«Όταν πεθάνω…θα ξέρω ότι έχω αφήσει κάτι για τον λαό μου, ώστε να μπορεί να χτίσει πάνω σ’ αυτό. Αυτή είναι η ανταμοιβή μου» – Νίνα Σιμόν
Όπως πολλές από τις μεγάλες τραγουδίστριες του αιώνα – Μπέσσυ Σμιθ, Μπίλι Χόλιντεϊ, Τζούντι Γκάρλαντ, Εντίθ Πιάφ, Τζάνις Τζόπλιν – η Νίνα Σιμόν υπήρξε μια ιδιοφυής καλλιτέχνιδα που έζησε μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μια ζωή γεμάτη από την πάλη, άλλοτε ψύχραιμα και κάποιες φόρες μέσα στην απελπισία να κρατήσει ζωντανή την φλόγα της ψυχής.
Τα μουσικά χαρίσματα της Σιμόν σύντομα θα έπαιρναν ένα διαφορετικό επαγγελματικό δρόμο. Η εργοδότρια της μητέρας της αναγνώρισε την ιδιοφυΐα της Simone και την πλήρωσε για να κάνει μαθήματα πιάνου με τη Μιούριελ Μειζάνοβιτς, μια στοργική, διακριτική γυναίκα.
Η Σιμόν συχνά θα αναφερθεί πολύ αργότερα στη ζωή της στην μοναξιά και την απομόνωση ενός υπάκουου παιδιού-θαύματος: τις τιμωρητικές ώρες εξάσκησης, την έλλειψη φιλικών σχέσεων και την πίεση του να εκπροσωπεί με αξιοπρέπεια τη «μαύρη» φυλή της.
Η Σιμόν πήγε στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης το 1950, αλλά, μέχρι το 1954, είχε ανακαλύψει πόσο δύσκολο θα ήταν για μια μαύρη ερμηνεύτρια να προχωρήσει στον κλασικό κόσμο – το Ινστιτούτο Κέρτις την είχε απορρίψει, και άρχισε να εργάζεται ως τραγουδίστρια-πιανίστρια στο Midtown Bar and Grill, ένα κακόφημο μπαρ στο Ατλάντικ Σίτι, πίνοντας γάλα όλο το βράδυ. Για να αποφύγει την οργή της θρησκευόμενης μητέρας της, στην είδηση πως η κόρη της έπαιζε βλάσφημες μουσικές σε νυχτερινό μπαρ, έδωσε στον εαυτό της το καλλιτεχνικό όνομα Nina Simone.
Η πρώτη της ηχογράφηση για την εταιρεία Bethlehem με το άλμπουμ ”Little Girl Blue”, το 1958 όπως και ο πρώτος της γάμος με τον Ντον Ρος, ο οποίος διήρκεσε ένα χρόνο. Η εκδοχή του τραγουδιού της Μπίλι Χόλιντευ, ”I Loves You, Porgy” από το μιούζικαλ ”Porgy and Bess” θα γίνει Top 20 hit το 1959. Είναι η στιγμή που αποφασίζει να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να εκμεταλλευτεί την επιτυχία της. Αν και η αγάπη της για την κλασική μουσική ήταν αδιαμφισβήτητη, η Σιμόν χαρακτηριζόταν ως τραγουδίστρια της τζαζ, κάτι που συχνά απέρριπτε, θεωρώντας τον περισσότερο ως αντανάκλαση της φυλής της παρά του μουσικού της στυλ και της εκπαίδευσής της. Αυτοπροσδιοριζόταν ως λαϊκή τραγουδίστρια, με ένα στυλ που ενσωμάτωνε επίσης μπλουζ, γκόσπελ και ποπ, μεταξύ άλλων. Ήταν σε θέση να διασχίζει τα είδη ως τραγουδίστρια και ως πιανίστρια, ενώ το κλασικό της υπόβαθρο παρέμεινε σημαντικό μέρος της μουσικής της ταυτότητας.
