Μέσα στη χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού, εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος τόσο από την ορθόδοξη όσο και την καθολική παράδοση Απόστολος Ανδρέας, ο επονομαζόμενος και Πρωτόκλητος, ο οποίος από ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε σε μέγα διδάσκαλο του μηνύματος του Χριστού.
Άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, γιατί πρώτος αυτός, μαζί με τον αδελφό του Πέτρο, κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού και να κηρύξει τον λόγο του και στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας εκκλησίες, εκχριστιανίζοντας τον πληθυσμό και αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας.
Ο Ανδρέας ή Ανδρεύς ή Ανδρείας γεννιέται στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας ως γιος ενός ψαρά ονόματι Ιωνάς (ή Ιωάννης). Ήταν αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, Αποστόλου Πέτρου αργότερα, και έφερε ελληνικό όνομα, γεγονός καθόλου σπάνιο μεταξύ των ελληνιζόντων εβραίων της εποχής. Δεν αναφέρεται εξάλλου πουθενά εβραϊκό ή αραμαϊκό όνομά του.
Ο νεαρός ψαράς μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση και ψάρευε με τον πατέρα και τον αδελφό του Πέτρο στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας (Γεννησαρέτ). Η οικογένεια φαίνεται να είχε οικονομική επιφάνεια, καθώς αμφότερα τα αδέλφια μαθήτευαν δίπλα στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, κάτι που προδίδει καλή οικονομική κατάσταση αλλά και πνευματικές ανησυχίες.
Ως μέλη του κύκλου του Ιωάννη λοιπόν θα συναντήσουν μια μέρα τον Ιησού, τον οποίο θα προλογίσει ο Πρόδρομος στον Ανδρέα και τον Πέτρο: «Ίδε ο Αμνός του Θεού». Τα δύο αδέλφια γοητεύτηκαν από τον λόγο του Χριστού και αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν, για να συνομιλήσουν μαζί του και όχι για να γίνουν φυσικά μαθητές του.
Αυτό δεν θα συνέβαινε παρά αργότερα, μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Προδρόμου Ιωάννη, όταν ο Χριστός τους διαμήνυσε «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».
Ο Ανδρέας και ο Πέτρος γίνονται οι πρώτοι μαθητές του Θεανθρώπου και αναλαμβάνουν να κηρύξουν τον λόγο του στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες της Καινής Διαθήκης είναι ελάχιστες για τον Ανδρέα και ολότελα ανύπαρκτες για το αποστολικό του έργο, χριστιανοί λόγιοι και εκκλησιαστικοί ιστορικοί θα ανασυγκροτήσουν αργότερα τη διακονία του.
Στους καταλόγους των δώδεκα μαθητών αναφέρεται πάντοτε μαζί με τον αδελφό του Πέτρο. Για τελευταία φορά συναντάται στις Πράξεις των Αποστόλων μετά την Ανάληψη του Ιησού, όπου βρίσκεται πλάι στους άλλους μαθητές στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Οι τέσσερις ευαγγελιστές δεν συμφωνούν μάλιστα αν ο Ανδρέας ήταν μεταξύ του στενού κύκλου των μαθητών του Ιησού (Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης), ο Μάρκος τον συμπεριλαμβάνει πάντως στον στενό πυρήνα του Ναζωραίου.
Ο Ανδρέας επηρέασε πολύ τον αχαϊκό πληθυσμό και η μετάδοση του χριστιανικού του μηνύματος πρέπει να έτυχε ευρείας υποδοχής, ειδικά στην Πάτρα. Μέσα σε όλα, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί μάς λένε πως θεράπευσε πολλούς με θαυματουργό τρόπο, πλάι στις εκκλησίες που ίδρυσε.
Τα σπάργανα της θαυματουργής δράσης του εντοπίζονται ήδη από την εποχή που με ορμητήριο τη Σινώπη εκχριστιάνιζε τους πληθυσμούς, όταν μεταξύ άλλων του αποδίδεται και η ανάσταση ενός παιδιού. Όντας στην Πάτρα, μια πόλη με πλούσια ειδωλολατρική παράδοση, φιλοξενείται στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος πάσχει από ανίατη ασθένεια. Ο Ανδρέας τον θεράπευσε θαυματουργά και το γεγονός μεταδόθηκε σε ολόκληρη την πόλη, φτάνοντας και στα αυτιά του ανθύπατου Λέσβιου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «μάγο και απατεώνα».
Ο Λέσβιος, μας λέει η εκκλησιαστική παράδοση, ήθελε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει, αρρώστησε όμως βαριά και αναζήτησε τη βοήθειά του. Ο Ανδρέας τον θεράπευσε κι αυτόν και πλέον απολάμβανε σεβασμού και κύρους στην Πάτρα, καθώς πολλοί έφερναν τους αρρώστους τους στον Ανδρέα, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο».
Μέσω των θαυμάτων αλλά και του παθιασμένου του κηρύγματος, μετέστρεψε πολλούς στον χριστιανισμό και η Πάτρα διέθετε πια μια καλή πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ο Λέσβιος μεταστράφηκε κι αυτός στον χριστιανισμό, γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τον σκληροπυρηνικό Αιγεάτη.
Η σύζυγός του Μαξιμίλλα ακολούθησε όμως το δόγμα του Ανδρέα, μετά την περιβόητη συνάντησή τους αλλά και την επίσης θαυματουργή ίασή της από τα χέρια του Πρωτόκλητου. Στον χριστιανισμό μετέστρεψε επίσης και τον αδελφό του ανθύπατου, Στρατοκλή, κάτι που θα επισύρει τη μήνη του ρωμαίου ηγεμόνα. Ο Αιγεάτης τον συλλαμβάνει και τον κατηγορεί πως διαδίδει μια νέα θρησκεία, την οποία «οἱ Ρωμαῖοι βασιλεῖς ἐξαφανίσαι ἐκέλευσαν».
Ο Ανδρέας φυλακίζεται, μέσα από το κελί χειροτονεί ωστόσο τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Αιγεάτου, ο οποίος θα τον υποβάλλει στο φρικτό βασανιστήριο της σταύρωσης, έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη -ή την παρότρυνση, κατά κάποιες πηγές- του τοπικού ειδωλολατρικού ιερατείου.
Στις τρεις μέρες του μαρτυρίου του, κήρυττε συνεχώς τον λόγο του Ιησού στους εκχριστιανισμένους ακολούθους του: «Ἀποτάξασθε πάσας τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας, ἀποτινάξασθε τήν ραθυμίαν καί τόν ζόφον ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν καί γίνεσθε καθαροί καί τέλειοι, ἄμεμπτοι καί ἀνεπίληπτοι τῷ καθαρῷ Θεῷ ἡμῶν».
Ο ηλικιωμένος απόστολος μάς παραδίδεται ότι κατέληξε την 30ή Νοεμβρίου του 66 μ.Χ., πιθανότατα στα χρόνια των χριστιανικών διωγμών του αυτοκράτορα Νέρωνα. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μάς λένε πως το λείψανό του έθαψε με ευλάβεια ο πρώτος επίσκοπος Πατρών, Στρατοκλής, αν και οι επίγειες περιπέτειές του δεν είχαν τελειώσει ακόμα.