Γύρω στο 60 π.Χ. ένα πλοίο ναυάγησε έξω από τις βορειοανατολικές ακτές του μικρού νησιού Αίγιλα, στο πέρασμα μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου. Ήταν ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο μήκους περίπου 40 μέτρων, το οποίο, εκτός από τους συνήθεις αμφορείς με κρασί και άλλα εμπορεύσιμα αγαθά, μετέφερε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, αλλά και γυάλινα σκεύη. Τα μεγάλου μεγέθους χάλκινα αγάλματα ήταν παλιά, κατασκευασμένα έναν αιώνα νωρίτερα ή και περισσότερο, αλλά βρέθηκαν και κάποια άλλα πολύτιμα αντικείμενα, που ήταν νεότερα. Στο πλοίο βρίσκονταν και επιβάτες, γνωρίζουμε ότι υπήρχε μία τουλάχιστον γυναίκα, στην οποία ανήκαν τα δύο ζεύγη κομψών χρυσών ενωτίων.
Η έρευνα του ναυαγίου στις αρχές του 20ού αιώνα, στις βορειοανατολικές ακτές της νήσου των Αντικυθήρων, εγκαινίασε την ενάλια αρχαιολογία στην Ελλάδα και προσέφερε μία νέα, ανεκτίμητη προσέγγιση στην αρχαία ελληνική τεχνολογία. Από την εποχή που εντοπίστηκε το ναυάγιο έως και σήμερα, συναρπάζει η μυθιστορηματική ανέλκυσή του και, κυρίως, η πολύπλοκη δομή και λειτουργία του περίφημου «Μηχανισμού των Αντικυθήρων», που συμπεριλαμβανόταν στο φορτίο του. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν μαρτυρία για την τέχνη, το εμπόριο και τη διακίνηση καλλιτεχνημάτων. Δίνουν, επίσης, πληροφορίες για το πώς ο ελληνικός τρόπος ζωής επηρέασε τους Ρωμαίους αριστοκράτες και τους εύπορους επιχειρηματίες κατά τον 1ο αι. π.Χ.
Το “Ναυάγιο των Αντικυθήρων” εντοπίστηκε το 1900 από συμιακούς σφουγγαράδες. Η κινητοποίηση για την ανέλκυσή του ήταν πρωτοφανής για την εποχή και τα μέσα της ελληνικής πολιτείας. Τις έρευνες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνέδραμε το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό. Το 1976 η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε από τα μέλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που είχαν πλέον στη διάθεσή τους το ωκεανογραφικό σκάφος Calypso, που διέθεσε ο Jacques-Yves Cousteau. Από τις έρευνες ανασύρθηκε πλήθος αρχαιοτήτων, χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα και αγαλματίδια, πήλινα, χάλκινα και γυάλινα αγγεία, χρυσά κοσμήματα, κλίνες, νομίσματα, καθώς και τμήματα από το ίδιο το πλοίο. Μέρος του πολύτιμου φορτίου του πλοίου φαίνεται ότι αποτελούσε και ο περίφημος Μηχανισμός, ο οποίος είναι ένας αναλογικός, ημερολογιακός και αστρονομικός υπολογιστής, που εξακολουθεί να εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική τεχνολογία.
Το ναυάγιο χρονολογείται στο 75-50 π.Χ., εποχή κατά την οποία γνωρίζουν άνθηση οι θαλάσσιες εμπορικές συναλλαγές και μεταφορές έργων τέχνης από την ανατολική Μεσόγειο προς τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ενδεχομένως, το πλοίο να αναχώρησε από το λιμάνι της Δήλου, καθώς το νησί ήταν απαλλαγμένο από δασμούς από το 166 έως το 69 π.Χ., παρόλο που οι τόποι παραγωγής αρκετών αντικειμένων είναι η βόρεια Συρία και η Αλεξάνδρεια. Το φορτίο του πλοίου αναμφίβολα προοριζόταν για τη μεγάλη αγορά της εποχής, τη Ρώμη, όπου τα μέλη της ανώτερης τάξης, ως μέσο κοινωνικής επιβολής και επίδειξης του πλούτου τους, κοσμούσαν τις οικίες τους με ελληνικά έργα τέχνης.