Σε ερώτηση που της έγινε το 1970 σχετικά με το πώς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική, απάντησε: «Η μουσική είναι ένα δώρο και ένα βάρος που είχα από τότε που θυμάμαι ποια ήμουν. Ήμουν, γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Η απόφαση ήταν πώς να το αξιοποιήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Η καριέρα της απογειώθηκε το 1959 και το 1960. Υπήρξαν συναυλίες υψηλού προφίλ, μια επιτυχία με το ”I Loves You, Porgy” του Gershwin, εμφανίσεις στο φεστιβάλ του Νιούπορτ, στο Ρόουντ Άιλαντ, και στο Ed Sullivan Show. Όμως η «μαύρη ψυχή» της σύντομα θα αποκτήσει δυνατή φωνή. Στη δεκαετία του 1960 η Σιμόν προσθέτει τραγούδια διαμαρτυρίας, γίνεται φίλη και σύμμαχος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ και του Μάλκολμ Χ και εμφανίζεται σε διαδηλώσεις για τα πολιτικά δικαιώματα. Το τραγούδι της ”Mississippi Goddam” του 1964 αποτελεί παράδειγμα αυτής της περιόδου. Ένα τραγούδι οργής, σπαραγμού και βαθιάς λύπης που γράφτηκε μετά τη βομβιστική επίθεση σε εκκλησία της Αλαμπάμα το 1963 με θύματα τέσσερα μικρά κορίτσια.
«Το χτύπημα του τύμπανου ήταν πια αδιάκοπο, επίμονο, απαιτητικό. Η επιμονή του τάραξε τη Νίνα και ανέσυρε συναισθήματα που είχε κρυμμένα βαθιά μέσα της από τότε που ήταν μικρή», γράφει η Τρέισι Τόντ στο βιβλίο της «Νίνα: Η ιστορία της Νίνα Σιμόν» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τα μαντήλια στο κεφάλι, τα τολμηρά έντονα κοσμήματα αποτελούν μέρος της προσωπικότητας της, της ταυτότητας που με πάθος και ορμή προσπαθεί να διασώσει, να υπερασπίσει, να διαφυλάξει. Η Σιμόν πλέον έχει πλήρη επίγνωση της δύναμης που ασκεί. Και θα συνεχίσει να το κάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, χρησιμοποιώντας το βήμα της για να υποστηρίξει τα πολιτικά δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η μουσική της θα αντανακλά τους αγώνες και τις αδικίες που αντιμετώπιζαν οι μαύροι στην Αμερική. Η δυνατή φωνή της θα ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Νίνα: Η ιστορία της Νίνα Σιμόν» μαθαίνουμε για τη ζωή της αείμνηστης Νίνα Σιμόν, μιας από τις πιο επιδραστικές και διάσημες τραγουδίστριες της τζαζ όλων των εποχών. Μια ζωή διόλου βγαλμένη από τα παραμύθια. Γεμάτη αναταραχές, αγωνία, μοναξιά, και προδοσία. Η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Τρέισι Ν. Τοντ, αφηγείται την ζωή της Σιμόν με τρόπο απλό, λιτό, περιεκτικό αλλά με ροή, αμεσότητα και ειλικρίνεια. O σχεδόν μουσικός, πεζός λόγος που επιλέγει αφηγηματικά, στάθηκε εκπληκτική επιλογή. Σα να πρόκειται για τη ζωή ενός δικού της αγαπημένου προσώπου που η ιστορία του δεν πρέπει να χαθεί. Άλλωστε μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο με τις μουσικές του Ρέι Τσαρλς και της Νίνα Σιμόν σε μια γειτονιά του Κουίνς της Νέας Υόρκης.
Δίπλα της ο Κρίστιαν Ρόμπινσον με ζωντανές πολύχρωμες εικόνες, καθόλου εμφατικές στη σκληρή ζωή των μαύρων της Αμερικής, αντίθετα αισιόδοξες, τολμηρές, γεμάτες πάθος και ορμή. Όπως άλλωστε και η ίδια η ηρωίδα. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, μια συναρπαστική, συγκινητική και δυναμική βιογραφία που τοποθετεί εύστοχα τη διαρκή κληρονομιά της Νίνα Σιμόν στη μουσική και στην κοινωνική ιστορία.
Το βιβλίο «Νίνα: Η ιστορία της Νίνα Σιμόν» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη