Συγγραφέας, Ιστορικός
Το Παρασκήνιο
Η πολιορκία του Μεσολογγίου είχε αρχίσει από τον Απρίλιο του 1825, όταν 20.000 Τούρκοι υπό τον Reşid Mehmed Paşa (γνωστό ως Κιουταχή) κυκλώσαν το Μεσολόγγι. Η άκαμπτη επιμονή και ο ηρωισμός των πολιορκουμένων καθυστερεί την κατάληψή του με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο Ibrahim τον Δεκέμβριο του 1825 να στραφεί προς το Μεσολόγγι και να βοηθήσει τον Reşid. Στις 12 Δεκεμβρίου καταφθάνουν τα τουρκοαιγυπτιακά στίφη. Το 1826 στενεύει ο κλοιός για τους υπερήφανους πολιορκημένους, ωστόσο διαθέτουν ακλόνητο ηθικό. Σε επιστολή του ίδιου του Ibrahim να παροδοθούν, οι Έλληνες απαντούν με εμφανώς ειρωνικό τόνο: «Ημείς είμεθα αγράμματοι, γλώσσας δεν εμάθαμεν· εμάθαμεν μόνον να πολεμώμεν.» Στις 25 Μαρτίου διεξάγεται η μεγάλη μάχη στην νησίδα Κλείσοβα, όπου οι Έλληνες υπερασπιστές κατορθώνουν να πετύχουν μια επική νίκη έναντι πολυάριθμων δυνάμεων. Έμελλε όμως αυτό το κατόρθωμα να είναι και η τελευταία νίκη των Μεσολογγιτών.
Η Πολιορκία πιέζει
Ήδη από τον Φεβρουάριο η πείνα είχε αρχίσει και θέριζε τους πολιορκημένους. Το ένστικτο επιβίωσης ωστόσο κυριαρχεί. Οι πολιορκημένοι αναγκάζονται να σιτισθούν με ιπποζύγια, γάτες, ποντικούς και φύκια. Ο εκτεταμένος λιμός και η κατανάλωση ρυπαρών τροφών είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ασθενειών. «Πεινώντες, γυμνητεύοντες, νοσούντες, χλομοί και λιπόσαρκοι εσύροντο ανά τας οδούς της χειμαζομένης πόλεως φασμάτων σκιαί», σημειώνει ο Ι. Ιωαννίδης («Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου»). Δεν εξέλιπαν και οι μακάβριες (ωστόσο μεμονωμένες) μαρτυρίες, βάσει των οποίων αποβιώσαντες χρησίμευσαν ως τροφή των επιζώντων. Την 1 Απριλίου έλαβαν γράμμα ότι επέκειτο οικονομική βοήθεια και τρόφιμα, όμως αυτά θα έφθαναν μετά από 12 ημέρες. Η υπομονή όμως είχε αρχίσει να εξαντλείται. Η ένδεια και οι κακουχίες οδηγούν κάποιους στην σκέψη να υποχωρήσουν. Ο χαλκέντερος όμως αγωνιστής Αθ. Ραζηκότσικας διαμηνύει: «όποιος σκέπτεται την παράδοση, θα ονομασθεί πόρνη». Στις 4 Απριλίου οι Μεσολογγίτες επιμένουν να αρνούνται να παραδοθούν σε νέα πρόταση των Οθωμανών. Ξέρουν πολύ καλά ότι σύντομα τελειώνουν όλα. Η Έξοδος είναι μονόδρομος. Τα συλλογικά αρχέτυπα του παρελθόντος, η Τιμή και και η Αυτοθυσία, αναβιώνουν μέσα τους. Η αρχαία ψυχή, άλλωστε, ζει μέσα τους αθέλητα κρυμμένη, όπως λέγει ο Κ. Παλαμάς. Τους κυριεύει, ως μια χίμαιρα, η αδούλωτη στάση του Λεωνίδα αλλά και του βασιλέως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Προτιμούν να πέσουν Ελεύθεροι. Ο ανθρώπινος νους αρχίζει πλέον να συμβιβάζεται με την ιδέα του Θανάτου. Αποφασίζουν να εκτελέσουν τους αιχμαλώτους, καθώς κάποιοι είχαν καταφέρει να αποδράσουν και να προσφύγουν στο στρατόπεδο των Τούρκων. Ο Τζαβέλλας (κατά τον Ν. Κασομούλη) «επρόσταξεν να φονεύσουν τον αγαπημένον του και πιστόν αράπην». Στην Πλατεία της Αγίας Παρασκευής αποφασίζεται η Μεγάλη Έξοδος. Πρόεδρος της διασκέψεως ήταν ο διαπρύσιος αγωνιστής Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Παραμονή της Εξόδου κοινωνούν οι 10.500 κάτοικοι του Μεσολογγίου. Είναι έτοιμοι να περάσουν όλοι στο πάνθεο των Ηρώων.
Η Μεγάλη Έξοδος
Ελήφθη λοιπόν η μεγάλη απόφαση. Οι πολιορκημένοι έπρεπε να πραγματοποιήσουν την Μεγάλη Έξοδο. Την έξοδο προς την Ελευθερία, η οποία όμως περνά μέσα από τον Θάνατο. Από τις λίγες φορές στην ιστορία όπου Ζωή και Θάνατος συναντώνται τόσο κοντά. O Κίτσος Τζαβέλλας, ο Νότης Μπότσαρης και ο Δημήτριος Μακρής τίθενται επικεφαλής των τριών τμημάτων. Η πρώτη φάλαγγα ανοίγε δρόμο με τα ξίφη ανά χείρας. Το αίμα έρεε αφειδώς. Το ίδιο έπραξε και η δεύτερη φάλαγγα. Η τρίτη όμως με τα γυναικόπαιδα δεν τα κατάφερε. Τότε ακούστηκε μια φωνή: «Πίσω, πίσω ωρέ παιδιά!» Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό ποιος φώναξε. Ίσως κάποιος Αλβανός του Reşid ή κάποιος αγωνιστής που απελπίστηκε. Το σίγουρο πάντως είναι ότι επεκράτησε πανδαιμόνιο. Στο Μεσολόγγι ήδη άρχισαν να εισβάλλουν οι εχθροί από τους προμαχώνες («ντάπιες») και από διάφορα ανοίγματα. Συνετελέσθη σφαγή ασύλληπτη. Παντού αίμα, κραυγές, στάχτες, φωτιά. Πολλά γυναικόπαιδα έσπευσαν να οπισθοχωρήσουν πίσω στο Μεσολόγγι Στην μπαρουταποθήκη είχε οχυρωθεί ο Χρήστος Καψάλης ενώ προηγουμένως είχε διαμηνύσει: «Όποιοι γέροι κι άρρωστοι θένε να βρούνε γλήγορο και τιμημένο θάνατο νάρθουν το βράδυ στον τζεμπιχανέ!», δηλαδή στην πυριτιδαποθήκη. Στην μάχη πίπτουν οι πιο εκλεκτοί Έλληνες μαχητές όπως ο γενναίος Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Ν. Στουρνάρης, ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, αλλά και ευρωπαίοι φιλέλληνες που είχαν κλειστεί στο Μεσολόγγι ο Johann Jakob Meyer, o Πρώσσος Delaunay, o Dittmar. Οι ελπίδες περί σωτηρίας είχαν εξανεμισθεί πλήρως. Ο θάνατος ήταν εκεί, παρών. Οπότε στόχος για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ήταν πλέον να συμπαρασύρουν μαζί τους όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς. Ο Χρήστος Καψάλης συγκεντρώνει όλους τους εναπομείναντες τραυματίες στην μπαρουταποθήκη, ενώ προτρέπει τις γυναίκες να προσελκύσουν τους εχθρούς με ειρωνείες και χειρονομίες. Όταν αυτοί αρκετά κοντά, ήταν πλέον αργά. Έπεσαν στην παγίδα των υπερήφανων πολιορκημένων. Ο Χ. Καψάλης έβαλε φωτιά και ανετινάχθησαν όλοι στον αέρα. Γράφει ο Δ. Φωτιάδης: «Το αίμα τρέχει ποτάμι και τα κουφάρια εχθρών και φίλων σωριάζονται ανάκατα το ένα επάνω στο άλλο. Γύρω από τις πιο νέες γυναίκες χτυπιούνται Τούρκοι κι Αραπάδες ποιος θα τις πρωτοπάρει. Προς ώρας οι δεύτεροι βγαίνουν νικητές σε τούτον τον αγώνα της βίας και της αρπαγής». Η επόμενη ημέρα ήταν μια ημέρα φρίκης και κτηνωδίας. Οι εχθροί αφαιρούσαν τα κεφάλια των νεκρών επαναστατών, ώστε να τα επιδείξουν στους ανωτέρους τους. Μόνο 1.300 μαχητές σώθηκαν από την σφαγή και κατόρθωσαν να προσφύγουν στον Πλάτανο, που είχε στρατοπεδεύσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα βρήκαν τον θάνατο.
Ο διεθνής αντίκτυπος