Η Ελληνική Πρεσβευτική Κατοικία στο Λονδίνο γίνεται σημείο συνάντησης ελληνόφωνων καλλιτεχνών

Η Ελληνική Πρεσβευτική Κατοικία στο Λονδίνο φιλοξενεί από την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου έως και το Σάββατο 12 Νοεμβρίου, την έκθεση του οργανισμού NEON «Μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι», σε επιμέλεια του Άκη Κόκκινου. Στην έκθεση συμμετέχουν δώδεκα καλλιτέχνες/ιδες με δεκαοκτώ έργα μεταξύ των οποίων και δύο αναθέσεις για τη συγκεκριμένη έκθεση καθώς και έργα από τη συλλογή του Δ. Δασκαλόπουλου.

Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες/ιδες είναι οι: Έλλη Αντωνίου, Νίκος Κεσσανλής, Καρολίνα Κρασούλη, Αμάντα Κυριτσοπούλου, Στάθης Λογοθέτης, Μάρω Μιχαλακάκου, Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, Γιώργος Πέτρου, Έρικα Σκούρτη, Στεφανία Στρούζα, Αντρέα Τζούροβιτς, Σάββας Χριστουδουλίδης.

Μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι»: Έκθεση από το ΝΕΟΝ στην Ελληνική Πρεσβευτική Κατοικία στο Λονδίνο | CultureNow.gr

Η έκθεση εκκινάται από την κληρονομιά του διπλομάτη και Νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη ο οποίος διετέλεσε Πρέσβης στο Λονδίνο το διάστημα 1957 – 1962. Με πρώτη ύλη τα ποιήματα του Σεφέρη και τον ίδιο τον χώρο ο Άκης Κόκκινος ξετυλίγει το νήμα της έκθεσης με κεντρικούς άξονες τις έννοιες της διασποράς και της ταυτότητας. Ο στίχος «μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι», παρμένος μέσα απ’ το ποίημα «Αλληλεγγύη» της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Α (1940), γίνεται τίτλος της έκθεσης ανανεώνοντας τη σημασία του και φέρνοντάς τη στη μετά-Brexit εποχή σε σχέση με τις διασπορικές εμπειρίες των συμμετεχόντων καλλιτεχνών/ιδών.

Μέσα σ’ έναν ιδιαίτερα φορτισμένο πολιτικά χώρο και χρόνο για το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα αλλά και τον κόσμο, η έκθεση «Μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι», καταφέρνει να μιλήσει για όλα αυτά που μας ενώνουν. Συνειδητά αποφεύγοντας μια ρητορική γύρω από την εθνική ταυτότητα, ο Άκης Κόκκινος φέρνει στο προσκήνιο τη γλώσσα ως κεντρικό εννοιολογικό και ενστικτώδη συνδετικό κρίκο μεταξύ των συμμετεχόντων καλλιτεχνών/ιδων. Σε μία διπλή ανάγνωση, η γλώσσα ως εργαλείο του ίδιου του Σεφέρη, στο σήμερα γίνεται οπτικό μέσο που διανοίγει ρωγμές σε εγκαθιδρυμένα στερεότυπα της ελληνικότητας ως κάτι που βασίζεται μονάχα στον τόπο γέννησης ή την καταγωγή. Η επιλογή της γλώσσας επιτρέπει λοιπόν τη διεύρυνση αυτής της κατηγορίας ώστε να γίνει πιο συμπεριληπτική.

12 σύγχρονοι καλλιτέχνες τιμούν τον Γιώργο Σεφέρη με μια... - Athinorama.gr

Η επιπλέον ιδιαιτερότητα της έκθεσης έγκειται στον ίδιο το χώρο· το κτήριο κατασκευάστηκε το 1731 και ανακαινίστηκε πλήρως το 1905. Ενώ από το 1920 έως το 1975 φιλοξένησε την Ελληνική Πρεσβεία και κατοικία του Έλληνα Πρέσβη. Μέχρι και σήμερα το γραφείο του Γ. Σεφέρη παραμένει όπως το άφησε ο ίδιος ο ποιητής με τις χαρακτηριστικές φωτογραφίες του ιδίου και της συζύγου του, Μαρώς Ζάννου, να κοσμούν το δρύινο κομό πλάι στο τζάκι.

Είναι αξιοθαύμαστο το πώς ο χώρος της πρώην Ελληνικής Πρεσβείας γίνεται σχεδόν πορώδης ενσωματώνοντας τα έργα με έναν ασυνήθιστο τρόπο καθώς η επιμελητική επιλογή του Άκη Κόκκινου αφήνει τον/ην επισκέπτη/τρια να περιπλανηθεί στο χώρο χωρίς να χρειάζεται να σκύβει συνεχώς πάνω από πυκνογραμμένα labels. Υπήρξαν φορές που αναρωτήθηκα εάν τα γλυπτικά στοιχεία σε μορφή περιστεριού του Γιώργου Πέτρου πλάι στο φωτιστικό στην Αίθουσα Αναμονής προϋπήρχαν της έκθεσης ή όχι.

Ο ίδιος, ένας queer καλλιτέχνης με καταγωγή από την Κύπρο, μου εξήγησε ότι τα τρία μικρά περιστέρια με μια επιτηδευμένη ρωγμή στο λαιμό, είναι μέρος της πολυσήμαντης εγκατάστασης του ”(tongue) remains protected” (2022), στην Αίθουσα Αναμονής και ότι κατέχουν ένα νόημα και προσωπικό αλλά και συνάμα συλλογικό. Το αρχικό γλυπτό ήταν ένα διακοσμητικό στο σπίτι της γιαγιάς του στην Κύπρο με το οποίο σαν μικρό παιδί έπαιζε και ίσως για κακή του τύχη έσπασε. Η γιαγιά του απαγόρευσε να το ξαναγγίξει έκτοτε. Ο Πέτρου διάλεξε να κρατήσει το ραγισμένο περιστέρι μετά το θάνατό της δημιουργώντας τρία πολλαπλά και διατηρώντας το ράγισμα. Σε ένα πιο συλλογικό επίπεδο το περιστέρι, σύμβολο της Κύπρου, έρχεται να συνδιαλλαγεί με τη σημασία του χώρου όπου διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου με τον Σεφέρη να παίζει κρίσιμο ρόλο για τη δημιουργία του κυπριακού κράτους το 1960 μετά την διεκδίκηση ανεξαρτησίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Το έργο του Πέτρου, που είναι και ένα εκ των δύο αναθέσεων για την έκθεση, περιλαμβάνει γλυπτικά στοιχεία και φωτογραφικό υλικό με πολλαπλές συνδέσεις που αναφέρονται στη σχέση του ιδίου με τον τόπο του και την ταυτότητά του. Διατυπώνει ερωτήματα που αφορούν τη σχέση μας με τη γη· τη χειρωνακτική εργασία στα χωράφια από την οποία βιοποριζόταν η οικογένειά του, τα βίαια ανθρώπινα τραύματα της αποικιοκρατίας πάνω στη γη από τη μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή της Πάφου επί Αγγλοκρατίας, αλλά και τη σημερινή πλαισίωση της Κύπρου ως ένα «ανεπτυγμένο» Ευρωπαϊκό κράτος που όμως είναι διαιρεμένο όχι μόνο πολιτικά και γεωγραφικά αλλά και εννοιολογικά και πολιτιστικά μεταξύ ανατολής και δύσης. Στο ανέγγιχτο έως και σήμερα Γραφείο του Σεφέρη οι διακριτικές παρεμβάσεις της Καρολίνας Κρασούλη, στο έργο της ”Omitted Center” (2015 – σήμερα), αναφέρονται στην αδιάκοπη συγγραφική πράξη και το υλικό της κατάλοιπο. Το έργο αποτελείται από κομμάτια κατακερματισμένων φακέλων από γράμματα που δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ. Οι απαλές παστέλ αποχρώσεις των φακέλων από χαρτί -ενός ευτελούς υλικού- παραλληλίζουν το ξεθώριασμα της μνήμης και της απουσίας μέσα σ’ ένα σχεδόν μνημειακό χώρο.

Η αντιπαραβολή του γλυπτού του Νίκου Κεσσανλή με τίτλο «Χειρονομία» (1961) με τον φωτιστικό πολυέλαιο του διαδρόμου αποτελεί η ίδια μία δυνατή αντιπαραθετική χειρονομία του επιμελητή. Το έργο του Κεσσανλή κατασκευασμένο από ένα αποδομημένο καζανάκι αιωρείται δίπλα στον πολυέλαιο. Μία κίνηση που μας γυρνά σε μία ιστορική κριτική σχέση μεταξύ των Ελλήνων καλλιτεχνών του ’30 στην οποία ανήκε ο Σεφέρης αλλά και στην ειρωνική στάση της τότε νεότερης γενιάς του ’60 που ανήκε ο Κεσσανλής.

 

Κοιτάζοντας προς την Τραπεζαρία ξεχωρίζουν τα δύο γλυπτά του Αντρέα Τζούροβιτς από τη σειρά ”Rattle” (2021) όπου μπάλες μπάσκετ περικλείονται σε μεταλλικά πλέγματα σε σχήμα οβίδας. Ο Τζούροβιτς αναφέρεται στη μνήμη του πολέμου κατά τη διάσπαση της γενέτειράς του, της Γιουγκοσλαβίας. Ο ίδιος αναφέρει πως το έργο σχετίζεται με συλλογικές αλλά και με δικές του προσωπικές μνήμες όταν το 1998 η Γιουγκοσλαβία κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ, ενώ μήνες αργότερα βρέθηκε υπό τα πυρά του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου με το ΝΑΤΟ να εκτελεί βομβαρδισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Τζούροβιτς σχετίζεται με τη μυϊκή και την ηχητική μνήμη, στοιχείο στο οποίο παραπέμπει και ο τίτλος των γλυπτών.

Ο ίδιος ανέφερε πως ως παιδί οι μνήμες του θορύβου από τους πανηγυρισμούς του θριάμβου στους δρόμους, συγχέονται με τις μνήμες των αναταραχών από τους βομβαρδισμούς, καθώς πλήθη κόσμου συγκεντρώνονταν στους δρόμους. Η κάθετη κίνηση της μπάλας και ο ήχος της στο ξύλινο δάπεδο, ένα υλικό που ο ίδιος μεταχειρίζεται συχνά, παραλληλίζονται με την ρίψη και τον εκκωφαντικό κρότο μιας βόμβας.

Στην ίδια αίθουσα το τρισδιάστατο επίτοιχο του Στάθη Λογοθέτη με τίτλο ”Torso” (1981) φτιαγμένο από φτηνά υλικά με εμφανή τα σημεία της πληγής και του σωματικού τραύματος αποτελεί ένα αγκάθι στην κατά τ’ άλλα πολυτελή διακόσμηση του χώρου. Μέρος της συλλογής του Δ. Δασκαλόπουλου, εκτίθεται εδώ για να υπενθυμίσει τις πληγωμένες ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις, τα ίχνη του χρόνου που περνάει και μίας κοινωνίας που προσπαθεί να ανασυσταθεί, σαν σώμα που πασχίζει να ιαθεί.

 

Από την άλλη το έργο της Μάρως Μιχαλακάκου, ”The Fortune Teller” (1999), αποτελείται από έναν μικρό ξύλινο καναπέ με βελούδινο ύφασμα το οποίο η καλλιτέχνιδα έχει ξυρίσει, ή με ένα τρόπο πληγώσει. Το έργο της εκ πρώτης όψεως ενσωματώνεται στον χώρο πάντοτε όμως φέροντας την έννοια του τραύματος στην επιφάνεια μέσω της βίαιης μεταχείρισης του υφάσματος.

Η έκθεση συνεχίζεται στον πρώτο όροφο όπου κεντρικό θέμα παίρνει η έννοια του «διαιρεμένου εαυτού». Αρχικά με αναφορά στις ίδιες τις αντιθετικές ταυτότητες του Σεφέρη ως πολιτικού προσώπου – διπλωμάτη, αλλά και ως καλλιτέχνη – διασπορικού υποκειμένου, ο Κόκκινος φέρνει στον ίδιο χώρο έργα καλλιτεχνών/ιδων που κατά πλειοψηφία μένουν στο Λονδίνο με καταγωγή από την Ελλάδα.

Στο video essay της, ”I’ve never had a pet” (2017, 3’19’’), η Αμάντα Κυρτσοπούλου μας αφηγείται -καθοδηγεί σε μικρές προσωπικές καθημερινές στιγμές μέσω της νοσταλγίας της να έχει ένα κατοικίδιο στο Λονδίνο. Το βίντεο αποτελείται από αποσπασματικές κοντινές φωτογραφίες μιας οθόνης υπολογιστή που δείχνει stock images. Χαλώντας με σχεδόν αναλογικό τρόπο την ποιότητα των εικόνων, η καλλιτέχνιδα αναδημιουργεί την εμπειρία του ”dog vision”, μία παραμορφωμένη οπτική των εικόνων μίας μητρόπολης δημιουργώντας μια κλειστοφοβική αίσθηση στο θεατή. Η επιτομή της επιτελεστικότητας του έργου είναι η βρετανική προφορά που υιοθετεί στην αφήγησή της σε μια μέτα-προσπάθεια εξάσκησης του εαυτού στην κοινωνική ενσωμάτωση. Ή σε δική της αφήγηση: ‘‘in a way I am my own pet, my own dog, trained and being trained into, with biscuits and respect.”

Το έργο ”Clean Sheets (2020 – 21)” της Έρικας Σκούρτη δεσπόζει κρεμασμένο μπροστά από το παράθυρο εν είδει κουρτινών, λειτουργεί σαν όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Δημιουργημένο μέσα στην καραντίνα το έργο αποτελείται από λευκά σεντόνια στα οποία η καλλιτέχνιδα κατέγραφε με χρωματιστούς μαρκαδόρους κομμάτια της καθημερινότητάς της σαν μιας μορφής ημερολόγιο. Εδώ αντηχεί η σημασία της γλώσσας στο σχηματισμό και τη διατήρηση της ταυτότητας σε αντίξοες συνθήκες όπως αυτή του εγκλεισμού.

Το τρίπτυχο της Ειρήνης Μπαχλιτζανάκη, ”Lord’s chair 1, 2, 3,” (2021), με πλάτη στους βελούδινους καναπέδες του καθιστικού της Πρεσβευτικής Κατοικίας, βάζει τον θεατή απέναντι σε τρείς απεικονίσεις των τόσο διαδεδομένων monobloc πλαστικών καρεκλών -πανταχού παρούσες σε χώρες του Νότου. Η Μπαχλιτζανάκη ανακαλεί την ιστορία της monobloc πλαστικής καρέκλας ως ένα αντικείμενο μοντέρνου design κατά τη δεκαετία του ’50, ενώ παράλληλα τη συνδέει με τους αναπόφευκτους τοπικούς και πολιτιστικούς συσχετισμούς που τις πλαισιώνουν στο σήμερα.

Η ίδια αναφέρει: «H καρέκλα τόσο σαν χρηστικό αντικείμενο όσο και σαν σύμβολο προέρχεται από, και ανήκει, στο δημοφιλές αστικό τοπίο, στον δρόμο, στην αυλή, στην πλατεία, το καφενείο, τη γειτονιά κ.ο.κ. Βρίσκω ότι με έναν ιδιαίτερο τρόπο και μια οικονομία καταφέρνει επίσης και περιγράφει το τοπίο αυτό. Έχει μια ιδιότητα να συνδυάζει τόσο έντονα το τοπικό και το τοπικοποιημένο και ταυτόχρονα το γενικό και με κάποιο τρόπο άχρονο. Εμπεριέχει κάπως μια ταλάντωση μεταξύ του τόσο συγκεκριμένου, -ενός επαρχιακού δρόμου το καλοκαίρι π.χ.- και καθολικών εννοιών όπως της ξενιτιάς, της επιβίωσης κ.λπ.»

Ο τίτλος του έργου προέρχεται από το ευφημιστικό παρατσούκλι τους στην Κύπρο όπου οι καρέκλες αυτές παράγονταν κατά κύριο λόγο στο εργοστάσιο ενός ονόματι Λόρδου, κλείνοντας το μάτι στην ειρωνεία του ότι, ενώ προήλθαν από το χώρο του design, ποτέ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την αντίστοιχη αίγλη.

Δίπλα στην είσοδο του χώρου βρίσκεται το νέο έργο-ανάθεση της Έλλης Αντωνίου με τίτλο ”glimmer in the absorbent; a desire for luminosity and the manipulation of night” (2022) όπου αν και επίτοιχο εκτείνεται στην τρίτη διάσταση ενώ με τη χρήση υλικών όπως το μέταλλο και ο καθρέφτης το έργο αλλάζει μορφή ανάλογα με την οπτική γωνία, το φως ή την απόσταση θέασης. Στο κάτω μέρος του έργου υπάρχει εγχάρακτη η φράση «χαράζει η αυγή τον ουρανό», στίχος του Σεφέρη από το ποίημα Ερωτικός Λόγος (1929 – 30). Σε μία δισήμαντη κίνηση η Αντωνίου μετουσιώνει τη λέξη «χαραυγή», όπως περιγράφεται στο ποίημα με τη δική της χειρονομία όπου χαράζει η ίδια τη μεταλλική επιφάνεια αποτυπώνοντας σχήματα που προσομοιάζουν ουράνιες φόρμες. Παράλληλα ο καθρέφτης αντανακλά την έννοια του εαυτού και της νοσταλγίας -της απουσίας από το σπίτι, μακριά από τους οικείους μας. Η ίδια αναφέρει: «Η νοσταλγία για μένα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά το ποια θα ήμουν αν ζούσα στην Ελλάδα». Κι όμως μετά από κάθε χαραυγή αυτές οι σκέψεις μπαίνουν στην άκρη καθώς η καθημερινότητα επιτάσσει το να συνεχιστεί η ζωή εδώ, στο τώρα.

Το έργο ”Anatolia” (2012) της Στεφανίας Στρούζα, με αναφορές στη γενέτειρα του Σεφέρη, τη δυτικότερη χερσόνησο της Ασίας, την Ανατολία, διευρύνει τα όρια της πλαισίωσης ενός έργου. Στην προκειμένη τοποθέτηση, αντανακλά τους περίτεχνους τοίχους με τις γύψινες λεπτομέρειες της Πρεσβευτικής Κατοικίας. Χρησιμοποιώντας μία πλαστική σακούλα, μπογιά spray και χρυσή δαντέλα, εξυψώνει το τυχαίο και το ευτελές.

Στο έργο του ο Σάββας Χριστοδουλίδης δημιουργεί ένα διάλογο μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων υλικών: του ξύλου, της πορσελάνης και του χαρτιού. Μία ανθρώπινη φιγούρα από πορσελάνη με χρυσό φινίρισμα είναι τοποθετημένη πάνω σ’ ένα κορμό δέντρου τυλιγμένου σε χαρτί. Μια πράξη που οπτικοποιεί τη Σεφερική άποψη του ότι η φύση είναι το μέτρο της ανθρώπινης δημιουργίας. Εξ ου και ο ιδιαίτερα ταιριαστός τίτλος για την περίσταση, ”He loved nature” (2008). Η κίνηση του τυλίγματος, αφορά στην ανάγκη να προστατευθεί ό,τι είναι πολύτιμο· εν προκειμένω η ίδια η φύση και ο πολιτισμός που αυτή εμμέσως παράγει.

Όπως ανέφερε και ο Άκης Κόκκινος: «Με ενδιαφέρει η υποστήριξη και η ενδυνάμωση των ελληνόφωνων καλλιτεχνών και του έργου τους γιατί νομίζω ότι σε αυτό κάπως η ελληνόφωνη παρουσία στο εξωτερικό δεν έχει λάβει την αναγνώριση που της αναλογεί. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε επιμελητές, χρειαζόμαστε συλλέκτες, χρειαζόμαστε οργανισμούς οι οποίοι θα προωθούν την ελληνόφωνη παραγωγή στο εξωτερικό. Μέσα από την επανάγνωση του ποιητή εξετάζω το πως αντιλαμβανόταν αυτός την ταυτότητα και την ελληνικότητα μέσα από μία σχέση που βασίζεται σε γλωσσολογικά και πολιτιστικά στοιχεία παρά σε φυλετικά. Παρουσιάζεται μία πολυφωνία γύρω από την έννοια της διασποράς και το τι σημαίνει αυτό στο σήμερα. Η χρονική στιγμή για μένα είναι το πιο σημαντικό γι’ αυτή την έκθεση. Μιλάμε για την τελευταία γενιά των καλλιτεχνών και επιμελητών που είχαν το ευρωπαϊκό πλεονέκτημα του να έρθουν στην Αγγλία και συνεπώς άθελά μας μετατρεπόμαστε σε ”μοιραίους συντρόφους”. Έχει σημασία το πως ο Σεφέρης μέσα στον πεσιμισμό της εποχής του 1940 και τις συστημικές αποτυχίες, συνέχιζε να ψάχνει την αλληλεγγύη και αντίστοιχα εμείς τώρα συνειδητοποιούμε ότι ψάχνουμε τα ίδια πράγματα.»

Μπορεί η έκθεση να έχει αφετηρία το έργο του Σεφέρη, αλλά στην πραγματικότητα μιλά για το σήμερα. Ανοίγει ένα διάλογο μεταξύ καλλιτεχνών/ιδων όπου οι ίδιοι/ες βρίσκονται σε μία διεθνή σκηνή ως ελληνόφωνα διασπορικά υποκείμενα σε μία εποχή όπου οι συνέπειες του Brexit έχουν άμεσο αντίκτυπο σε όσους/ες ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο επιμελητής της έκθεσης Άκης Κόκκινος καθώς και οι περισσότεροι από τους νεότερους συμμετέχοντες καλλιτέχνες/ιδες είναι υπότροφοι του οργανισμού ΝΕΟΝ. Ο ΝΕΟΝ με την έκθεση «Μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι» διαμορφώνει το έδαφος για να αναδειχθεί η δουλειά τους στο εξωτερικό σε μία τόσο σημαντική και μεγάλη σκηνή όπως αυτή του Λονδίνου. Έτσι ο χώρος της Πρεσβευτικής Κατοικίας γίνεται σπίτι -τόπος συνάντησης- ελληνόφωνων καλλιτεχνών του Λονδίνου. Η έκθεση «Μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι» αποτελεί μία αφετηρία για τη δημιουργία σχέσεων και συνεργασιών για το μέλλον ή όπως πολύ απλά το έθεσε η Έλλη Αντωνίου: «διαφορετικά ίσως να μην είχαμε γνωριστεί.»

Ημέρες & Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη – Παρασκευή | 18:00 – 21:00, Σάββατο | 11:00 – 14:00

πηγή:ελculture

Προηγούμενο άρθροHalloween στις ΗΠΑ
Επόμενο άρθροΜαρία Συρεγγέλα : Η Ελλάδα «Σταυροδρόμι» για σεξουαλική εκμετάλλευση και εμπορία παιδιών