάματος, έναν οσκαροθήρα, αλλά πριν τριάντα χρόνια βρισκόταν στην κορυφή. Γνώριζε μία πρωτόγνωρη καταξίωση, ακόμη και απ’ αυτούς που τον είχαν χαρακτηρίσει απαξιωτικά ως «εμπορικό» σκηνοθέτη. Και αυτό οφειλόταν στο καλλιτεχνικό του επίτευγμα, στη «Λίστα του Σίντλερ», που έχει πέρα από τεράστια κινηματογραφική αξία και μεγάλη προϊστορία.
Όλα είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν μπει ο Σπίλμπεργκ στο στούντιο. Η ιδέα μιας ταινίας με θέμα το Ολοκαύτωμα είχε προταθεί σε κινηματογραφικούς παραγωγούς από το 1963, όταν ο Πόλντεκ Πφέφερμπεργκ, ένας από τους Εβραίους του Σίντλερ, έκανε σκοπό της ζωής του να κάνει γνωστή την ιστορία του Σίντλερ. Όταν, έπειτα από πολλά πήγαινε-έλα, ο παραγωγός Σιντ Σάινμπεργκ έστειλε μια περίληψη της νουβέλας του Τόμας Κενάλι στον Σπίλμπεργκ, αυτός ενθουσιάστηκε και προσπάθησε με τη σειρά του να περάσει την ιδέα μιας ταινίας σε άλλους σκηνοθέτες, κάνοντας αυτός την παραγωγή. Τελικά, θα αποφασίσει να σκηνοθετήσει το φιλμ, ακούγοντας για την άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Ο Λίαμ Νίσον, ως Σίντλερ, πραγματοποιεί τον ρόλο της ζωής του, καταφέρνοντας να πείσει αφοπλιστικά για τη μετατροπή του από έναν ασυνείδητο τυχοδιώκτη σε έναν άνθρωπο που θα θυσιάσει τα πάντα για να σώσει τους «εργάτες» του, ενώ ο Ρέιφ Φάινς, που υποδύεται τον ψυχοπαθή Άμον, ξεφεύγοντας από τον κίνδυνο να ξεπέσει στην καρικατούρα, θα αποδείξει την τεράστια υποκριτική του παιδεία. Από κοντά ο υπέροχος Μπεν Κίνγκσλεϊ, στο ρόλο του αρχιλογιστή που κατευθύνει τον Σίντλερ, ενώ εξαιρετικές οι ερμηνείες και όλων των πάρα πολλών και μελετημένων διεξοδικά δεύτερων χαρακτήρων.
«Η Λίστα του Σίντλερ» θα μείνει για πάντα στην παγκόσμια ιστορία, η θέασή της θα συγκινεί και θα συγκλονίζει. Ένα φιλμ, που θα πρέπει να ξαναδεί και ο ίδιος ο Σπιλμπεργκ, για να θυμηθεί το πηγαίο ταλέντο του, την ωριμότητα του καλλιτέχνη, πριν αυτή διαβρωθεί από τη σιγουριά της ισχύος. Και βεβαίως να την ξαναδεί ο Λίαμ Νίσον, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει πέσει πολύ χαμηλά, ενσαρκώνοντας μονοδιάστατους μάτσο ήρωες, πολλές φορές ως κατάλοιπο των ιδεολογιών που έκαναν τον Σίντλερ ένα συνειδητοποιημένο, με ευαισθησίες, άνθρωπο.