Στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία του κτήματος του Τατοΐου, στο οποίο βρίσκονταν επί δεκαετίες τα βασιλικά ανάκτορα, ένα από τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό είναι μια ουτοπία.
Τι καλά που θα ήταν αν οι τοίχοι, εκτός από αυτιά, είχαν και στόμα να μιλήσουν. Πόσες άγνωστες ιστορίες θα αποκάλυπταν. Πόσες σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας θα αποσαφήνιζαν, πόσα πρόσωπα θα έμπαιναν στην κανονική τους θέση.
Επειδή οι τοίχοι δεν έχουν ούτε αυτιά, ούτε στόμα, η ιστορία αυτού του κομματιού γης, μόλις 15 χιλιόμετρα από την Αθήνα, έχει γραφτεί και από «φίλους» και από «εχθρούς». Οι οποίοι, παρά τα διαφορετικά τους ιδεολογικά πρόσημα και τις λεπτομέρειες που προτάσσουν, συμφωνούν σ’ ένα πράγμα: Πρόκειται για έναν πανέμορφο τόπο, ο οποίος εντελώς άδικα έχει αφεθεί να ρημάζει επί δεκαετίες, δεδομένου ότι πλέον η συμβολική του αξία ως έδρα της βασιλικής οικογένειας έχει παρέλθει προ πολλού και αποτελεί περιουσία του ελληνικού κράτους.
Το κτήμα Τατοΐου θα γίνει μέρος της παγκόσμιας επικαιρότητας σε λίγες ημέρες, όταν στο κοιμητήριο που υπάρχει εκεί θα ταφεί ο τελευταίος συνταγματικός μονάρχης Κωνσταντίνος Β’, παρουσία πλήθους εστεμμένων, συγγενών του κατά κύριο λόγο, απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης. Ας το δούμε σαν μια ευκαιρία να γίνει μέρος και της δικής μας επικαιρότητας, ώστε να αξιοποιηθεί μια ώρα νωρίτερα.
Η συγκεκριμένη περιοχή είναι, αν μη τι άλλο, στρατηγικό σημείο. Απ’ όλα τα σημεία πέριξ του λεκανοπεδίου Αττικής, αυτό επέλεξαν οι Σπαρτιάτες να οχυρώσουν, ώστε να αποκλείσουν αποτελεσματικότερα την Αθήνα στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Από αυτό το ύψωμα στους πρόποδες της Πάρνηθας, που είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως Δεκέλεια, υπάρχει οπτικός έλεγχος σχεδόν όλου του λεκανοπεδίου, μέχρι τη θάλασσα.
Το όνομα Τατόι δεν είναι ελληνικό. Ανήκει στον αρβανιτοβλάχο φύλαρχο Τατόη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή με την εκτεταμένη του οικογένεια και τα κοπάδια του. Πότε ακριβώς, δεν είναι γνωστός Η αρβανίτικη παρουσία, πάντως, στα Μεσόγεια υπήρξε για αιώνες και ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ο Τατόης έδωσε το όνομά του όχι μόνο στη φάρα του, αλλά και στην περιοχή, που επί τουρκοκρατίας αποτέλεσε ένα τεράστιο τιμάριο, κοινώς τσιφλίκι.
Τα δύο μεγαλύτερα τσιφλίκια της βορειοανατολικής Αττικής, το Τατόι και το Λιόπεσι (σημερινή Παιανία), μετά την ελληνική ανεξαρτησία τα απέκτησαν Φαναριώτες, έναντι μικρού τιμήματος στο ελληνικό κράτος. Το Τατόι το πήρε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός και το Λιόπεσι ο Σκαρλάτος Σούτσος. Ο δεύτερος ουσιαστικά ενοποίησε τα δύο τσιφλίκια, επειδή παντρεύτηκε την Ελπίδα, κόρη του Καντακουζηνού, κι έτσι έγινε κύριος μιας έκτασης μεγαλύτερης από 150.000 στρέμματα. Η οικογένεια του Σούτσου, πάντως, δεν αξιοποίησε ιδιαίτερα την περιοχή, είχε χτίσει ένα απλό σπίτι.
Η στροφή της βασιλικής οικογένειας προς το Τατόι οφείλεται στον σπουδαίο Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ, του οποίου οι εμπνεύσεις κοσμούν και σήμερα πολλά σημεία της Αθήνας. Ο Τσίλλερ έκανε συχνές εκδρομές στην περιοχή κι όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ αναζητούσε ένα μέρος για να χτίσει το θερινό του ανάκτορο, τον έπεισε να αγοράσει το Τατόι από τον Σούτσο. Το κύριο αβαντάζ που πρόβαλλε ο Τσίλλερ ήταν ότι πρόκειται για μια περιοχή που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αθήνα, αλλά όταν βρίσκεσαι εκεί έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι πολύ μακριά.
Το συμβόλαιο πράγματι υπογράφηκε το 1872, με (υψηλότατο για την εποχή) αντίτιμο 300.000 δραχμές. Μάλιστα υπήρξε ειδική ρύθμιση να καταβάλλει η βασιλική οικογένεια το ποσό σε 4 δόσεις (!) σε διάστημα ενός χρόνου. Οι βασιλιάδες έγιναν κύριοι μιας περιοχής περίπου 16.000 στρεμμάτων, την οποία φρόντισαν να επεκτείνουν με όλους τους τρόπους: Το 1877 με απόφαση της Βουλής παραχωρήθηκε το γειτονικό Μπάφι (γνωστό σήμερα για το ορειβατικό καταφύγιο), άλλα κτήματα αγοράστηκαν κι άλλα προστέθηκαν με δωρεές. Το 1891 το κτήμα απέκτησε τα σημερινά του όρια, στα 47.427 στρέμματα.
Η 13η Δεκεμβρίου 1967, ημέρα της εκδήλωσης του λεγόμενου βασιλικού αντι-κινήματος εναντίον της στρατιωτικής χούντας, ήταν και η τελευταία ημέρα που το Τατόι χρησιμοποιήθηκε ως βασιλική κατοικία. Ο Κωνσταντίνος, με την εκδήλωση του αντι-κινήματος, είχε σκοπό να κινητοποιήσει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη. Αντ’ αυτού, «διέφυγε κρυπτόμενος από χωρίου εις χωρίον», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην χουντική ανακοίνωση και τελικά βρέθηκε στη Ρώμη, και μετά στο Λονδίνο.
Την 1η Ιουνίου 1973 η χούντα κατέλυσε και τυπικά τη βασιλεία. Τα κτήρια του Τατοϊου ανήκαν πλέον στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και η γη στο υπουργείο Γεωργίας. Με νομοθετικό διάταγμα στις 5 Οκτωβρίου απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το σύνολο της βασιλικής περιουσίας και έγινε λεπτομερής απαρίθμηση όλων των φορητών αντικειμένων που υπήρχαν μέσα στα κτίρια. Αυτές οι 400 σελίδες είναι και το μοναδικό αρχείο που υπάρχει για ό,τι βρισκόταν μέσα στα ανάκτορα τότε.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα το Τατόι αναγνωρίστηκε ως ιδιωτική περιουσία της τέως βασιλικής οικογένειας και της επιστράφηκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας, αλλά και φορητά κειμήλια. Από το 1984 ως το 1993 γίνονταν διαπραγματεύσεις για την τύχη του κτήματος. Η συμφωνία που έκλεισε επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προέβλεπε ότι η τέως βασιλική οικογένεια διατηρούσε υπό την κυριότητά της μια έκταση περίπου 4.000 στεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνονταν όλα τα κτήρια, καθώς και το κοιμητήριο.
Όσο για την κινητή περιουσία, αυτή σημαδεύτηκε από τα γεγονότα της 17ης Φεβρουαρίου 1991, τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Τότε με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης στο Τατόι μπαίνουν 9 τεράστιες νταλίκες-κοντέινερ, οι οποίες με την παρουσία της αστυνομίας γεμίζουν ασφυκτικά από αντικείμενα μεγάλης αξίας, πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά. Τι ακριβώς απομακρύνθηκε από το Τατόι είναι αδύνατο να αποσαφηνιστεί, δεδομένου ότι δεν υπήρξε κανένας έλεγχος. Οι νταλίκες φορτώθηκαν και ταξίδεψαν για το εξωτερικό, προκαλώντας στην αρχή σύγχυση και μετά οργή στην κοινή γνώμη, που χαρακτήρισε το γεγονός «ριφιφί».
Το μόνο επίσημο στοιχείο γύρω από τα αντικείμενα έγινε γνωστό τον Ιανουάριο του 2007. Στις 24 και τις 25 του μήνα ο πασίγνωστος οίκος δημοπρασιών Christie’s δημοπράτησε 850 αντικείμενα της συλλογής της βασιλικής οικογένειας από τα χιλιάδες που απομακρύνθηκαν τότε από το Τατόι. Το ποσό που συγκεντρώθηκε ξεπέρασε τα 14,1 εκατομμύρια ευρώ. Ανάμεσα στα έργα που αγνοούνται ακόμα είναι και διάσημοι ζωγραφικοί πίνακες, όπως η «Δόξα» του Νικόλαου Γύζη.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου και η κυβερνητική απόφαση να γίνει η ταφή του στο κοιμητήριο του Παλαιοκάστρου, όπου έχουν ταφεί και οι πρόγονοί του, επίσπευσε τις διαδικασίες έστω προσωρινής επούλωσης των πληγών. Συνεργεία εργάζονται συνεχώς τις τελευταίες ημέρες για να σουλουπώσουν κάπως τουλάχιστον τον γύρω χώρο, ώστε να μην κάνουν το γύρο του κόσμου εικόνες ντροπής από τα καμένα και εγκαταλειμμένα κτίρια, καθώς και το δάσος.
Εντούτοις, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τι θα συμβεί στο Τατόι, όταν φύγουν από πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας.