Η αύξηση της χωρητικότητας της αιολικής και ηλιακής ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα εξοικονομεί δισεκατομμύρια δολάρια που διαφορετικά θα είχαν δαπανηθεί για εισαγωγές φυσικού αερίου, σύμφωνα με το Bloomberg.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη των think tank E3G και Ember η καθαρή ενέργεια κάλυψε το 24% των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, το υψηλότερο από ποτέ για αυτό το εξάμηνο. Μάλιστα, η αύξηση της αιολικής και ηλιακής δυναμικότητας μόνο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ισοδυναμούσε με 8 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα εισαγωγών φυσικού αερίου ή 10,75 δις. δολάρια.
«Υπάρχει ένα μακροοικονομικό και ένα κοινωνικοοικονομικό πλεονέκτημα για την υποστήριξη υψηλότερων στόχων ανανεώσιμης ενέργειας», δήλωσε ο Artur Patuleia, εκ των συγγραφέων της μελέτης και ανώτερος συνεργάτης στην E3G. «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μειώνουν την έκθεση σε υψηλές τιμές ορυκτών καυσίμων, τα οποία, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, είναι εδώ για να μείνουν», όπως είπε.
Όπως αναφέρεται, η παραγωγή ενέργειας είναι υπεύθυνη για περισσότερα από τα τρία τέταρτα των αερίων θερμοκηπίου που εκπέμπονται από την ΕΕ, οπότε η αύξηση του μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας στα δίκτυά της είναι ουσιαστικό μέρος της προσπάθειάς της να εξαλείψει τις εκπομπές άνθρακα μέχρι τα μέσα του αιώνα. Η ΕΕ στοχεύει επί του παρόντος να παράγει το 40% της ενέργειας της από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030, ενώ στο πλαίσιο της στρατηγικής REPowerEU, η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο πιέζουν να αυξηθεί στο 45%.
Η συνολική ποσότητα εγκατεστημένης αιολικής και ηλιακής δυναμικότητας στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμούσε με 70 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα εισαγωγών φυσικού αερίου μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 2022 ή με 99 δις. ευρώ σε κόστος φυσικού αερίου, σύμφωνα με την έκθεση.