Γάλλος ζωγράφος, που ανήκει στο εικαστικό κίνημα του μετα-ιμπρεσιονισμού. Θεωρείται ο πατέρας της αφίσας.
Ο Ανρί Μαρί Ρεϊμόν ντε Τουλούζ-Λωτρέκ-Μονφά (Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa), όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στο Αλμπί της Νότιας Γαλλίας στις 24 Νοεμβρίου 1864 από οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Ασθενικός από τη φύση του, έσπασε και τα δύο πόδια του σε ατυχήματα (1878 -1879) κι έμεινε ανάπηρος και νάνος.
Σπούδασε στο Παρίσι (1882-1885) και το 1885 είχε ήδη δικό του εργαστήρι στη Mονμάρτη, Γνώριζε καλά το έργο των ιμπρεσιονιστών και ο πρώτος του πίνακας («Το τσίρκο Φερνάντο», 1888) θύμιζε από μορφική άποψη τον Μανέ, τον Ντεγκά και τον διάσημο την εποχή εκείνη σχεδιαστή αφισών Ζιλ Σερέ. Στους πίνακές του με τις ίδιες περίπου σκηνές από τη σύγχρονη ζωή που συναντάμε και στο έργο του Ντεγκά (ιπποδρομίες, αίθουσες χορού, μιούζικ χολ και καμπαρέ, κλπ) κυριαρχούν η επίπεδη απόδοση των μορφών, που θυμίζει έντονα τις γιαπωνέζικες στάμπες και τα καμπυλόγραμμα περιγράμματα.
Στις σπουδές του για το καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ» και το καμπαρέ του τραγουδιστή Αριστίντ Μπριάν (του τέλους της δεκαετίας του 1880 και των αρχών της δεκαετίας του 1890) παρατηρεί κανείς το ίδιο ενδιαφέρον για τις «εξωτικές» σιλουέτες. Το έργο του «Η Ζαν Αβρίλ στη σκηνή του “Μουλέν Ρουζ”» (1892) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των κραυγαλέων χρωμάτων, των έντονων περιγραμμάτων και των θεατρικών φωτισμών, που χαρακτηρίζουν το ύφος του.
Οι περισσότερες από τις τραγουδίστριες και τις χορεύτριες που απεικονίζονται στους πίνακές του ήταν προσωπικές του φίλες, καθώς δεν έπαψε ποτέ ν’ αποτελεί ο ίδιος αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου και της κοινωνίας που απαθανάτισε. Όπως και ο Ντεγκά, δούλεψε με μεγάλη ποικιλία υλικών και, ήδη από το 1891, η φήμη του ως σχεδιαστή αφισών και γενικά λιθογραφιών υπήρξε μεγάλη.
Η επιδείνωση της υγείας του γύρω στο 1896 περιόρισε τη δραστηριότητά του και στο τελευταίο του έργο «Ένας διαγωνισμός στην Ιατρική Σχολή» (1901), μία άτυχη μάλλον απόπειρα επαναπροσανατολισμού της τέχνης του, είναι φανερή η πνευματική και φυσική του εξάντληση. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από μικρός σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό και τη σύφιλη από την οποία έπασχε, τον οδήγησαν στο θάνατο στις 9 Σεπτεμβρίου 1901, σε ηλικία μόλις 36 ετών.
Το ύφος του άσκησε σημαντική επίδραση σε καλλιτέχνες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Βαν Γκογκ, Σερά και Ρουό, ενώ τα έργα του θεωρούνται γενικά ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της έντασης εκείνης και του εξωτισμού που σάρωσαν την Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα και περιγράφονται συνήθως με τον όρο «fin de siècle».